Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος είναι κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, μεταφραστής, λόγιος με αγώνες για την ελευθερία του λόγου και την ανεξαρτησία της πνευματικής εργασίας. Άνθρωπος των Έργων, έζησε εξόριστος για τις ιδέες του, αλλά και άνθρωπος της Τέχνης του Λόγου γράφει με πάθος και ήθος. Η παρουσία του έχει σφραγίσει την ελληνική λογοτεχνία και συνεχίζει να τη σφραγίζει. Με το νέο του βιβλίο «Κριτική της κριτικής», θυμίζοντας τον Καντ, δίνει τον παλμό στα ελληνικά γράμματα. Οραματίζεται μια Ελλάδα με αξιοκρατία, αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό. Όλα αυτά τα έκανε πράξη με τον δικό του βίο.
Το νέο σας βιβλίο «Κριτική της κριτικής» είναι μια συνολική αποτίμηση του έργου σας;
Το βιβλίο μου «Κριτική της κριτικής» δεν είναι αυτοβιογραφικό έργο, δεν αναφέρεται στο δικό μου έργο, αλλά στην κριτική σκέψη και λειτουργία γενικά και στην ελληνική κριτική ιδιαίτερα, σε έργα ιστορίας της λογοτεχνίας μας και της γραμματολογίας. Εστιάζεται επίσης σε παρερμηνείες, ιδεολογικές προκαταλήψεις και στρεβλώσεις στην κριτική αντιμετώπιση μεγάλων ποιητών και συγγραφέων μας.
Εάν σας ζητούσα να εντάξετε τον εαυτό σας σε μία σχολή κριτικής ποια θα ήταν αυτή;
Ξεκίνησα στην «Επιθεώρηση Τέχνης» με γενικό προσανατολισμό στη μαρξιστική θεωρία και τον κοινωνικό ρεαλισμό, του Λούκατς ιδίως. Είχα την αόριστη αυταπάτη ότι χωρούσε η ελευθερία της σκέψης σε πλαίσια ιστορικο-υλιστικά και ταξικά, για να συνειδητοποιήσω βαθμιαία ότι με αυτά το φαινόμενο της τέχνης περιοριζόταν σε μηχανιστική αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών και πρωτίστως της ταξικής πάλης. Αυτά τα συμπλήρωνε η δεοντολογία της, υποτιθέμενης, «κοινωνικής παραγγελίας»: ο «προοδευτικός» συγγραφέας όφειλε να εικονογραφεί την κοινωνική αδικία, να δείχνει τον δρόμο προς τον αγώνα για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό. Με απογοήτευσε πολύ γρήγορα αυτός ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» της σοβιετικής λογοτεχνίας και οι ντόπιες απομιμήσεις του∙ αυτές οι τελευταίες μού προκάλεσαν αντιδράσεις, συχνά ειρωνικές ή βίαιες. Αλλά, γενικότερα, είχα αρχίσει να έχω δεινές απορίες, λ.χ. πού χωρούσε στο σχήμα αυτό ο λυρισμός, το αίσθημα, η ατομικότητα του ανθρώπου και το υπαρξιακό του πρόβλημα.
Τι είδους κριτήρια απαιτεί μια γόνιμη κριτική;
Γόνιμη είναι η σοβαρή κριτική, η διαβασμένη, η διεισδυτική ανάλυση, ο διάλογος με τη δημιουργία και με την ανάγνωση, η συγκριτολογία, η σειρακή ένταξη του έργου στη γραμματεία και η διαπραγμάτευση των θεωρητικών του βάσεων, αν τέτοιες διακρίνονται.
Πώς θα σχολιάζατε την ελληνική λογοτεχνία σήμερα; Υπάρχουν λογοτέχνες του επιπέδου για παράδειγμα του Άρη Αλεξάνδρου;
Υπάρχουν πολλοί και καλοί λογοτέχνες σήμερα, όπως πάντα. Το έργο που θα ξεχώριζε σαν κορυφαίο ή αντιπροσωπευτικό της εποχής δεν είναι πάντα υποχρεωτικό να υπάρχει και να φαίνεται αμέσως.
