Γ.Ιωάννου: Το έργο, οι διαμάχες

1
1266

 

Της Έλένας Χουζούρη.

 

Η  έκδοση των κριτικών κειμένων που γράφτηκαν για το έργο ενός συγγραφέα, μπορεί να συμβάλλει πολλαπλά στο πεδίο της φιλολογικής έρευνας και της λογοτεχνικής ιστορίας. Κυρίως, στο να καταδείξει την  διαδρομή του κρινόμενου συγγραφέα αλλά και την παράλληλη πορεία της κριτικής σκέψης και γλώσσας μέσα στο λογοτεχνικό σώμα των αντίστοιχων περιόδων. Όσον αφορά μάλιστα στο έργο των  τεθνεώτων  συγγραφέων  να συμβάλλει εκ νέου στην ενδυνάμωση –το δυνατόν- της  μνήμης των παλαιότερων αναγνωστών και στην πρόκληση της αναγνωστικής περιέργειας των νεότερων.   Έτσι το εγχείρημα του κυπριακού εκδοτικού οίκου «ΑΙΓΑΙΟΝ» να προχωρήσει στην έκδοση ήδη οκτώ τομιδίων με κριτικά κείμενα ισάριθμων ποιητών και πεζογράφων [επτά Ελλαδιτών και ενός Κυπρίου] με σχολιασμούς και ανθολογήσεις από έγκριτους μελετητές και δοκιμιογράφους κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικό.

Το ένατο τομίδιο που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα, περιλαμβάνει κριτικά κείμενα για το σύνολο έργο του Γιώργου Ιωάννου [1927-1985] τα οποία έχει ανθολογήσει ο εκ Θεσσαλονίκης Δημήτρης Κόκορης, ο οποίος έχει γράψει και την σχετική εισαγωγή. Ο ανθολόγος αφού περιτρέξει  συνοπτικά στο έργο του Γιώργου Ιωάννου, επισημαίνει ότι: «Η κριτική αντιμετώπισε τα έργα του Ιωάννου άλλοτε με ευμένεια, στηριγμένη σε ακριβείς και ευαίσθητες παρατηρήσεις, άλλοτε με πνεύμα πολύ θετικό αλλά γενικευτικό […..] και άλλοτε αρνητικά και αντιρρητικά». Η ανθολόγηση των κριτικών κειμένων για το έργο του Γιώργου Ιωάννου φαίνεται ότι ακολουθεί την πρόταση του Άρη Ν. Δρουκόπουλου όπως αυτή κατατίθεται στο βιβλίο του «Η υποδοχή του έργου από την κριτική», Γιώργος Ιωάννου, «Ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του» [Αθήνα, Ειρμός 1992] αλλά και την διευρύνει χρονολογικά.

Παρακολουθώντας λοιπόν την εκδοτική πορεία των έργων του Θεσσαλονικέα συγγραφέα παρακολουθούμε παράλληλα και την πορεία της κριτικής αντιμετώπισής του. Ωστόσο η κριτική υπερβαίνει αυτήν την πορεία διότι κριτικά κείμενα, μονογραφίες και μελέτες εξακολουθούν να γράφονται και να  δημοσιεύονται  και μετά τον θάνατο του Ιωάννου –οπότε και σταματά το έργο του- , με διευρυνόμενο μάλιστα το κριτικό και μελετητικό ενδιαφέρον από νεότερους μελετητές. Έτσι η πρώτη κριτική για την πρώτη –ποιητική- εμφάνιση του Γιώργου Ιωάννου με τη συλλογή «Ηλιοτρόπια» φέρει την ημερομηνία, 1954, και την βαρύνουσα, για τα τότε λογοτεχνικά μας πράγματα, υπογραφή του Κλέωνα Παράσχου. Με την κριτική αυτή – σαφώς ενθαρρυντική και ευνοϊκή για τον νεαρό ποιητή-  ανοίγει η ανθολόγηση των κριτικών κειμένων για τον Ιωάννου, η  οποία θα  διατρέξει την περίοδο 1954 -2013 για να κλείσει με μια …θεατρική κριτική: Του θεατρικού  κριτικού Σπύρου Παγιατάκη για την παράσταση  «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσομπανόσκυλα» των Bijoux de Kant, η οποία είχε βασιστεί σε κείμενα του Γιώργου Ιωάννου –ο τίτλος είναι στίχος ποιήματος από τη συλλογή «

