Γ.Μαρής- Ζ.Σιμενόν: Μια συνάντηση (της Έλενας Χουζούρη)

0
566

Η Έλενα Χουζούρη σκιαγραφεί ομοιότητες και διαφορές σε δύο πρόσφατα εκδοθέντα βιβλία των Γιάννη Μαρή και Ζωρζ Σιμενόν.

«Το τέλος του δρόμου» του Γιάννη Μαρή θα δημοσιευτεί σε 52 συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις, στην οποία ο συγγραφέας επί πολλά χρόνια εργαζόταν ως δημοσιογράφος, με εικονογράφηση του Μ. Γάλλια, θα επανεμφανισθεί ως νουβέλα το 1961 με τον τίτλο Μαρίνα, αλλά με την οριστική της μορφή ως μυθιστόρημα  πλέον, θα κυκλοφορήσει μόλις το 2016, από τις, πιστές στον πατέρα του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος, εκδόσεις ΑΓΡΑ, με προλογικό σημείωμα του Ανδρέα Αποστολίδη.

Οι ίδιες εκδόσεις, πιστές, εξίσου, προς τον μετρ του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος και όχι μόνον, Georges Simenon,  εξέδοσαν  επίσης το 2016, το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Μπέττυ,  σε εξαιρετική, όπως κάθε φορά, μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ, και με ένα οξυδερκές επίμετρο του Γάλλου κριτικού Marcel Aume.

Τέσσερα μόλις χρόνια χωρίζουν την πρώτη δημοσίευση των  δύο μυθιστορημάτων: 1957, οι συνέχειες στην Ακρόπολι του «Τέλος του δρόμου», 1961, η γαλλική έκδοση της Μπέττυ. Και τα δύο μυθιστορήματα δεν είναι αστυνομικά,  ανήκουν στα λεγόμενα κοινωνικά [«σκληρά» κατά τον Γάλλο συγγραφέα] που  έχουν γράψει, λιγότερα ο Μαρής, πολλά ο Simenon. Και στα δύο μυθιστορήματα ηρωίδες είναι γυναίκες. Η Ελένη-Μαρίνα στον Μαρή, η Μπέττυ στον Simenon. Έχουν κοινά στοιχεία οι δύο ηρωίδες; Πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν τα δύο μυθιστορήματα; Το κοινωνικά δεδομένα και οι αντιλήψεις που επικρατούν στις δύο χώρες, στο μεταίχμιο των δεκαετιών 1950-1960, επηρεάζουν  την οπτική των ώριμων, ηλικιακά,  συγγραφέων; O Mαρής είναι ήδη σαραντάρης και ο Γάλλος ομότεχνός του έχει περάσει τα πενήντα.

