Σωτηρία Καλασαρίδου.
Σε μια εποχή που κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά του βιβλίου τα νουάρ αστυνομικά μυθιστορήματα και οι ερωτικές ιστορίες, μια νέα και πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας αποφασίζει να παρουσιαστεί στο αναγνωστικό κοινό με ένα μυθιστόρημα του οποίου η πλοκή εξυφαίνεται γύρω από ένα δωδεκάχρονο αγόρι που μεγαλώνει σε ένα καθολικό μοναστήρι – ορφανοτροφείο στη Νέα Αγγλία του 19ου αιώνα. Ο λόγος γίνεται για το μυθιστόρημα της Χάνα Τίντι που φέρει τον τίτλο Ο καλός κλέφτης, και το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πόλις (Φθινόπωρο 2013) σε μια φροντισμένη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Ο μυθιστορηματικός φακός της Τίντι παρεισδύει στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου που λειτουργεί ως ορφανοτροφείο έκθετων αγοριών τη χρονική στιγμή που ένας άνδρας καταφθάνει στη μονή προκειμένου να υιοθετήσει ένα από τα ορφανά αγόρια. Στη γραμμή παιδιών που σχηματίζεται κάθε φορά στο προαύλιο του μοναστηριού, όταν ένα αγόρι πρόκειται να υιοθετηθεί, βρίσκεται και ο Ρεν, ένας δωδεκάχρονος που του λείπει το ένα του χέρι από τον καρπό και που ο άγνωστος άνδρας δεν τον επιλέγει προς υιοθεσία λόγω της αναπηρίας του. Ο Ρεν δεν γνωρίζει ούτε ένα στοιχείο αναφορικά με το παρελθόν του, πέρα από το μικρό του όνομα, που το φέρει πάνω του πάντα σαν φυλαχτό, κεντημένο σε ένα κομμάτι από ύφασμα παιδικού ρούχου: δεν έχει επίθετο, δεν έχει ακούσματα για τους φυσικούς γονείς του, δεν έχει ολοκληρωμένη αυτό-εικόνα. Στον αντίποδα της άγνοιας του Ρεν για τις ρίζες του, η συγγραφέας τοποθετεί μια ισχυρή επιθυμία του αγοριού, που δεν είναι άλλη από την απόκτηση μιας θετής οικογένειας. Όταν ένας νέος άνδρας, ονόματι Μπέντζαμιν Ναμπ, εμφανίζεται και επιλέγει τον Ρεν από τη γραμμή, ισχυριζόμενος ότι είναι ο αδερφός του, το νήμα της πλοκής της ιστορίας ξετυλίγεται μέσα σε ένα κρεσέντο μυστηρίου, ανατροπών, αγωνίας και περιπέτειας.
Η ιστορία που στήνει και επιλέγει να μας αφηγηθεί η Τίντι εύκολα διαπιστώνουμε ότι εντάσσει γόνιμα στοιχεία και θεματικά μοτίβα από τον μυθιστορηματικό κόσμο του Όλιβερ Τουίστ του Τσαρλς Ντίκενς, όπως είναι επί παραδείγματι, ο ιδρυματισμός, ο απορφανισμός, η άγνοια της ταυτότητας, η χαμένη παιδική ηλικία, και ο διακαής πόθος για την απόκτηση μιας οικογένειας. Από την άλλη πλευρά, το παραμύθι υπογραμμίζει εμφατικά την παρουσία του στο εν λόγω μυθιστόρημα μέσα από τις γνώριμες φιγούρες του νάνου και του γιγαντόσωμου άνδρα, αλλά και με το leitmotiv της περιπέτειας και των δεινών που υποφέρει ο κεντρικός ήρωας, κατευθύνοντας την ιστορία σε ένα λυτρωτικό και ευχάριστο συνάμα τέλος. Δεν μπορούμε βέβαια να παραγνωρίσουμε και τα στοιχεία που καθιστούν το έργο της Τίντι κλασικό και δεν είναι άλλα από την ευθύγραμμη πορεία της αφήγησης, τη συμπαγή δομή και την παρεπόμενα σφιχτοδεμένη και καλά κεντραρισμένη πλοκή του, την αληθοφάνεια, την έμφαση στην ψυχολογική σκιαγράφηση των ηρώων, και βέβαια την προοδευτική αύξηση της έντασης και του παροξυσμού του φέροντος συγκινησιακού φορτίου.
