Δημήτρης Λεοντζάκος – Μία ανίερη, τυφλή διαδρομή

0
1499

 

 

 του Δημήτρη Λεοντζάκου (*)

 

 

Δεν ελέγχω τις χειρονομίες μου. Κάνω πάντα τις αντίθετες,

κι αυτό προκαλεί γέλωτα και ευτελίζει την ιδέα.

Ο Ηλίθιος, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

 

 

1.

Ένας ζωγράφος που ξεχωρίζω για το έργο και την στάση του απέναντι στη ζωή και την τέχνη ‒ ο Λουκάς Βενετούλιας  ‒  κάποτε είχε πει:

« Το έργο τέχνης πρέπει να το αφήνουμε να λειτουργήσει μόνο του, χωρίς επεξηγήσεις γύρω από την πιθανή σημασία του. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ζωγράφος έχει την αμετάκλητη ευθύνη να δώσει μια περιγραφή των αιτιών που προκάλεσαν τη δημιουργία των έργων του. Έτσι, για να αναλάβει την ευθύνη της ζωγραφικής του πράξης.»

2.

Αυτό που συνειδητοποίησα κάποιες βδομάδες μετά την έκδοση των δύο αυτών σιαμαίων βιβλίων μου, της Αγάπης και των Τοπίων, είναι ότι μάλλον πρόκειται για μία Νέκυια. Είναι μία Νέκυια.

Τα Τοπία ξανά είναι η δική μου Νέκυια. Η ραψωδία λ της γραφής μου. Ή και του έργου μου ίσως.

Η ταφή της φωνής μου. Ή και η αυγή. Η ηώια κραυγή μου.

3.

Νέκυια για εμένα εδώ, θα πει μία στροφή στους προπάτορες. Προς τους προπάτορες. Και μία απόφαση επίσης να τελειώσω μαζί τους. Εάν τελειώνει και όπως τελειώνει κανείς με αυτά.

Μια στροφή προς την γραφή. Προς την ομιλία. Μια στροφή προς τον πατέρα. Père-version όπως έλεγε ο Lacan ή ο πατέρας ως σύμπτωμα. Σύμπτωμα γραπτό, προφορικό ή και αγράμματο.

4.

Ίσως ένα από τα πιο φλέγοντα ερωτήματα του βιβλίου είναι: Τι είναι πατέρας; Τι είναι ένας πατέρας; Και τι σημαίνει;

Το όνειρο με τον πατέρα και το σώμα του γιού να λιώνει, να φλέγεται σαν το κερί. Φλεγόμενη ρητορική φροϋδικής λογικής: Πατέρα, δεν βλέπεις ότι καίγομαι;

Ιδού ένα από τα τρία μότο των Τοπίων.

Πέρα απ’ τον πατέρα: αιολικότερος του μηδενός / λέληθεν της σκηνικής και διαμελισμένης / γραπτής ουσίας του. / / της φρικτής απουσίας του /

5.

Πεζόμορφο ιδίωμα, πεζά ποιήματα και γειτνίαση θεωρητικού λόγου με εκείνους τους τρόπους της ποίησης. Προσποίηση θεωρίας;

6.

Παρόλα αυτά θα ήθελα να πω, ότι η θεωρία, όπως και όλος ο θίασος των γραπτών, των παραπομπών, των βιβλίων, των προσώπων που έχουν ‒ αρκετά θεατρικά, κάποιες φορές ‒ τοποθετηθεί, σκηνοθετηθεί, που βρίσκονται εμφανή ή αποσιωπημένα, που έχουν παρεισφρήσει μέσα ή πίσω από τα ποιήματα της συλλογής ‒ είναι για εμένα κάτι πολύ σοβαρό. Δεν με ενδιαφέρει η παρωδία αυτού του υλικού, αλλά η σχέση με αυτό, μία σχέση. Μία σχέση μαζί του.

Αυτά βεβαίως επί των προθέσεων.

Επί του ποιήματος, επί των ποιημάτων καμία επίδραση και κανένα ελαφρυντικό. Για να μην πω, ότι μάλλον επιβαρυντικά είναι όλα αυτά του ποιητικού τρόπου. Αλλά επειδή εγώ ζω, ζούσα μαζί τους, ήθελα, έψαχνα έναν τρόπο να τα πω. Να μην τα κρύψω, να τα θίξω. Ήθελα να τραυματιστώ. Να με εκθέσω. Να τα τραυματίσω. Να τα ξορκίσω.

