Φίλιππος Φιλίππου.
Ο Γιάννης Ράγκος (Αθήνα, 1966), δημοσιογράφος, σεναριογράφος και συγγραφέας αστυνομικών αναγνωσμάτων, είναι κυρίως ρεπόρτερ και ειδικεύεται στην ιστορική έρευνα. Με το βιβλίο του Η νάρκη: Υπόθεση Γοργοπόταμος (Εντός, 2000), έχει δείξει την ικανότητά του να ερευνά σε αρχεία εφημερίδων –σε συνδυασμό με την αναζήτηση και την «ανάκριση» μαρτύρων–, ιστορικά γεγονότα και να τα παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό με γλαφυρό τρόπο, συμβάλλοντας έτσι στην ιστοριογραφία. Όπως, όμως, τονίζει στον πρόλογο του πρόσφατου βιβλίου του Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, τα τριάντα άρθρα του που περιέχονται σε αυτό αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής και όχι ιστορικής έρευνας, επομένως δεν επιδιώκουν να υποδυθούν την ιστορική (ή ιστοριογραφική) μελέτη.
Αυτά τα τριάντα άρθρα-κείμενα αναφέρονται σε ισάριθμα περιστατικά της νεοελληνικής ιστορίας από το 1802 έως το 1976 που στην εποχή τους απασχόλησαν την κοινή γνώμη και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά στην πορεία του χρόνου τα περισσότερα μπήκαν σε δεύτερη μοίρα από πλευράς ενδιαφέροντος. Το πρώτο άρθρο αφορά την υπόθεση του λόρδου Έλγιν και του ναυαγίου του πλοίου Μέντωρ που βυθίστηκε στη θάλασσα το 1802, ενώ τα τελευταία αναφέρονται στο λεγόμενο «πραξικόπημα της πιτζάμας», που έλαβε χώρα στην Αθήνα το 1975 και στρεφόταν κατά της κυβέρνησης Καραμανλή, και την υπόθεση του «νερού του Καματερού», νερού από τη νησί της Κω που υποτίθεται πως θεράπευε τον καρκίνο το 1976.
Ωστόσο, ανάμεσα στα υπόλοιπα άρθρα συγκαταλέγονται αρκετά που έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον σημερινό αναγνώστη: ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, ακόμα και καλλιτεχνικό. Τέτοια είναι η υπόθεση Καρφιωτάκη, μια άγνωστη πολιτική δολοφονία που διαπράχτηκε τον Αύγουστο του 1850 στο κέντρο της μικρής τότε Αθήνας. Όταν ο εκ Μάνης Νικόλαος Καρφιωτάκης, υπουργός Εκκλησιαστικών της κυβέρνησης του Αντώνιου Κριεζή, πυροβολήθηκε κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Η δολοφονία αναστάτωσε την πόλη, ο βασιλιάς Όθων ενδιαφέρθηκε για την υπόθεση και οι ανακρίσεις έδειξαν τους Μαυρομιχαλαίους της Μάνης, οι οποίοι είχαν πληρώσει έναν επαγγελματία δολοφόνο, κάποιον Ζυγούρη. Το δικαστήριο καταδίκασε τον δράστη σε θάνατο στη λαιμητόμο στην περιοχή του Θησείου παρουσία πλήθους κόσμου. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ο τρόπος της θανάτωσης: ο Ζυγούρης πρόβαλε αντίσταση στους δύο δημίους του κι εκείνοι τον κατέσφαξαν με τα μαχαίρια τους, προκαλώντας την οργή του κοινού.
Άλλο θέμα είναι η δολοφονία του Κάρολου Ογλ, βρετανού δημοσιογράφου, ανταποκριτή στην Ελλάδα, που σκοτώθηκε στη Μακρινίτσα του Πηλίου, ενώ κάλυπτε τα γεγονότα της επανάστασης κατά των Τούρκων στη Θεσσαλία το 1878. Το έγκλημα έγινε τον Μάρτιο του 1878 και δράστες ήταν Τούρκοι στρατιώτες. Με αφορμή αυτή την υπόθεση, ο Γιάννης Ράγκος μας θυμίζει πως μετά τον Ογλ δολοφονήθηκαν στην Ελλάδα κι άλλοι δημοσιογράφοι ή εκδότες. Ο Ανδρέας Καβαφάκης (1922), ο Κώστας Βιδάλης (1946), ο Τζορτζ Πολκ (1948), ο Τζώρτζης Αθανασιάδης (1983), ο Νίκος Μομφεράτος (1985), ο Παύλος Μπακογιάννης (1989) και ο Σωκράτης Γκιόλιας (2010).