Τα Χίλια Δέντρα» – και  είχε παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Ο Ιωάννου ως λογοτέχνης άφησε πίσω του ποίηση, πεζογραφία, θέατρο και μελέτες για ομοτέχνους του. Ως κλασικός φιλόλογος μετέφρασε  αρχαία κείμενα και ποίηση, ενώ επιμελήθηκε και εξέδωσε  συλλογές λαογραφικού περιεχομένου [δημοτικά τραγούδια, έργα για τον Καραγκιόζη κ.α]. Ο ανθολόγος έλαβε υπόψη του όλο το φάσμα του έργου του Ιωάννου και όχι μόνον το λογοτεχνικό. Έτσι οι κριτικές τις οποίες ανθολογεί δεν αφήνουν εκτός καμία απολύτως πτυχή αυτού του πολύπλευρου έργου.

Η  σύντομη, ως προς την παραγωγή της, ποιητική διαδρομή του Γιώργου Ιωάννου- δύο ποιητικές συλλογές ανάμεσα σε 1954 και 1963- εκπροσωπείται από τρία κριτικά κείμενα, τα οποία συνοδεύονται από ηχηρές υπογραφές: Κλέων Παράσχος [ 1954], Τάκης Σινόπουλος [ 1954], Ηλίας Πετρόπουλος  [1963]. Άπαντες μιλούν για μια ελπίδα ανάμεσα στους νεώτερους ποιητές, ο καθείς με διαφορετικό τρόπο γραφής, θερμοκρασίας και προσέγγισης. Πιο παραδοσιακά λυρικός, ο Παράσχος. Ήδη πιο αιρετικός, ο Πετρόπουλος. Στο ενδιάμεσο, ο Σινόπουλος, με πιο οργανωμένη κριτική γλώσσα.

Την αυλαία των κριτικών για τον πεζογράφο, μετά την έκδοση του «Για ένα φιλότιμο» [1964],  Γιώργο Ιωάννου, σηκώνει ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος μ’ ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1964 στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Καβάλας, το οποίο αναφέρει μεν ο ανθολόγος στην εισαγωγή του δεν τον ανθολογεί όμως. Ίσως γιατί το κείμενο αυτό συμπεριλαμβάνεται στον

