Γ.Μανέτας:Ένας ακόμα Homo Ludens (της Βίκυς Θεοδωροπούλου)

0
691

 

 

         Βίκυ Θεοδωροπούλου

Σάββατο 11.11.2017 στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες, ανοίξαμε την κουβέντα για το Μυθιστόρημα του Γιάννη Μανέτα, Τη Νύχτα που αγκάλιασε το Gingko biloba, Εκδόσεις Αιώρα, Νοέμβριος 2017. Για το βιβλίο μίλησαν ο Αναστάσης Βιστωνίτης, ο Γιώργος Καραμπουρνιώτης και η αφεντιά μου, αφού είπαμε δυο λόγια για τον συγγραφέα του και εμάς. Για όσους δεν ήταν μαζί μας, ιδού η δική μου άποψη για το πρώτο μυθιστόρημα του αγαπητού μας Γιάννη Μανέτα.

[..] Και αφήνω εμάς για να περάσω στον Φώτη Καραδήμο, τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος, το οποίο μου φαίνεται πως είναι το πρώτο Ακαδημαϊκό Μυθιστόρημα στην ελληνική Λογοτεχνία; Τροφή για σκέψη είναι αυτή μου η ερώτηση παρά βεβαιότητα αν και για να είμαι ειλικρινής, για να επιβεβαιώσω τη σκέψη μου έψαξα λίγο στη βιβλιογραφία και δεν βρήκα παρά αυτό που γνώριζα, δηλαδή τη σειρά των αστυνομικών ακαδημαΪκών μυθιστορημάτων του καθηγητή του ΑΠΘ Πέτρου Μαρτινίδη.

Εν πάσει περιπτώσει, αν δεν είναι το πρώτο, αυτό το μυθιστόρημα είναι στα σίγουρα ένα Ακαδημαϊκό Μυθιστόρημα, ένα campus novel όπως διεθνώς έχει επικρατήσει να προτιμούμε να αποκαλούμε τα academic novels δηλαδή τα μυθιστορήματα εκείνα που η κυρίως δράση τους αναπτύσσεται μέσα και γύρω από τη ζωή στα Πανεπιστήμια. Είναι ένα νέο μυθιστορηματικό είδος, νέο βεβαίως συγκρίνοντάς το με τη γέννηση του μυθιστορήματος, και τα πρώτα campus novels δημοσιεύονται στη δεκαετία του ’50.

Σπουδαίοι συγγραφείς συγκαταλέγονται ανάμεσα σε εκείνους που έχουν γράψει ακαδημαϊκά μυθιστορήματα και ανάμεσά τους βρίσκουμε τον Vladimir Nabokov με το, Ο Αξιοπρεπής κύριος Πνίν, τον Don Delillo με το, Ο Λευκός Θόρυβος, τον John Barth με το Giles Goat-boy το οποίο νομίζω δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και πάρα πολλούς άλλους, με τον David Lodge να θεωρείται ο Master του είδους.

Έχουμε λοιπόν ένα ακαδημαΪκό μυθιστόρημα το οποίο πρώτα απ’ όλα κατά τη γνώμη μου, το χαρακτηρίζει ένα διαρκές, έντονο και με μεγάλη επιδεξιότητα κεντημένο σασπενς. Τέτοια επιδεξιότητα που πραγματικά, όταν έφτασα εκεί προς το τέλος της κορύφωσης, νόμιζα, και με πήρε και με σήκωσε άλλη μία απροειδοποίητη ανατροπή, μου πέρασε από το μυαλό μια τρεχάτη σκέψη, πως δηλαδή ο συγγραφέας αυτού του μυθιστορήματος έχει κρυμμένα στο συρτάρι του μερικά ακόμα από τα οποία απλώς διάλεξε αυτό για να το δημοσιεύσει φέτος.

Δεν ρωτάω, γιατί δεν μου αρέσει να πιέζω συγγραφείς να αποκαλύψουν πτυχές της προσωπικής τους μυθοπλασίας, απλώς εξωτερικεύω τις σκέψεις του αναγνώστη. Εξ άλλου υπάρχει και το χάρισμα της συγγραφής το οποίο δεν απαιτεί προϋπηρεσία.

