του Γιάννη Ν.Μπασκόζου, Τέσσερα πεζογραφήματα που ξεχωρίζουν για τις ιδιαιτερότητες τους.
Γιάννης Πάσχος, Οι μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο, Περισπωμένη,2017
Διηγήματα ενιαίου ύφους και μιας κόκκινης κλωστής που τα κρατάει ενωμένα σε ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα είναι «Οι μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο» του Γιάννη Πάσχου. Ο Δον Ντομίνγκο είναι ο Δήμος από τα Ιωάννινα, ένας κοντός, χοντρός με πεταχτά, κατάμαυρα πυκνά μαλλιά, εξ ου και τα παρατσούκλια του Γιουβαρλάκι και Σκατζόχοιρος. Τα άλλα παρατσούκλια του ήταν Δον Ντομίνγκο από τον τενόρο Πλάθιντο Ντομίνγκο ή Μαρία από την Μαρία Κάλλας επειδή του άρεσε να τραγουδάει άριες από το μπαλκόνι του. Ήταν ντυμένος περίεργα σαν τσιρκολάνος, έλεγε φανταστικές ιστορίες για την καταγωγή του, και αφηγείτο γεγονότα ανύπαρκτα. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε αλλά άφησε πίσω του 21 πολυπρισματικές ιστορίες γεμάτες φαντασία, αόρατες δυνάμεις, μαγικές στιγμές, αλλόκοτα και ανεξήγητα γεγονότα, πραγματικότητες που δεν υπάρχουν πραγματικά. Ο Γιάννης Πάσχος έχει αφομοιώσει την παράδοση του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, το ευρωπαϊκό παράλογο ενός Ιονέσκο ή ενός Ιερώνυμου Μπος, την φαντασία ενός Ιουλίου Βερν, αλλά και την δικιά μας παράδοση του Εμπειρίκου και του Σαχτούρη. Το μότο του Αλμπέρ Καμύ που προτάσσει στη συλλογή του «Ούτε το πραγματικό είναι ολότελα λογικό ούτε το λογικό ολότελα πραγματικό», είναι ο κώδικας που ξεκλειδώνει τις ιστορίες του. Ο αναγνώστης δεν καλείται να τις καταλάβει, μετρώντας την όποια πραγματικότητα με αυτές, αλλά να τις νιώσει, να χαθεί μέσα στο λαβύρινθο της πολλαπλότητας των εικόνων του. Ταυτόχρονα θα χαθεί ανάμεσα στις ηπείρους, καθώς οι ιστορίες του ταξιδεύουν διαγωνίως, καθέτως και οριζοντίως σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, από τους βόρειους παγετώνες στις καυτές ερήμους και από εκεί στα τροπικά νησιά. Παράλληλα ο Γιάννης Πάσχος κάνει μια ορίζοντια τομή στην ευρωπαϊκή καλλιτεχνική παράδοση, λογοτεχνική, μουσική, εικαστική δοκιμάζοντας την αντοχή των υλικών μιας κουλτούρας που έφτασε στην κορυφή και νοιώθει σήμερα να βαριανασαίνει κάτω από το βάρος της ευτελούς μαζικής πολύ-κουλτούρας. Στο ακροτελεύτιο διήγημά του ο Δον Ντομίνγκο εξηγεί ότι το μεγαλύτερο μαρτύριο του ήταν όταν άρχισε να βλέπει τα λόγια των ανθρώπων, σταμάτησε να τα ακούσει κι άρχισε να τα βλέπει. Έκανε μια προσπάθεια να τα ξεπλύνει, να τα αποκαθάρει, να τους ξαναδώσει περιεχόμενο. Αλλά εις μάτην. Αισιοδοξεί όμως ότι, ίσως, όλα αρχίσουν από την αρχή. Διηγήματα αυτογνωσίας.
Ανδρέας Στάικος, Τα άτακτα κορίτσια, νουβέλες και διηγήματα, Άγρα,2017
Στο διήγημα με τίτλο «Η κατάρα της Γκαμιανί» ο Ανδρέας Στάικος δίνει το στίγμα των ερωτογραφικών διηγημάτων του. Είναι κείμενα που μπορούν να προκαλούν τις αισθήσεις χωρίς να καταφεύγουν σε ηδονοθηρικές λέξεις και σχετικές περιγραφές. Στο εν λόγω διήγημα ο αφηγητής θέλει να κάνει ένα σπάνιο δώρο σε ένα φίλο του, του χαρίζει μια παλιά έκδοση του βιβλίου «Η κατάρα της Γκαμιανί» του Α.Μυσέ, κι αυτός τρελαίνεται. Το ίδιο παθαίνει και η νεαρή υπάλληλος ζαχαροπλαστείου που λαμβάνει ένα αντίτυπο αυτού του βιβλίου, παρατάει την δουλειά της και εξοκείλει σε ερωτικά όργια. Η καταραμένη Γκιαμανί έχει καταραστεί όποιον την έχει γνωρίσει, αν και δεν υπάρχει ή ακριβώς επειδή δεν υπάρχει. Ο Ανδρέας Στάικος παρουσιάζει διηγήματα και νουβέλες όπου η γυναίκα είναι ένα άπιαστο όραμα ηδονής, συνυφασμένο με αποχρώσεις οίνου, γεύσεων και συναφών προκλήσεων. Οι ιστορίες του είναι ιστορίες αποπλάνησης, ανεκπλήρωτων ερώτων, καταστροφικών ερώτων, όπου ο ένας από τους εραστές καταλήγει σε σωφρονιστήριο ή ψυχιατρείο, γυναίκες που αποπνέουν τέτοια μεθυστική ηδονή που καταστρέφουν στο διάβα τους τους αποπλανημένους. Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα ελαφρώς πεπαλαιωμένη αναδύει μια ευαισθησία που ταιριάζει με την ανεπαίσθητη κομψότητα των ερωτικών σχέσεων που περιγράφει. Ο Α. Στάικος άλλοτε παρωδεί, ειρωνεύεται και άλλοτε παραδίδεται στο παιχνίδι της ηδονοθηρίας στο πρότυπο των ερωτικών μυθιστορημάτων του 17 και 18ου αιώνα, χαρίζοντας στον αναγνώστη παιγνιώδη κείμενα ερωτικής πανδαισίας.