Μπορεί η λογοτεχνία να ξαναγράψει την ιστορία; Εννοώ φέρνοντας στο φως σκοτεινά σημεία της ιστορίας ή φωτίζοντάς τα από άλλη οπτική γωνία;
Η λογοτεχνία, ιδίως η αφηγηματική αναδημιουργεί τον ανθρώπινο, εσωτερικό κόσμο και την περιπέτειά του μέσα στα γρανάζια της ιστορίας. Ούτε αντικαθιστά την ιστορία η λογοτεχνία, ούτε την αλλάζει, ρίχνει μόνο λίγο φως στις σχεδόν αθέατες πτυχές της πραγματικότητας.
Ποιος Έλληνας ποιητής ή πεζογράφος από όσους γνωρίσατε θεωρείτε ότι καθόρισε την ελληνική λογοτεχνία;
Δεν ξέρω αν κάποιος «καθόρισε» τη λογοτεχνία. Αν εννοείται τους ποιητές και πεζογράφους που γνώρισα από τα βιβλία, σας απαντώ: τη σύγχρονη πεζογραφία την ίδρυσε η τριάδα των μεγάλων καθαρευουσιάνων (που ήταν και οι τρεις υπέρμαχοι της δημοτικής): Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Ροΐδης∙ την ποίηση και τη γλώσσα της οι μεγάλοι δημοτικιστές και εκσυγχρονιστές Σολωμός – Παλαμάς (Επτανησιακή και Β Αθηναϊκή σχολή) και οι εκφραστές της ιστορικής και πνευματικής μας ταυτότητας, Καβάφης, Σεφέρης…
Ο Ρολάν Μπαρτ μίλησε για τον θάνατο του συγγραφέα. Σήμερα οι σύγχρονες θεωρίες εστιάζουν στον αναγνώστη, παράδειγμα η θεωρία της πρόσληψης του Jauss. Πιστεύετε πως όλες αυτές οι θεωρίες βοηθούν την λογοτεχνία ή σκοτώνοντας τον συγγραφέα αναστήσαμε τον καταναλωτή αναγνώστη;
Γιατί να συγκρατήσουμε από τον Μπαρτ την αερολογία περί «θανάτου του συγγραφέα» (την οποία, άλλωστε, ανακάλεσε), ή την άλλη – πολύ χειρότερη. Ότι «η γλώσσα είναι φασιστική»; Πριν και μετά τις εξτρεμιστικές παρόλες ή τους μαοϊκούς πιθηκισμούς, έχει γράψει για τον ερωτικό λόγο, για τη σημειολογία της μόδας, για τον εσωτερικό του κόσμο.
Ο πολυγραφότατος Τζωρτζ Στάινερ, κορυφαίος διανοούμενος, έβγαλε ένα τόμο με τίτλο «Τα βιβλία που δεν έγραψα». Ποια βιβλία δεν γράψατε εσείς;
Δεν υπάρχει συγγραφέας που να έγραψε όσα βιβλία θα ήθελε να είχε γράψει. Αφού ρωτάτε εμένα τον ελάχιστο, βρίσκω κάθε τόσο δυο- τρία βιβλία που δεν έγραψα. Και να τα είχα γράψει θα έρχονταν άλλα άγραφα. Το πεδίο της εποπτείας μας είναι απέραντο και εκείνο της φαντασίας άπειρο.
Κύριε Ραυτόπουλε έχετε τιμηθεί με σημαντικά βραβεία. Το 1997 με το Κρατικό Βραβείο δοκιμίου-κριτικής για το έργο «Άρης Αλεξάνδρου: ο εξόριστος» (1996), το 2008 αναγορευτήκατε επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, το 2009 τιμηθήκατε με το βραβείο «Διδώ Σωτηρίου» της Εταιρείας Συγγραφέων και το 2013 στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας τιμηθήκατε ομόφωνα με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου σας. Πιστεύετε στα βραβεία;
Καλά είναι τα βραβεία, καλύτερη όμως είναι η αναγνωστική ανταπόκριση, η κριτική αυτοεκτίμηση, ο αυτοσεβασμός. Η δική μου τοιαύτη, όποια και αν είναι, μου φαίνεται άσχετη από τη βράβευση ή μη∙ και ας ακουστεί αυτό ως περιαυτολογία.