Τρίτο ενδιαφέρον θέμα είναι η ατομική τρομοκρατία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Δολοφονικές ενέργειες κατά δημόσιων προσώπων είχαν πραγματοποιηθεί ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν λόγω της λαϊκής δυσαρέσκειας ο φοιτητής Δόσιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει τη βασίλισσα Αμαλία. Όπως αποδείχτηκε, ήταν ψυχοπαθής, αφού μπήκε σε φρενοκομείο όπου και πέθανε. Ωστόσο, η πολιτική τρομοκρατία άνθισε στην Ευρώπη προς το τέλος εκείνου του αιώνα εξαιτίας των οραμάτων και της δράσης των αναρχικών Μπακούνιν και Κροπότκιν: το 1881 δολοφονήθηκε ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ από την έκρηξη βόμβας που τοποθετήθηκε από μέλη μιας επαναστατική ομάδας. Στην Ελλάδα οι αναρχικοί εμφανίστηκαν κυρίως στην Πάτρα, όπου το 1886 ο σανδαλοποιός Μάτσαλης επιτέθηκε με μαχαίρι εναντίον του τραπεζίτη Φραγκόπουλου για να πάρει εκδίκηση για λογαριασμό της εργατικής τάξης. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1898. λίγους μήνες μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, δύο άντρες, ο Καρδίτσης κι ο Κυριακού, έστησαν καρτέρι στη βασιλική άμαξα που περνούσε από τη σημερινή λεωφόρο Συγγρού και πυροβόλησαν το βασιλιά Γεώργιο Α΄ και την κόρη του. Η απόπειρα απέτυχε, οι δύο δράστες που δεν ήταν αναρχικοί καταδικάστηκαν σε θάνατο και η ποινή εκτελέστηκε.
Τέταρτο, επίσης σπουδαίο θέμα είναι η δολοφονία του δημοσιογράφου Ανδρέα Καβαφάκη, που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1922 και ήταν συνέπεια του λεγόμενου Εθνικού Διχασμού, δηλαδή των πολιτικών παθών ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους βασιλικούς. Ο Καβαφάκης, ιδρυτής και διευθυντής της βενιζελικής εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος, δέχθηκε επίθεση με όπλα από τρεις άντρες στο σπίτι του στην Κυψέλη. Συνελήφθη μόνο ένας από τους δολοφόνους, ο οπωροπώλης Μαστραντώνης, αλλά οι ανακρίσεις δεν κατέληξαν πουθενά κι η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο, χωρίς να βρεθούν οι άλλοι δράστες και οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος.
Τούτο το εξαιρετικό βιβλίο περιέχει κι άλλα ενδιαφέροντα ρεπορτάζ για ιστορικά θέματα, εξίσου σημαντικά. Αναφέρουμε μόνο την υπόθεση μιας εγκληματικής συμμορίας στην Αθήνα του 1929 που την αποτελούσαν κάποιος Χριστοφιλέας κι η αδελφή του, που αποτελούσαν ένα ελληνικό δίδυμο αλά Μπόιντ και Κλάιντ, η υπόθεσης της Δωροθέας ντε Ροπ, ένα ερωτικό και κατασκοπικό θρίλερ στην Αθήνα του 1934, το ιστορικό ταξίδι του πλοίου Ματαρόα που τον Δεκέμβριο του 1945 απέπλευσε από τον Πειραιά για την Ιταλία με επιβάτες αριστερούς νέους που αργότερα διέπρεψαν στη Γαλλία, τη μεγάλη απόδραση αριστερών κρατουμένων από τις φυλακές των Βούρλων το 1955, την ανταρσία του αντιτορπιλικού Βέλος, υπό την ηγεσία του Νίκου Παππά, κορυφαία στιγμή αντιδικτατορικής δράσης το 1973, και το έγκλημα που έγινε σε χωριό της Ηπείρου το 1968 και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος το μετέφερε στον κινηματογράφο, δημιουργώντας την καλύτερη ταινία του, την Αναπαράσταση.
Όλα τα θέματα, αρκετά άγνωστα ή ξεχασμένα σήμερα, γεμάτα λεπτομέρειες, έχουν γραφτεί με δεξιοτεχνία από τον Γιάννη Ράγκο, ο οποίος προσπάθησε να φωτίσει κάθε τους πλευρά, επιτυγχάνοντας έναν δημοσιογραφικό-ερευνητικό άθλο.
info: Γιάννης Ράγκος, Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα-Ρεπορτάζ από την νεοελληνική προϊστορία, Polaris Εκδόσεις, 2016, σελ. 312, τιμή 10 ευρώ