Στο «Τέλος του δρόμου» ο Μαρής επικεντρώνεται  στην αναπάντεχη και μοιραία συνάντηση ενός μοναχικού, ώριμου και ευκατάστατου άντρα, με μια, εξωτικής ομορφιάς, νεαρή, κάπου στην Εκάλη,  όπου και το σπίτι του, κάποια χαράματα, μετά από μια θορυβώδη γιορτή πλουσίων της Αθήνας. Μοιραία, διότι ο ώριμος άντρας θα  ερωτευτεί την ωραία νεαρά, πλην όμως η, μικρής διαρκείας, σχέση που, μετ’ εμποδίων, συνάπτει μαζί της, δεν έχει αίσιο τέλος. Οι, σχεδόν πάντα καταστροφικές, σχέσεις ωρίμων, ευκατάστατων αντρών με διαβολικές, ως επί το πλείστον, νεαρές υπάρξεις δεν είναι κάτι ασυνήθιστο στα αστυνομικά, τουλάχιστον, μυθιστορήματα του Έλληνα συγγραφέα. Υπάρχει κάποια διαφοροποίηση στο «Τέλος του δρόμου»; Ναι, ως προς το ότι αυτήν τη φορά ο Μαρής δεν είναι τόσο άτεγκτος στην αυστηρότητά του. Αντιμετωπίζει την Ελένη-Μαρίνα του με σχετική συμπάθεια, αποδίδοντάς της, περισσότερο, τον ρόλο του θύματος. Τονίζω όμως το «σχετική», γιατί δεν είναι λίγες οι προσωπικές ευθύνες που της επισυνάπτει για τις επιλογές της, οι οποίες κατά τον συγγραφέα, πηγάζουν  από τον ευάλωτο, ασταθή και επιρρεπή στην πλούσια ζωή, χαρακτήρα της. Ένας γυναικείος τύπος που, κατά τον Μαρή, συναντάται στους μεγαλοαστικούς  αθηναικούς κύκλους της εποχής του, τους οποίους κυριολεκτικά απεχθάνεται. Στο «Τέλος του δρόμου» ο Μαρής ξεσπαθώνει. Τους ακολουθεί -και παρακολουθεί- σε όλα τους τα τότε στέκια: Στην Εκάλη, στις βίλλες τους, στα κοσμικά  Αστέρια της Γλυφάδας, στα φημισμένα καφέ της εποχής, Μπραζίλ. Λουμίδη, Ζόναρ’ς, στα θορυβώδη πάρτυ τους. Για τον Μαρή, η φθορά, η ανία, η κενότητα, η υποκρισία, οι ψεύτικες, ωφελιμιστικές σχέσεις, επικρατούν σ’ αυτούς τους μεγαλοαστικούς κύκλους. Στο στόχαστρο βάζει και τους καλλιτέχνες και τους ποιητές που τυχαίνει να συγχρωτίζονται με τους μεγαλοαστούς ή να συχνάζουν στα καφέ που ήδη αναφερα. Αυτούς τους ειρωνεύεται και τους αμφισβητεί έντονα. Γεγονός που προκαλεί έκπληξη διότι είναι γνωστό ότι στο Μπραζίλ τουλάχιστον αλλά και στου Λουμίδη την δεκαετία του 1950 σύχναζαν σπουδαίοι ποιητές και καλλιτέχνες. Η συλλήβδην απαξιωτική αντιμετώπισή τους από τον Γιάννη Μαρή δημιουργεί ερωτηματικά, με κυρίαρχο τα ιδεολογικά του πιστεύω, τα οποία, λόγω εποχής, διοχετεύονται εμμέσως στα, σαφώς  κατηγοριοποιημένα κοινωνικά, μυθιστορήματά του. Σχεδόν εξίσου απαξιωτικά – συντηρητικό θα τον χαρακτηρίζαμε σήμερα – αντιμετωπίζει και οτιδήποτε  καινοφανές, ως προς τα ήθη της μεταπολεμικής  ελληνικής κοινωνίας,  προερχόμενο από την  Δύση, υιοθετεί η νεολαία- μεγαλοαστικής προέλευσης πάντα- από το ροκ εν ρολ έως τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ελευθερία στις κοινωνικές η ερωτικές σχέσεις. Γενικότερα, οτιδήποτε ξεφεύγει από τις  ισχύουσες, συντηρητικές,  κοινωνικές συμβάσεις που χαρακτηρίζουν, κυρίως, τα μικροαστικά  και λαικά στρώματα ο Μαρής τα καυτηριάζει. Σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθετεί και την ηρωίδα του αλλά και τις υπόλοιπες γυναίκες που την πλαισιώνουν. Και τι κάνουν όλες αυτές οι κυρίες της καλής αθηναικής κοινωνίας; Πώς ζουν; Τι κάνει η Ελένη-Μαρίνα; Πώς ζει; Τόσο αυτή όσο και οι άλλες μεγαλοαστές γυναίκες που συναντούμε στις σελίδες στο «Τέλος του δρόμου» δεν εργάζονται. Τις συντηρεί κάποιος άντρας. Είτε ως σύζυγος, είτε ως εραστής. Όσες εργάζονται ανήκουν στα λαικά στρώματα, και ή είναι υπηρέτριες ή ξενοδουλεύουν. Οι περισσότερες ηρωίδες του Μαρή είναι πολύ νέες, όπως η Ελένη Σγουρού, άρα και πιο «εμπορεύσιμες», ή αρκούντως νέες, στα σαράντα έχουν αρχίσει να αποσύρονται, ή έχουν ήδη αποσυρθεί. Γενικότερα, η αξία όλων υπολογίζεται ανάλογα  με την ομορφιά τους ή το σφιχτοδεμένο κορμί τους. Μεταξύ τους δεν  υπάρχει πραγματική φιλία ή αλληλεγγύη.  Από την άλλη, οι άντρες είναι οι περισσότεροι, ώριμοι και ευκατάστατοι, ενώ οι νεώτεροι, συνήθως όχι εύποροι, αναλαμβάνουν τον ρόλο του «ζιγκολό»,  διότι, κατά τον Μαρή, μόνον έτσι μπορεί να υφίσταται  μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη γυναίκα και έναν νεώτερο άντρα.