Ποιος είναι ο Δημήτρης Ραυτόπουλος που εσείς αποδέχεστε περισσότερο: ο αγωνιστής, ο δημοσιογράφος, ο κριτικός λογοτεχνίας, ο στοχαστής ή κάποιος που ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει;
Είμαι ένας ταπεινός εραστής της λογοτεχνίας και της κριτικής, δυστυχώς όχι ολοκληρωτικά (και έγκαιρα) αφοσιωμένος, εξαιτίας του επαγγέλματος (δημοσιογραφία) και της ιστορίας…
Είναι γνωστοί οι αγώνες σας και ότι παλέψατε για τις ιδέες σας και πήγατε για αυτές εξορία. Τι προσδοκά για το μέλλον της χώρας ένας άνθρωπος των γραμμάτων, όπως είστε εσείς, που έζησε μεγάλο μέρος της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας;
Προσδοκώ ανάσταση ζωντανών…Ανάκαμψη από την πολιτική και πολιτιστική παρακμή, από τη Μικρή Ιδέα της Ψωροκώσταινας, του αδικημένου περιούσιου λαού(!), από τη θυματική, κακομοίρικη και συνωμοσιολογική παράνοια. Προσδοκώ δημιουργική ορμή, παραγωγή και εργασία, αξιοκρατία, νομιμότητα, κοινωνικό – εθνικό συμβόλαιο. Προσδοκώ ένα καλύτερο ισοζύγιο «ελευθερία –δικαιοσύνη», όχι όμως αναρχία, όχι εγκαλιταρισμό, όχι εκπρολεταριοποίηση του εγκεφάλου. Η σκέψη, η τέχνη, η δημιουργία είναι αριστοκρατία όχι συνδικάτο ή κοινόβιο.
Βιογραφικό
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1924. Κατάγεται από πολυμελή οικογένεια, χωρίς ιδιοκτησία. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κεφαλονιά και ήταν στέλεχος επιχείρηση ιδιωτικού τομέα. Η μητέρα του καταγόταν από τη Νεάπολη Λακωνίας.
Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στον Πειραιά. Το 1944 εισήχθη στη Φυσικομαθηματική Σχολή (Τμήμα Χημείας) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εγκατέλειψε τις σπουδές του λόγω εμφυλιακών διώξεων. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση (ΕΠΟΝ) από το 1943. Τραυματίστηκε βαριά στα Δεκεμβριανά 1944. Επιδόθηκε στη δημοσιογραφία παράλληλα με την αριστερή του τοποθέτηση: «Νέα Γενιά» (Περιοδικό της ΕΠΟΝ), «Ελεύθερη Ελλάδα» (καθημερινή εφημερίδα του ΕΑΜ), πειραϊκές εφημερίδες. Πολιτικός εξόριστος (1947-1952: Ικαρία, Μακρόνησος, Αγ. Ευστράτιος). Μετά την εξορία εργάστηκε στην εφημερίδα «Αυγή», από την ίδρυσή της το 1952. Ήταν μέλος της ιδρυτικής ομάδας του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954- 1967), όπου δημοσίευσε πλήθος κριτικές για έργα πεζογραφίας και μικρά δοκίμια: «Τα πρόσωπα της Ασκητικής» (Ν. Καζαντζάκης) κ.ά. Πρόβαλε ιδιαίτερα τους: Στρατή Τσίρκα, Δημήτρη Χατζή, Ανδρέα Φραγκιά, Βασίλη Βασιλικό, Μένη Κουμανταρέα, Διδώ Σωτηρίου, Τάσο Λειβαδίτη. Αντέδρασε στην αντι -εαμική λογοτεχνική παραγωγή του 1956 (Ρ. Ρούφος, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Αλ. Κοτζιάς, Ν. Κάσδαγλης) που την χαρακτήρισε «Μαύρη πολιτική λογοτεχνία».