Ελένη Στελλάτου, Το κόκκινο και το άσπρο, Πόλις
Δεκαοχτώ ιστορίες μινιμαλιστικού χαρακτήρα και πυκνών νοημάτων. Η συγγραφέας κόβει λεπτές φέτες λεμόνι και τις ρίχνει στο νερό. Μετά τις παρατηρεί, αυτά είναι τα διηγήματά της. Φέτες ζωής, λεπτές και όξινες, με μυρωδιά ζωής. Άνθρωποι συνήθως παραπεταμένοι, ανάπηροι με λίγη ζωή, αγιάτρευτοι άρρωστοι, ενοχικοί φυλακισμένοι, γυναίκες κουρασμένες που φυλάνε άρρωστες γριες, ευαίσθητοι σκουπιδιάρηδες και παιδιά αποκομμένα από την κλασική παιδική ζωή, με όνειρα και χωρίς όνειρα. Και πάνω από όλα εικόνες. Η συγγραφέας παρατηρεί τις εικόνες ζωής, τις κόβει σε παζλ, τις αναλύει όπως μια αχτίδα φωτός διαθλάται στο γυαλί, τις κλείνει σε μικρές φυσαλίδες και τις αφήνει ξαφνικά στο χαρτί. Μικρό δείγμα: «Κυλάει ανάμεσά τους σχεδόν αθέατη όπως ένα ρεύμα αέρα. Κόσμος πολύς, η παραλία βουλιάζει. Η παλίρροια των ήχων έχει ανέβει από ώρα, τα κύματα της μουσικής που φτάνει από τα μαγαζιά μέχρι έξω, οι φωνές κάτω από τα ντους, τα βήματα που κροταλίζουν στα βότσαλα, οι σαγιονάρες που σέρνονται με θόρυβο». Η εικόνα συνεχίζεται με το όνειρο μιας κοπέλας που βουτάει στη θάλασσα και αγγίζει με το χέρι της, σα χάδι, τον πυθμένα. Ένα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό, μόνο που η κοπέλα κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι. Όλα σε μιάμιση σελίδα. Εικόνες αισθημάτων. Οι πιο πολλές ιστορίες στηρίζονται σε παρατηρήσεις της καθημερινότητας, στις λεπτομέρειες, τις οποίες προσπερνούμε αλλά υπάρχουν μέσα μας και ενίοτε μας καθορίζουν.
Δημήτρης Καρακίτσος, Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε, Ποταμός
Ο Δημήτρης Καρακίτσος δοκιμάζεται σε πολλά είδη ιστοριών. Εμπνέεται από το μυθολογικό παρελθόν στο «Βένουσμπεργκ» ή από τις λαικές φυλλάδες στους «Παλαιστές» και τώρα από ένα νησί, την Κέρκυρα για να στήσει κάθε φορά τις δικές του ιστορίες. Αυτό το «στήσιμο» είναι κάθε φορά διαφορετικό. Συνήθως αναμιγνύει διαφορετικά είδη, ύφη και αισθητικά εργαλεία για να δώσει ένα, ας το πούμε, μεταμοντέρνο αφήγημα. Στο παρόν βιβλίο Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε υπάρχουν μεγάλα και μικρά διηγήματα, γραμμένα με οικονομία σε μια φόρμα συμβατής αφήγησης. Όμως η κάθε ιστορία διαθέτει τον δικό της χωροχρόνο (που εκτείνεται σε βάθος και εύρος), τη δική της θεματολογία, άλλοτε υπερβατική, άλλοτε μυθολογική, κάποτε ρεαλιστική, μερικές φορές αφαιρετική ΄που μπορεί να κινείται στον χώρο του υπερβατού ή στο πραγματικό σήμερα. Δεκάδες πρόσωπα και χαρακτήρες παρελαύνουν από τις σελίδες του συγγραφέα, από τον ποιητή Μπόρχες και τον συνθέτη Ντάριους Μιγιώ έως τους όχι πολύ γνωστούς φυσικούς επιστήμονες Φράνκο Ρασέτι, Έτορε Μαγιοράνα με την ανάκληση πάντα μυθολογικών ή αρχαίων προσώπων, καθώς και λαϊκών δοξασιών. Και αν όλα αυτά μοιάζουν ελαφρώς ατάκτως ερριμμένα εντούτοις αποτελούν τον στέρεο καμβά των ιστοριών του Δ.Καρακίτσου, καθώς καταφέρνει να απογειώσει τα υλικά του συνθέτοντάς τα στο δικό του ύφος.