Στην προκειμένη περίπτωση η Ελένη-Μαρίνα επιλέγει να ζει σε βάρος κάποιου ευκατάστατου κυρίου, χωρίς να την έχει ωθήσει προς τα εκεί μια ιδιαίτερα φτωχική καταγωγή. Δηλαδή  διατηρεί και κάποια προσωπική ελευθερία στις επιλογές της. Της έχει απομείνει και κάποιος ρομαντισμός, σύμφωνα με τον Μαρή, κι έτσι ερωτεύεται κι αυτή τον ώριμο και μοναχικό γιατρό. Όμως, το στίγμα της «κοκότας πολυτελείας» και η μέχρι τότε «ελευθεριάζουσα» συμπεριφορά της, δεν αφήνουν περιθώρια ώστε να γίνει αποδεκτός ο καινούργιος ρόλος της, ως νόμιμης πια κυρίας και ισότιμης με τις άλλες του «καλού κόσμου». Η Ελένη-Μαρίνα, δεν το αντέχει και  επιστρέφει στον προηγούμενο ρόλο της. Επιλογή, την οποία ο Μαρής, χρεώνει και στον κοινωνικό μεγαλοαστικό, υποκριτικό, περίγυρο αλλά και στην ίδια την ηρωίδα του που αδυνατεί, λόγω χαρακτήρα, να επιβιώσει έξω από αυτόν. Τελικά η  Ελένη-Μαρίνα επιλέγει  την «ελευθεριάζουσα» ζωή.