Εναντιώθηκε όμως μονιμότερα στις επιδόσεις «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και στην αρχή της «κομματικότητας» της λογοτεχνίας: Μεν. Λουντέμης, Θ. Κορνάρος, Έφη Πανσελήνου, Διδώ Σωτηρίου κ. ά.
Υπερασπίστηκε κριτικά και πολιτικά τον Στρατή Τσίρκα, όταν αυτός διεγράφη από το κόμμα του (στην Αίγυπτο) μετά την έκδοση της «Λέσχης». Ο Ραυτόπουλος απάντησε με δριμύτητα στον λίβελο του Μάρκου -Αυγέρη κατά του Τσίρκα∙ και συνέχισε με την προβολή των δύο επομένων έργων της τριλογίας «Ακυβέρνητες πολιτείες».
Το 1966 ο Δημήτρης Ραυτόπουλος υπέβαλε σχέδιο Πολιτιστικής πολιτικής στην ηγεσία της ΕΔΑ, το οποίο καθιέρωνε και κατοχύρωνε την ελευθερία και την πλήρη ανεξαρτησία της πνευματικής εργασίας, της Τέχνης και της κριτικής. Τον ίδιο χρόνο, με βίαιο άρθρο του στην «Επιθεώρηση Τέχνης» καταδίκασε την μαοϊκή «Πολιτιστική επανάσταση» στην Κίνα ως βαρβαρότητα και μαζικό έγκλημα. Αποχώρησε από τη σύνταξη της «Αυγής», μετά τη λογοκριτική επέμβαση και την αλλοίωση των απόψεών του σε άρθρο του για την αριστερή στροφή του Ζ. Π. Σαρτρ.
Αυτοεξόριστος στο Παρίσι κατά το διάστημα της δικτατορίας, εργάστηκε στο «Λεξικό Κυρίων Ονομάτων» (Πωλ Ρομπέρ), όπου έγραψε περίπου 1.000 λήμματα για την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, ιδιαίτερα ένα σεμινάριο με Ρολλάν Μπαρτ- Ζεράρ Ζενέτ.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, διηύθυνε το περιοδικό «Ηριδανός» και το άνοιγμά του προς τη νεωτερική θεωρία και κριτική (1975-1976). Συνεργάστηκε στο περιοδικό του Δ. Χατζή «Πρίσμα» και σε όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά.
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Έλαβε τις εξής διακρίσεις: Κρατικό βραβείο δοκιμίου κριτικής για τη μονογραφία «Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος» (1996).
Βραβείο «Διδώ Σωτηρίου» της Εταιρείας Συγγραφέων (2008)
Μεγάλο κρατικό βραβείο Γραμμάτων (2013)
Βραβείο Ιδρύματος Προαγωγής της Δημοσιογραφίας Αθανασίου Μποτση (1989)
Επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (τμήμα Φιλολογίας) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 2008
Βιβλία κριτικής: «Οι ιδέες και τα έργα» (Δίφρος 1966),
«Τέχνη και εξουσία» (Καστανιώτης 1985),
«Κρίσιμη λογοτεχνία» (Καστανιώτης 1986),
«Σημεία στίξεως» (Στοχαστής 1987),
«Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος» (Σοκόλης, 2006),
«Αναθεώρηση Τέχνης, η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποι» (Σοκόλης, 2006)
«Εμφύλιος και λογοτεχνία» (Πατάκης 2012),
«Κριτική της κριτικής» (Gutenberg 2017)
Μεταφράσεις:
Μάργκαρετ Μίτσελ «Όσα παίρνει ο άνεμος» (Ρομάντσο, 1954),
Χέρβυ Άλλεν «Αντόνιο Αντβέρσο» (Ρομάντσο, 1955),
Αντόνιο Γκράμσι, «Γράμματα από τη φυλακή»-με τη Φούλα Χατζηδάκη» (Ηριδανός, 1974),
Μπορίς Βιαν, «Φθινόπωρο στο Πεκίνο»
Μισέλ Τουρνιέ, «Παρασκευάς ή η πρωτόγονη ζωή» (Πατάκης, 1982).