Του Γιώργου Λίλλη.
Ο Δημήτρης Λεοντζάκος είναι ένας τολμηρός ποιητής. Σε όλα του τα έργα δεν φοβάται να πειραματιστεί γλωσσικά και μορφικά. Το τελευταίο του βιβλίο Το μάτι και η νύχτα, ο ποιητής χτίζει ένα σύνθετο ποίημα, όπου η μουσικότητα παίζει σημαίνοντα ρόλο.
Δεν είναι τυχαίο που οι τέσσερις ενότητες του βιβλίου χρησιμοποιούν για τίτλο λέξεις της Σαπφούς. Όπως η λυρική γεμάτη μουσικότητα φωνή της Σαπφώς έτσι κι ο Λεοντζάκος, δημιουργεί ποιήματα λυρικής ομορφιάς. Δεν είναι τυχαίο επίσης που ο ίδιος είναι και μουσικός, γεγονός που τον καθιστά ικανό στο να επαναφέρει στην ποιητική του τεχνική με επιτυχία τον ρυθμό που πολλές φορές έχουμε ξεχάσει να δίνουμε την πρέπουσα σημασία. Θα ήθελα να ακούσω τα ποιήματα του Λεοντζάκου. Πιστεύω πως στην απαγγελία κι όχι στην σιωπηλή ανάγνωση φανερώνουν την μέγιστη δύναμή τους.
Το Μάτι και η νύχτα ξεκινά παράδοξα με μερικούς αφορισμούς για την ποίηση. Σαν εισαγωγή του ποιητή για να μας δώσει την ευκαιρία να στοχαστούμε τις ποιητικές του προθέσεις. Τα ονομάζει Punctum caecum, ποιήματα χωρίς ποίηση. Το τυφλό σημείο, το Punctum caecum, είναι το ποιητικό βλέμμα. Ένα βλέμμα που παρατηρεί τον μικρόκοσμο, την λεπτομέρεια, όσα για τους άλλους είναι αφανή και χαμένα:
Η ποίηση δεν φτιάχνεται με τα χέρια. Δεν προοδεύει, δεν βελτιώνεται. Έχει την βία, το μένος κατακλυσμιαίων μορφών, τυφλών πουλιών κτλ. «…σαν να γκρεμίζονται βουνά…» (Εγγονόπουλος)
Η ποίηση, δεν ορίζεται, υποθέτουμε πως όσα δεν έχουν γραφτεί είναι αυτά που την προσδιορίζουν έξω από το γλωσσικό εγκλωβισμό της, ένα αέναο προβάδισμα στην ανικανότητα του δημιουργού να προσδιοριστεί. Αν οι λέξεις μπορούν να συναρμολογήσουν ένα ιδεατό λειτούργημα αισθητικής, τότε η ίδια η ζωή είναι η δυναμική φανταστική χώρα όπου η ποίηση εφαρμόζεται δίχως τεχνικά υλικά:
Πρέπει να δώσουμε ξανά στην ποίηση τα πραγματικά της ονόματα.
Τρεις τρομερές μορφές ανατέλλουν στις πύλες των ορίων του κόσμου. Το Ακατανόητο. Το Αγέννητο. Το Τρομερό.
Η κατανόηση της ψυχής είναι από μόνη της ένα ταξίδι μέσα στο χώρο και το χρόνο. Ένα ταξίδι που έχει ως στόχο να ανακαλύψουμε την ταυτότητά μας, να εκτιμήσουμε τον αφανή θρίαμβο του να υπάρχουμε σ΄ ένα αχανές περιβάλλον, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Η πίστη στην λεπτομέρεια είναι μια διδαχή η οποία είναι σε θέση να μας βοηθήσει να μην αγνοούμε τα μικρά αλλά ουσιώδη ζητήματα που προκύπτουν μόνο όταν κάποιος αναζητά με ταπεινότητα τις αιτίες που τον δημιούργησαν. Τα ποιήματα του Λεοντζάκου πιστεύουν στο ακριβοθώρητο, στο μαγικό, στο αόρατο. Δεν ψάχνεις στους στίχους του απαντήσεις, ούτε λύσεις, πρέπει να μπεις αθώος και έτοιμος να δεχθείς την άλλη διάσταση του κόσμου, την άκρως ποιητική. Ο σουρεαλισμός του, οι παράξενες εικόνες του, δυναμιτίζουν τον μύθο του:
Να με δεις με δέος
Ήρεμα να χυθεί
θα χυθεί κενό το τελευταίο
θα λάμπει άγρια θαμπό
Το πιο μικρό σου αίσθημα
Το πιο ακριβό σου ψέμα.
Ο Λεοντζάκος πιστεύει στο βλέμμα. Στο χρυσάφι των στιγμών που φωσφορίζουν μέσα στο σκοτάδι των εποχών. Και γι΄ αυτό η ποίησή του δίνει ελπίδα. Μοιάζει με έναν σύγχρονο τροβαδούρο που περιπλανιέται στους δρόμους αναζητώντας ευήκοο αυτί. Και προπαντός πιστεύει στον άνθρωπο:
Οι άνθρωποι θα σηκωθούν αργά
θα πλεύσουν πάλι
Θα ταξιδέψουν
Ένας πλους θα γίνουν
-χρυσός αέρας-
Θα επιστρέψουν ξανά στο νερό
Με το Μάτι και η νύχτα ο Λεοντζάκος δημιουργεί ένα πολυδιάστατο έργο όπου παρελαύνουν αφορισμοί, λυρικά ελεγεία, μυθικές εικόνες, σουρεαλιστικά στιγμιότυπα, όπου όλα δένουν για να υπερασπίσουν το μυθικό στοιχείο της ποίησης, μιας ποίησης που εξευγενίζει, ομορφαίνει, και που έχουμε ανάγκη για να πορευτούμε στο σκοτάδι και την ευτέλεια. Ένας ποιητής που εκτιμώ και σέβομαι.
info: Δημήτρης Λεοντζάκος, Το μάτι και η νύχτα, Νεφέλη.