συλλογικό τόμο «Με τον ρυθμό της ψυχής-Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου» [Κέδρος, 2006]. Αντίθετα η, σχεδόν δυσεύρετη και ελάχιστα γνωστή, κριτική του Γιώργου Δέλιου, εκ των πρωτεργατών, της μετά το 1930, δημιουργίας της  λογοτεχνικής σκηνής της Θεσσαλονίκης και  βετεράνου της λεγόμενης «Σχολής της Θεσσαλονίκης», εγκαινιάζει το κυρίως σώμα της ανθολογίας, το οποίο αφορά στην πεζογραφία του Ιωάννου. Στην αρκετά θερμή κριτική του Δέλιου, ανασύρουμε τον πυρήνα των παρατηρήσεων που θα συνοδέψουν βασικά τα πεζογραφήματα του «Για ένα φιλότιμο» αλλά και αρκετά από τα μεταγενέστερα έργα του, γεγονός που δείχνει την ευαισθησία και την οξυδέρκεια του συγγραφέα και κριτικού. Θα τολμούσα να ισχυριστώ μάλιστα ότι υπογείως ο Δέλιος ανακαλύπτει  τα νήματα που συνδέουν τον νεαρό πεζογράφο με την θεσσαλονικιώτικη παράδοση της νεωτερικότητας.  Ιδιαίτερα σημαντική, όχι μόνον για την φιλολογική έρευνα αλλά και για την ιστορία των ιδεών κυρίως στον χώρο της Αριστεράς, αλλά και γενικότερα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας  στη χώρα μας, κατά τις  κολοβές δεκαετίες 1950 και 1960, είναι η κριτική του στελέχους και διανοούμενου της Αριστεράς, Τάσου Βουρνά που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» στις 17 Ιουλίου 1965. Ο Βουρνάς, εμπνεόμενος από τον ανανεωτικό άνεμο που έπνεε  την εποχή εκείνη στους κόλπους της Αριστεράς και την  διαπάλη ανάμεσα στις ζντανοφικές περί  τέχνης αντιλήψεις και τις νεωτερικές, τολμά με ιδιαίτερα μάλιστα έντονο  τρόπο, να προχωρήσει σε μια γενναία  κριτική-αυτοκριτική την ονομάζει για ευνόητους λόγους- στο πώς έως τότε η Αριστερά αντιμετώπιζε τα έργα τέχνης. «Πρέπει να το πούμε κάποτε καθαρά» ξεκινά το κριτικό του σημείωμα, για να συνεχίσει: «Η κριτική απ’ τα Αριστερά, και ιδιαίτερα η παλιότερη, έχει βαριά τη συνείδησή της από πολλές αμαρτίες.[……] Ζημιώσαμε αφάνταστα  την τέχνη της Αριστεράς , επιβαρύνοντας την μέλλουσα ιστορία της λογοτεχνίας  μας, με το αχάριστο βάρος να διαγράφει ονόματα και τίτλους με ρυθμό αναθεώρησης εκλογικών καταλόγων». «Τα παραπάνω» τονίζει ο Τ.Βουρνάς «υπέχουν θέση αυτοκριτικής, όσον αφορά τον υπογράφοντα. Η ευθύνη μάλιστα είναι μεγαλύτερη απ’ όση φαίνεται από πρώτη ματιά, γιατί δεν έλειψε ούτε στιγμή η επίγνωση της ποιότητας, ενώ θυσιάστηκε απλόχερα στη χρησιμοθηρία». Πριν προχωρήσει στην κυρίως κριτική του για τα πρώτα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, ο Βουρνάς δράττεται της ευκαιρίας για να μας δώσει μιαν εικόνα του τι συνέβαινε την εποχή εκείνη τόσο στον χώρο της κριτικής γενικότερα όσο και της εκδοτικής  κίνησης  στην Ελλάδα. Έτσι όπως γράφει, στον σημερινό αναγνώστη, δίνει  την εντύπωση του…σκασμένου,  κάποιου που δεν αντέχει άλλο και θέλει να τα βγάλει από μέσα του! Η ευνοϊκή  κριτική του για το «Για ένα φιλότιμο» γίνεται σαφώς από αριστερή ματιά. Ο Βουρνάς εντοπίζει στον πρωτοεμφανιζόμενο Ιωάννου ένα μήνυμα βαθειά ουμανιστικό και βρίσκει συνδέσεις με το έργο του Παπαδιαμάντη –γεγονός που θα επιβεβαιώσει αργότερα και ο ίδιος ο συγγραφέας-. Επίσης του είναι πολύ δύσκολο να μην δει κοινωνικές αντανακλάσεις στα πεζογραφήματα του Ιωάννου και να μην επιστρατεύσει την σχετική ρητορική: «Εξομολόγηση αλλά όχι προσωπική. Ο Γιώργος Ιωάννου εξομολογείται για λογαριασμό μιας αχρείας κοινωνίας που κακοποιεί τους αδύνατους και καταπιεσμένους [μια μικρογραφία του Ντοστογιέφσκι]…». Ωστόσο πέρα από αυτά ο Βουρνάς σαφώς χαιρετίζει την καινούργια φωνή και τα καινούργια ρεύματα που αυτή εκπροσωπεί.