Ήθελα να βρω ένα ιδίωμα τέτοιο το οποίο να χωράει αυτούς τους εφιάλτες μου, αυτούς τους εφιάλτες και να συνεχίσει να μοιάζει με ποίημα.

7.

Οφείλω επίσης για τελείως δικούς μου λόγους να ομολογήσω, ότι είναι εμφανή και δεν θέλησα να κρύψω ‒ αλλά ούτε να δείξω βεβαίως: μου αρέσει και η αποσιώπηση και ο υπαινιγμός ‒ τα σημάδια της θεωρίας, τα ίχνη της ψυχανάλυσης ‒ και της δικής μου ψυχανάλυσης ‒ στα ποιήματα αυτά.

8.

Έχει πολλών ανθρώπων φωνές το βιβλίο. Πολλά ιδιώματα που αγάπησα, μελέτησα, έζησα δίπλα τους, κατοίκησα μέσα τους. Αρρώστησα, ανάπνευσα, μεγάλωσα μαζί τους.

Ήθελα πια να τα πω. Κατά κάποιον τρόπο επιθυμούσα να αναμετρηθώ μαζί τους, να φύγω μακριά τους. Όχι από πρόθεση βέβαια ‒ τίποτα από όλα αυτά δεν έγιναν, ούτε συνέβησαν από πρόθεση.

Η γραφή αρχίζει πάντα σε εμένα από αυτό που δεν ξέρω. Πόσο δε μάλλον από αυτό που δεν επιθυμώ. Όχι από την γνώση αλλά από την έκλειψή της.

Μερικά ονόματα του πατέρα: o Γιώργος Χειμωνάς, ο Δ. Δημητριάδης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Bataille. Ο Blanchot, ο Lacan, ο Hegel. Αλλά και ο Παρμενίδης, ο Badiou, ο Cremonini, ο Σακαγιάν. Η Margerite Duras, ο Spinoza, ο Signorelli, ο Borges. Ο Εκκλησιαστής, ο Βιργίλιος, ο Pierre Klossowski. Ο Αριστοτέλης, ο Oliver Mesiaen, ο Σάββας Μιχαήλ, ο David Lynch. Ο Mussorgsky, η Agnés Varda, η Rosa Luxemburg, ο Kandinsky, ο Ελύτης, ο Edvard Munch, ο Ντοστογιέφσκι. Ο Ιώβ, ο Αινείας, ο Ευαγγελιστής. Ο Kafka, ο Miró, ο Benjamin, ο Έκτωρ, ο Alberto Caeiro / ο Fernando Pessoa,  ο Klee,  ο Πέτρος, ο Πλούταρχος, ο Άγιος Χριστόφορος, ο Αισχύλος, ο James Joyce.

Αλλά και ένας συλλέκτης, ένα περιστέρι, το ερχόμενο φως, ο άηχος ύπνος, μερικά δάχτυλα μέσα σε ένα στόμα. Η προφορική Πολωνία, η ανείπωτη τύχη, η ανεστραμμένη βοή, μία λέξη κάθετη, ένα χέρι που νοστάλγησε πολύ, η επανάσταση πάντα, και ένας πόνος που ταξιδεύει. Το όνειρο, η γέννηση ενός ημερολογίου, μία βραχώδης φλόγα, το τείχος, η παραλία, ο τρόμος, η επιθυμία, κάτι σαν δάκρυ, μία ανοίκεια επίσκεψη, το δέρμα, το γράμμα, η ανία, μία χαραμάδα, η λύπη και η μανία της. Ο Πατέρας, ο γάμος σαν γράμμα, η αδύνατη  φωνή, ένα κομμένο αφτί, τα δάκρυα, το φύλο, το όνομα, η σιωπή, το Όργανον του Αριστοτέλη. Το πριν, το εκ των υστέρων, το εν μέρει, η ακίνητη, καρφωμένη γραφή, μία πέτρα, η αέναη πτώση, η φωτιά, η ζωγραφική. Ένας μόνος, το σώμα του, το απλό χώμα, κόκκινα έντομα αινιγματικά, ένα ήπειρο φως, ένας αέρας λυσσασμένος, η γιαγιά, μία κραυγή, η νύχτα, η πύλη, η κρύπτη, τα ελληνικά, το κουτσό και η αυγή. Οι Άγγελοι, η Ιστορία, αλλά και εκείνη η εσωστρεφής, ακατανόητη, ανοίκεια και θεοσκότεινη λέξη «ομματουάλια».