Η μεγάλη ανατροπή που επιφέρει το μυθιστόρημα της Τίντι εδράζεται στον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνει στο έργο της μια έννοια, η οποία μετεξελίσσεται σε τεχνική και ερμηνευτική στρατηγική που διατρέχει συνεκτικά το μυθιστόρημα από τον τίτλο και τη σμίλευση των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών μέχρι τον ιδεολογικό ιστό του περιεχομένου και το είδος του. Η εν λόγω τεχνική δεν είναι άλλη από την αμφισημία που βρίσκεται καλά κρυμμένη σχεδόν πίσω από κάθε ερώτηση που απευθύνουμε προς το έργο. Ποιος επομένως δεν μπορεί να αναρωτηθεί πόσο καλός μπορεί να είναι ένας κλέφτης; Ποιος από τους αναγνώστες μπορεί να αποφανθεί και να κρίνει χωρίς κραδασμούς και αμφιβολίες ως απόλυτα θετική ή αρνητική την ιδιοσυγκρασία των κεντρικών ηρώων, να καδράρει και να αξιολογήσει με σιγουριά τα ψυχολογικά προφίλ του Ρεν και του Μπέντζαμιν, του Τομ και των δίδυμων αγοριών Μπρομ και Ίκι; Πώς οριοθετούνται η φιλία και η οικογενειακή συγγένεια και πού θολώνουν τα όρια που χωρίζουν τον φίλο από τον συγγενή εξ αίματος; Είναι μόνο ένα το είδος εντέλει στο οποίο μπορεί να ενταχθεί το μυθιστόρημα της Τίντι;
Αν επιχειρήσουμε ως αναγνώστες να απαντήσουμε στα προαναφερθέντα ερωτήματα, θα βρεθούμε μπροστά σε διλήμματα που συνεπιφέρει η γοητευτική δυναμική της αμφισημίας, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα μια αδυναμία και μια δυνατότητα χειραφέτησης: όσο η συγγραφέας αρνείται να ανοίξει ξεκάθαρες διόδους ταύτισής μας με τους κεντρικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος τόσο διευρύνονται τα όρια του ερμηνευτικού πλουραλισμού ή καλύτερα, όσο η παρατεταμένη αμφισημία του ρόλου των ηρώων και συνακόλουθα του περιεχομένου του έργου επιτείνεται τόσο αμβλύνεται και ο ρόλος της συγγραφέως να προσφέρει τις κύριες ερμηνευτικές δικλείδες, καθώς ρίχνει πλέον αποκλειστικά το γάντι της κρίσης στον εκάστοτε αναγνώστη, πολλαπλασιάζοντας και γονιμοποιώντας τις ερμηνευτικές αποφάνσεις. Παραμύθι για μεγάλους, ή μυθιστόρημα αναβίωσης μιας εποχής; Έργο δραματικό που συνυπάρχει με το γκροτέσκο ή περιπέτεια ανατροπών με έντονο το στοιχείο του σασπένς; Οι διαζευκτικές ερωτήσεις μπορούν να συνεχιστούν και άλλο, δημιουργώντας μια αλυσίδα αντίστοιχα διττών απαντήσεων που μας φέρνουν μπροστά σε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια, στον βαθμό που μας αποκαλύπτουν την αφοπλιστική μαγεία της ανάγνωσης της καλής λογοτεχνίας.