Ένα μικρό κριτικό σημείωμα με ιδιαίτερη όμως φιλολογική βαρύτητα για τα πρώτα πεζογραφήματα του Ιωάννου, που  πολύ ορθά ανθολογεί ο . Δ. Κόκορης, είναι του Μανώλη Αναγνωστάκη,  που είχε δημοσιευτεί στην  «Μακεδονική Ώρα» στις 12 Δεκεμβρίου 1966, με το ψευδώνυμο Δήμος Κρητικός. Ορθά επίσης ο ανθολόγος έχει επιλέξει και αρνητικές κριτικές για το έργο του Ιωάννου – αν και  δεν είχαν γραφεί  πολλές- αρχής γενομένης από εκείνη του Βάσου Βαρίκα για τα πεζογραφήματα του «Για ένα φιλότιμο». Διαβάζοντάς την σήμερα δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ακριβώς αρνητική. Επιφυλακτική θα μπορούσε περισσότερο να χαρακτηριστεί και εξαιρετικά συγκρατημένη. Μια υπόθεση εργασίας είναι ότι η ψυχοσύνθεση και η οπτική του  Ιωάννου δεν ταιριάζει στον αστό Βαρίκα, εκπρόσωπο μιας άλλης,  πιο κοσμοπολίτικης  γενιάς.

Πηδώντας από τη δεκαετία του 1960 σ εκείνη του 1970, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Ιωάννου θα δώσει το κυρίως έργο του, διαπιστώνει κανείς τις αλλαγές που επέρχονται τόσο στην κριτική σκέψη όσο και στην γλώσσα μέσα από τα σχήματα της οποίας αυτή εκφέρεται. Ακόμη αρχίζουν να διακρίνονται  οι διαφορετικές –στον ένα ή στον άλλο βαθμό- προσεγγίσεις μεταξύ  των ακραιφνώς  λογοτεχνών-κριτικών και των πανεπιστημιακών,-κριτικών προπαντός σε ό,τι αφορά την μεθοδολογία και την γλώσσα. Διαβάζουμε λόγου χάριν το εκτενές κριτικό σημείωμα του Γιώργου Δάλλα, ποιητή και πανεπιστημιακού δάσκαλου εκείνη την εποχή [1974] ο οποίος κάτω από τον υπότιτλο «Η αποκατάσταση του θέματος στην πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου» προχωρεί σε μία δομική ανατομία του έως τότε πεζογραφικού έργου του Θεσσαλονικέα συγγραφέα  χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά εργαλεία  νεώτερων κριτικών σχολών,  γεγονός που θα το συναντήσουμε σε μεγαλύτερη κλίμακα σε κείμενα  πανεπιστημιακών τις επόμενες δεκαετίες τα οποία ανθολογούνται στο εν λόγω τομίδιο π.χ Κεχαγιόγλου, Κοκόλης, Κωτόπουλος κ.λπ. Στο ενδιάμεσο αυτής της προσέγγισης μπορούν να τοποθετηθούν οι τέσσερεις επιφυλλίδες  του Δ.Ν Μαρωνίτη [στις  οποίες θα επανέλθω] και το κριτικό σημείωμα του   Παν. Μουλά που  υπερβαίνουν την κάπως ψυχρή φιλολογική δομική ανάλυση   καθώς  εμφορούνται από μια εσωτερική θερμοκρασία και προσωπική ποιητική α, στοιχεία που προσιδιάζουν περισσότερο στις προσεγγίσεις των λογοτεχνών-κριτικών. Εύγλωττο παράδειγμα αυτών των προσεγγίσεων ενδυναμωμένο ταυτόχρονα από  μια σπάνια οξυδέρκεια και κριτική διαύγεια είναι η κριτική του Αλέξανδρου Κοτζιά –ουσιαστικά εισήγηση του γνωστού συγγραφέα και κριτικού στην παρουσίαση του Γιώργου Ιωάννου στην «Γκαλερί Ώρα», στις 31 Μαρτίου 1977.