Αντίθετα από τον Έλληνα συνάδελφό του, ο Simenon σπάνια θέτει στο στόχαστρο την μεγαλοαστική τάξη. Εκείνον τον ενδιαφέρουν τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα και προπαντός της γαλλικής επαρχίας. Μ’ έναν τρόπο όμως αμφίσημο και αμφιλεγόμενο τις περισσότερες φορές και πάντως όχι με την καθαρότητα και αυστηρότητα του Μαρή. Στην «Μπέττυ» το φόντο δεν είναι η γαλλική επαρχία αλλά η γαλλική πρωτεύουσα, το Παρίσι. Και μάλιστα, το νυχτερινό. Και σίγουρα όχι το κοσμικό. Στην «Μπέττυ» το Παρίσι, από Πόλη του Φωτός, μετατρέπεται σε πόλη του ημίφωτος. Δρόμοι νυχτερινοί, θαμποί, υγροί –βρέχει συνεχώς- ατμόσφαιρα κλειστοφοβική, περιγράμματα ασαφή, που διαθλώνται και διαλύονται μέσα στην νυχτερινή ομίχλη. Σ’ αυτούς ακριβώς τους δρόμους, κυκλοφορεί η Μπέττυ. Το ίδιο ασαφής, ταλαντευόμενη, μεταιχμιακή. Η οποία καταλήγει σ’ ένα παρακμιακό, ημιφωτισμένο μπαρ, που ονομάζεται, καθόλου τυχαία, «Τρύπα». Εκεί μέσα η Μπέττυ πετάει τον εαυτό της σαν απόρριμμα. Εκεί μέσα συχνάζουν άνθρωποι, άντρες κυρίως, με παρεκκλίνουσες ιστορίες και συμπεριφορές. Τελειωμένοι. Που πίνουν μέχρι τελικής πτώσεως. Ποιά είναι όμως η Μπέτυ; Και πώς φτάνει  στην «Τρύπα»;  Η Μπέττυ, όπως και η Ελένη του Μαρή, είναι ανεπάγγελτη. Έως πρότινος, ζούσε στο σπίτι του εύπορου άνδρα της, με τα δυο παιδιά της. Εικόνα οικεία και στον Μαρή. Η Μπέττυ είναι καταθλιπιτκή, αυτοκαταστροφική, αιωρούμενη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Εκείνον της ευμάρειας, του καθωσπρεπισμού, των κοινωνικών συμβάσεων, των αυστηρών συζυγικών και οικογενειακών κανόνων, χωρίς, ωστόσο, ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο, και σ’ εκείνον, τον μη αποδεκτό κοινωνικά, τον παρεκκλίνοντα από την καθεστηκυία τάξη, αλλά πιο ουσιαστικό για την ηρωίδα του Simenon. Εξίσου ευμετάβολη και αυτοκαταστροφική είναι και η Ελένη-Μαρίνα του Μαρή. Και οι δύο ηρωίδες αναζητούν κάτι που δεν το βρίσκουν. Αισθάνονται ότι δεν αξίζουν σε όσα τους προσφέρουν. Της Ελένης, ο γιατρός Δαλέζιος, της Μπέττυ ο σύζυγός της. Έχουν και οι δύο την αίσθηση ότι είναι βρώμικες. Κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να το αποδείξουν. Η Μπέττυ μάλιστα φτάνει την πρόκληση πέραν των ορίων, με το να φέρει στην συζυγική εστία τον εραστή της, να τινάξει έτσι την, έστω φαινομενική, οικογενειακή αρμονία,  να εκδιωχθεί κακήν κακώς , να αποστερηθεί τα παιδιά της και να βρεθεί να περιφέρεται στους ημιφωτισμένους, υγρούς, βρώμικους και κακόφημους, παρισινούς δρόμους, έως ότου, πλήρως καταρρακωμένη και διαλυμένη, να καταλήξει στην «Τρύπα». [παραπομπή σε καταφύγιο, κρησφύγετο ή και τάφο;]. Εξίσου προκλητικά φέρεται και η ηρωίδα του Μαρή. Τόσο για την Ελένη όσο και για την Μπέττυ καιροφυλακτεί ένα κακό.  Στην Ελένη, το κακό προέρχεται  από την μεγαλοαστική και σαθρή τάξη, στο οποίο όμως αυτή υποτάσσεται, διότι κυοφορεί και η ίδια  σπόρους από το  κακό. Αντίθετα στην Μπέττυ ο Simenon δεν βλέπει παρά μια ανθρώπινη πλευρά. Ως εκ τούτου, δεν  κρίνει  την συμπεριφορά της Μπέττυ, απλώς την παρακολουθεί και την καταγράφει. Με όλες τις αντιφάσεις της. Στον Γάλλο συγγραφέα η ηθική δεν παίζει κανένα ρόλο σε ό,τι κάνει η δεν κάνει η ηρωίδα του. Στον Έλληνα ομότεχνό του σαφώς παίζει. Ο Μαρής,  παρά το ότι προσπαθεί να μην φαίνεται ότι κρίνει, δεν το αποφεύγει. Κρίνει, κατακρίνει και καταγγέλλει. Αν και με την Ελένη του εμφανίζεται λιγότερο αυστηρός. Πιο ανθρώπινος. Και οι δύο ηρωίδες είναι ειλικρινείς. Δεν θέλουν να κρύβουν ούτε τις πράξεις τους, ούτε τις διαθέσεις τους. Και οι δύο δείχνουν την πολυπλοκότητα του γυναικείου χαρακτήρα τους. Στον αντίποδα, οι άντρες  προσπαθούν να τις διαχειριστούν, χωρίς πάντα να τα καταφέρνουν, κάποιες φορές αμήχανοι, άλλες  μπερδεμένοι ή και  εγκλωβισμένοι σε κοινωνικά [σεξιστικά τα ονομάζουν σήμερα] κλισέ.  Λόγου χάριν,  ο ερωτευμένος με την Ελένη, Δαλέζιος αδυνατεί  να την ακούσει και πολύ περισσότερο να την κατανοήσει και ο σύζυγος της Μπέττυ αρνείται να μάθει για την προηγούμενη ζωή της.  Και οι δύο δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τον πολύπλοκο ψυχισμό τους. Η εικόνα που έχουν γι’ αυτές δεν είναι η πραγματική. Τις θέλουν όπως εκείνοι τις έχουν φανταστεί και ερωτευτεί.  Έτσι, οι δράσεις και «αποδράσεις» των δύο ηρωίδων υπερβαίνουν την λογική τους. Θα τολμούσα να ισχυριστώ, κλείνοντας  αυτό το σημείωμα, ότι η μεν Μπέττυ φέρνει μαζί της ένα αεράκι- τηρουμένων των αναλογιών-   από την Μαντάμ Μποβαρύ,   η δε Ελένη-Μαρίνα και ο περίγυρός της από την Νανά του Ζολά. Θα τολμούσα επίσης να πιθανολογήσω ότι η μετέπειτα  Ωραία της Ημέρας άντλησε ιδέες και από την, κατά Simenon, Μπέττυ. Υποθέσεις, φυσικά. Όπως και να έχει, και τα δύο μυθιστορήματα χαρίζουν, εκτός των άλλων, υψηλή αναγνωστική απόλαυση. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό!

 

INFO: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΗΣ:ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ [εκδ. ΑΓΡΑ]

GEORGES SIMENON: ΜΠΕΤΥ μετ: ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΚΑΡΩΦ [εκδ. ΑΓΡΑ]

Προηγούμενο άρθροΟι γυναίκες του Γιάννη Μαρή
Επόμενο άρθροΥπέροχος κόσμος: ειρωνικό ή αληθινό; (της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