Έχουμε επίσης στα χέρια μας ένα μυθιστόρημα του οποίου η γραφή χαρακτηρίζεται από το χιούμορ. Και γλυκό και γλυκόπικρο και καυστικό ως την τελευταία του σελίδα, και έχω διαλέξει ένα μόνο χιουμοριστικό απόσπασμα το οποίο επιθυμώ πολύ να σας το διαβάσω σήμερα.

Είναι από τη σελίδα 54 του βιβλίου και αυτό σημαίνει κάπου στην αρχή της ιστορίας του Φώτη Καραδήμου ο οποίος, τη μια στιγμή βρίσκεται έκθαμβος ανάμεσα στο φοιτητικό ακροατήριο να αντικρίζει με τα εσωτερικά του μάτια το φυτό Gingo biloba σε αρχαία Κρητιδικά δάση και την επόμενη στιγμή αναγκάζεται να πάρει την απόφαση να αφήσει περιπετειωδώς την Ελλάδα των συνταγματαρχών για να βρεθεί στη Σουηδία.

Το απόσπασμα που θα σας διαβάσω, είναι από τη στιγμή που η Γκουντρούν, η γραμματέας του καθηγητή του Πανεπιστήμιου της Στοκχόλμης, Κρίστερ Γιόχανσον θα πάρει από το χέρι τον νεαρό και ταλαιπωρημένο από το ταξίδι του Φώτη για να τον οδηγήσει στο γραφείο του καθηγητή όπου και θα συναντηθούν για πρώτη φορά οι δυο τους.

Τη λέξη «Κρητιδικά», τον όρο «κρητιδικά δάση» που συνάντησα στο μυθιστόρημα και τον ανέφερα προηγουμένως και υποθέτω πως στους περισσότερους από εμάς είναι άγνωστος, τον ανέφερα γιατί με ένα μικρό ψάξιμο που έκανα για να μάθω τη σημασία του βρέθηκα μπροστά σε ένα πάμπλουτο λεξικολογικό σύμπαν παντελώς άγνωστο σε εμένα και μάλλον στους περισσότερους από εμάς. (Κρητιδική έμαθα πως, σύμφωνα με τη γεωλογική χρονολογική κλίμακα, ονομάζεται η περίοδος η οποία ανήκει στον μεσοζωϊκό αιώνα!;)

Και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα για άλλη μια φορά αυτό που γενικά και αόριστα λέμε για έναν συγγραφέα του οποίου το γνωστικό αντικείμενο της πολυετούς επαγγελματικής του ενασχόλησης είναι σχεδόν μία terra incognita για εμάς τους πολλούς, «έγραψε ένα βιβλίο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό», εκείνη τη στιγμή πέρασε σημειωτόν αυτή τη φορά μία άλλη σκέψη από το μυαλό μου, για το πόσο βαθύτατη και ειλικρινή πρόθεση επικοινωνίας με τον αναγνώστη μέσω του κειμένου, του μυθοπλαστικού στην περίπτωσή μας, κρύβει η, εκ μέρους του συγγραφέα, συστηματική αποφυγή του οικείου του λεξικογραφικού σύμπαντος.

Και αυτό συμβαίνει σε αυτό το μυθιστόρημα στο οποίο ο Φώτης Καραδήμος, αν και καθηγητής που μπαινοβγαίνει στα αμφιθέατρα και τα βιολογικά ερευνητικά εργαστήρια στη διάρκεια της ζωής του ολόκληρης, εκφράζει μεν με σταράτα λόγια και με ένα αναμφισβήτητα πλούσιο λεξιλόγιο τις σκέψεις του για τα πανεπιστημιακά – σχέσεις και δράσεις – περιγράφει έρωτες, ίντριγκες και καταστάσεις, και εκθέτει τις υπαρξιακές του αγωνίες και τους προβληματισμούς του για το εκπαιδευτικό σύστημα μετά λόγου γνώσης για τα θέματα τα οποία πραγματεύεται με άνεση ντόπιου κατοίκου στον τόπο του, εν τούτοις είναι ζήτημα εάν ο αναγνώστης θα συναντήσει τρεις ή τέσσερεις λέξεις ή όρους από το άγνωστο σε μας αλλά τόσο οικείο του λεξικογραφικό σύμπαν το οποίο είναι συγγενές με αυτό του συγγραφέα.