Επανέρχομαι τώρα στις  περίφημες  τέσσερεις επιφυλλίδες  του Δ.Ν Μαρωνίτη με τα οποία και εγκαινιάστηκε μια λογοτεχνική διαμάχη που διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου και την οποία  συναντούμε  εκ νέου, 36  χρόνια μετά, στα ανθολογημένα κείμενα του τόμου. Τι μπορούμε να παρατηρήσουμε σήμερα διαβάζοντάς τες εκ νέου και με την νηφαλιότητα της  απόστασης του χρόνου; Όσον αφορά   στη γλώσσα και τον τρόπο δόμησης της σκέψης του Δ.Ν Μαρωνίτη δεν μπορεί να μην υπογραμμιστεί η χρήση  έξοχων ελληνικών, η χυμώδης  έως και ποιητική  γλώσσα [πολλές εύστοχες μεταφορές], η έντονη θερμοκρασία του λόγου  και η επιμελημένη ιεράρχηση των ζητημάτων που θέτει. Από την άλλη  όμως, ακόμη και ένας αναγνώστης του σήμερα που δεν γνωρίζει τα τι και τα πως εκείνης της εποχής, δεν μπορεί παρά να  εκπλαγεί από το μέγεθος της εμπάθειας το οποίο βαίνει αυξανόμενο από επιφυλλίδα σε επιφυλλίδα για να σκεπάσει τελικά και τις κάποιες  σωστές παρατηρήσεις  του Δ.Ν. Μαρωνίτη. Ξαναδιαβάζοντας με μεγάλη προσοχή αυτές τις επιφυλλίδες,  μου δόθηκε η εντύπωση ότι η αυτή η τόση μεγάλη προσπάθεια μείωσης  του έργου του Γιώργου Ιωάννου στο επίπεδο μιας μίζερης επαρχιωτογραφίας, αυτή η, χωρίς όρια, εμπάθεια προς τη θεσσαλονικιώτικη θεματογραφία του, δεν απευθύνεται στον ίδιο τον Ιωάννου αλλά στην γενέτειρα αμφοτέρων, την Θεσσαλονίκη και κυρίως στην εφηβική και νεανική τους ηλικία, την οποία βίωσαν και οι δύο στην ίδια πόλη, την ίδια  περίοδο. Μου δόθηκε, δηλαδή, η εντύπωση ότι πίσω από όλες αυτές τις, εξαιρετικού ύφους και γλώσσας, σελίδες κρύβεται ένα παλαιό τραύμα το οποίο, 36 χρόνια μετά παραμένει ανεξιχνίαστο. Ανεξάρτητα όμως από τις δικές μου σκέψεις, σε επίπεδο φιλολογικών επιχειρημάτων, τις απόψεις του Δ.Ν Μαρωνίτη  δύο ιδιαίτερα εμπεριστατωμένα κείμενα που ανθολογούνται στον  εν λόγω τόμο,  επιχειρούν να τις ανατρέψουν. Πρόκειται για το εύστοχο και με ωραίο λόγο κριτικό σημείωμα του Βασίλη Αγγελικόπουλου με αφορμή την έκδοση του «Επιτάφιου Θρήνου» [Κέδρος, 1981] και του   Ξ. Α. Κοκόλη –εκτενές απόσπασμα από το  βιβλίο του «Η διαμάχη Μαρωνίτη-Ιωάννου» [Ίνδικτος, 2008], με πρώτη δημοσίευση το 1988. Ο Κοκόλης με επιμονή λεπτολόγου ανασκευάζει ένα ένα τα επιχειρήματα του Δ. Ν Μαρωνίτη χρησιμοποιώντας άνετα το φιλολογικό και θεωρητικό του οπλοστάσιο. Τα κείμενα όμως αυτά, από τη μια του Δ.Ν. Μαρωνίτη και από την άλλη των Αγγελικόπουλου, Κοκόλη δείχνουν και κάτι επιπλέον. Ότι, τις περασμένες δεκαετίες υπήρχαν φιλολογικές διαμάχες που υποστηρίζονταν από επιχειρήματα και δημιουργούσαν τους όρους για λογοτεχνικές συζητήσεις και αναζητήσεις. Να τολμήσω να ισχυριστώ, όχι χωρίς λύπη,  ότι το φαινόμενο αυτό έχει εκλείψει παντελώς στην εποχή μας, με τις  «λογοτεχνικές»  συζητήσεις να εξαντλούνται σχεδόν πάντα στα αιτήματα της αγοράς;

Το επίσης, έως σήμερα,  αμφιλεγόμενο ζήτημα του κατά πόσον το έργο του Γιώργου Ιωάννου  εμπίπτει στον όρο «ηθογραφία» η όχι –προσωπικά πιστεύω πως όχι- θίγεται από τον Αλέξη Zήρα στο εμπεριστατωμένο άρθρο του «Συνέχεια και ανανέωση της Ηθογραφίας στο έργο του Γιώργου Ιωάννου», [1991].