Αυτός είναι ο κόσμος τους και αυτή είναι ‒ με μία μονοκοντυλιά κάπως βιαστική ‒  η ανίερη, τυφλή διαδρομή των βιβλίων αυτών.

10.

Τα Τοπία ξανά ‒ είναι για εμένα ένα σύνορο. Ένα σημείο καμπής. Μία στιγμή ρωγμής μου. Υπερβολής. Αντίφασης, απόφασης, κατάδυσης και βύθισης. Τομής. Τέλους. Φυγής.

11.

Η αγάπη είναι κάτι άλλο. Ενώ εξ αρχής αυτή η ενότητα αυτονομήθηκε σε σχέση με το σώμα των ποιημάτων που αποτελούσαν τα Τοπία, και παρόλο που πολύ νωρίς ήθελα να βρίσκονται κοντά – πριν την ιδέα να συγκατοικήσουν έτσι στο ίδιο, αλλά και ανεστραμμένο την ίδια στιγμή σώμα ‒  μόνο τελευταία νιώθω ότι τα είκοσι ολιγόλογα ποιήματα της Αγάπης είναι και έρχονται από αλλού, στοχεύουν άλλα.

12.

Η αγάπη είναι ήδη ένα βήμα μπροστά. Ένα βήμα αλλού. Ένα βήμα προς το άγνωστο;

13.

« Όμως τα μελλούμενα σοβούν μες στον αγράμματο και μανιασμένο αέρα της αγάπης. »  1

14.

 Γυαλιά 2

 Η απογοήτευσή μας ήταν μεγάλη. Όπως πάντα, τίποτα δεν ήταν, δεν βρισκόταν στην θέση του.

Καταφθάνοντας στον τόπο του συμβάντος − στου μοχθηρότερου εγκλήματος τον χώρο −  δεν συναντήσαμε τίποτα, κανέναν, παρά μόνον τη θλιβερή παρουσία μερικών παραμορφωμένων αντικειμένων, μια στοίβα σπασμένων υαλικών, σίδερα σκουριασμένα και την ηχώ μιας πόλης  που  βούλιαζε, βυθιζόταν σε μιαν άβυσσο νερών και απομακρυνόταν, βοούσε προς τα άπειρα κόκκινα υφάσματα της δύσης, μαζί με άλλα μηδαμινά κι ασύνδετα, συναρμολογημένα κακήν κακώς.

Όλα αυτά έδιναν − ως κατασκευή πια ή σύνθεση − την εντύπωση δύο τεράστιων κατόπτρων, δύο άδειων λευκών τρούλων και δύο διάφανων μεγάλων φτερών.

Δύο κόγχες στραμμένες − σαν το άδειο βλέμμα ενός ξόανου ή σαν ένα ζευγάρι χαλασμένων γυαλιών − προς το στερέωμα ενός άγνωστου, σκοτεινού θόλου, προς τον ουρανό ενός άπειρου, άδηλου, ανοιχτού ή και απρόσμενου μέλλοντος που μας καλούσε. Καμιά μορφή δεν διακοσμούσε την επιφάνεια αυτήν, που άλλωστε αποτελούνταν από αιθέρα, απλό αέρα, τίποτα.

Περίεργο. Σκέφτηκα ότι τα τοπία αυτά με έναν τρόπο μού ήταν γνώριμα.

Και σκέφτηκα πάλι ότι αυτό ακριβώς μπορεί  − όλα αυτά − να εννοούσε ο ποιητής − εκείνος ντε που άνθιζε μόνος του σαν κερί − με την εσωστρεφή, ακατανόητη, ανοίκεια  και  σκοτεινή  λέξη  « ομματουάλια ».

 

(*)  Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου Τοπία ξανά / Η αγάπη στην Αθήνα, το Σάββατο 2 Μαρτίου 2019.

  1. Από την ενότητα Η αγάπη, Τοπία ξανά / Η αγάπη, Νεφέλη, 2018.
  2. Πεζό ποίημα από την ενότητα Τοπία ξανά, Τοπία ξανά / Η αγάπη, Νεφέλη, 2018.

 

Προηγούμενο άρθροΔύο γυναικείες γραφές στον χορό (της Κλημεντίνης Βουνελάκη)
Επόμενο άρθροTo μεταιχμιακό παιχνίδι του ορατού και του αόρατου (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