Και δεν το λέω αυτό για να τονίσω το εύληπτο του μυθοπλαστικού κειμένου, το λέω γιατί, ως συγγραφέας θα ήθελα να υπογραμμίσω τη δυσκολία του εγχειρήματος αποποιούμαι-το-οικείο-μου-λεξιλόγιο, θα ήθελα και να χειροκροτήσω τον συνάδελφο για την επιτυχή έκβαση αυτού του συγγραφικού στόχου και πιο πολύ απ’ όλα το λέω γιατί θα ήθελα στο σασπένς και το χιούμορ να προσθέσω αυτή τη διαπίστωση επειδή έχω το λόγο μου. Τον οποίο θα σας τον αποκαλύψω μόλις σας πω κάτι ακόμα για τον Φώτη.

Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει τον Φώτη Καραδήμο νομίζω πως είναι ο αυτοσαρκασμός. Και αυτό που κυρίως του λείπει είναι ο κομπασμός. Εύκολα θα μπορούσε να έχει μια πλευρά που έστω και κρυφά, εκεί στις ιδιωτικές του στιγμές, τις πανεπιστημιακές ή τις ερωτικές, θα αφηνόταν σε ένα κομψό Εγώ. Αλλά όχι, είναι εκνευριστικά ενίοτε ταπεινός και αυτοσαρκάζεται ανελέητα ως την τελευταία στιγμή με τρόπο τόσο άμμεσο που ο αναγνώστης μπαίνει στο παιχνίδι του συνομιλητή φίλου του που θα του απαντούσε, αν μπορούσε, ρε  παιδί, αλλά κάπως έτσι μόνο ο Αβλάμης ο κολλητός του φίλος και συνάδελφος πανεπιστημιακός μπορεί να του απαντάει.

Τη νύχτα που αγκάλιασε το Ginkgo biloba ο Φώτης Καραδήμος, εννοείται πως δεν θα σας την αποκαλύψω.

Θέλω όμως να αποκαλύψω, και προς τα εκεί προσπαθώ να μας οδηγήσω, ένα στοιχείο για το οποίο καλλιεργώ μία βεβαιότητα από τότε που, μέσα από το Τί θα έβλεπε η Αλίκη στη Χώρα των Φυτών, συνάντησα τον Γιάννη Μανέτα.

Το παιγνιώδες, ως χαρακτηριστικός τρόπος έκφρασης του συγγραφέα Γιάννη Μανέτα αλλά και το παιγνιώδες της προφορικής του αφήγησης στην οποία είχα την τύχη να βρεθώ παρούσα θεατής και ακροάτρια, τον κατατάσσουν πιστεύω στο ανθρώπινο εκείνο είδος το οποίο ο Johan Huizinga αποκαλεί Homo Ludens. Και είναι αυτό το είδος του ανθρώπου ο οποίος, πάνω στη γνώση του για θέματα και καταστάσεις, απλώνει την ευφάνταστη δημιουργικότητά του όπως κατά τον Ίταλο Καλβίνο απλώνεται η μαρμελάδα (φαντασία) πάνω σε μια φέτα ψωμί (γνώση), και έτσι δημιουργεί πολιτισμό!

Info: Γιάννη Μανέτας, Τη Νύχτα που αγκάλιασε το Gingko biloba, Εκδόσεις Αιώρα

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΔιαβάζοντας την Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά για νέους (της Ελένης Χοντολίδου)
Επόμενο άρθροΓια τον Γιώργο Κοζία (του Γιώργου Λίλλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