Όσο ο χρόνος πλησιάζει προς το σήμερα, διαπιστώνει κανείς με τα κείμενα που ανθολογούνται, ότι οι κριτικές καταθέσεις, τα δοκίμια και οι μελέτες  αυξάνονται, γεγονός που δείχνει ότι το ενδιαφέρον για το πολύπλευρο έργο του Ιωάννου συνεχίζει να βρίσκει αποδέκτες. Ο Δ. Κοκόρης, πολύ ορθά, δεν άφησε καμία πτυχή του έργου του Ιωάννου χωρίς κριτική εκπροσώπηση, λογοτεχνικού, φιλολογικού, λαογραφικού,  μεταφραστικού, θεατρικού.  Ακόμη και για τον εκπαιδευτικό  Ιωάννου φρόντισε με την ανθολόγηση του κειμένου του Ηλία Σπυρόπουλου «Κοιτάσματα του Γιώργου Ιωάννου στον χώρο της εκπαίδευσης» ενώ δεν προσπέρασε το γεγονός  ότι  ο γνωστός συνθέτης  Νίκος Μαμαγκάκης έγραψε μουσική πάνω στους στίχους του Γ.Ι με τίτλο «Κέντρο Διερχομένων».

Ο εξαιρετικά φροντισμένος τόμος συνοδεύεται από εκτενές χρονολόγιο της ζωής του συγγραφέα, λεπτομερή εργογραφία καθώς επίσης και κατάλογο βιβλίων και αφιερωμάτων σε περιοδικά και εφημερίδες για τον Γιώργο Ιωάννου. Ένδειξη ιδιαίτερου ήθους αποτελεί  το γεγονός ότι ο ανθολογών δεν συμπεριέλαβε στον τόμο δικό του κείμενο.  Η μοναδική μου ένσταση είναι το εκτός σώματος ανθολογίας-αυθαίρετα όπως το χαρακτηρίζει ο υπογράφων Β.Φ [;] – ενός πολιτικού κειμένου  του Ιωάννου για το κυπριακό και την στάση της Ελλάδας. Η ένταξή του στον κατά τα’ άλλα σοβαρό αυτόν τόμο που σκοπό έχει να τιμήσει το έργο του Γιώργου Ιωάννου, φέρει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα και προκαλεί ένα ενοχλητικό συναίσθημα μικροπολιτικής εκμετάλλευσης της μνήμης του.  Κρίμα.

 

 

 

INFO: ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ-ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Εισαγωγή, ανθολόγηση κειμένων: Δημήτρης Κόκορης [εκδ. ΑΙΓΑΙΟΝ]

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ Καβάφης παρά τας οδούς
Επόμενο άρθροΓια τον Γιώργο Μιχαηλίδη

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Απάντηση στην κα Έλενα Χουζούρη

    Η κα Έλενα Χουζούρη στο άρθρο της «Γ. Ιωάννου : Το έργο, οι διαμάχες» , στις 24 Οκτωβρίου που αναφερόμενη στο τόμο που κυκλοφόρησε με τα κριτικά κείμενα που γράφτηκαν για το έργο του Γιώργου Ιωάννου, εκφράζει την ένσταση της για τη προσθήκη εκτός σώματος της ανθολογίας, ενός πολιτικού κειμένου του για τη Κύπρο σχολιάζοντας ότι «Η μοναδική μου ένσταση είναι το εκτός σώματος ανθολογίας-αυθαίρετα όπως το χαρακτηρίζει ο υπογράφων Β.Φ [;] – ενός πολιτικού κειμένου του Ιωάννου για το κυπριακό και την στάση της Ελλάδας. Η ένταξή του στον κατά τα’ άλλα σοβαρό αυτόν τόμο που σκοπό έχει να τιμήσει το έργο του Γιώργου Ιωάννου, φέρει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα και προκαλεί ένα ενοχλητικό συναίσθημα μικροπολιτικής εκμετάλλευσης της μνήμης του. Κρίμα»
    Θέλω να παρατηρήσω ότι:
    α. Το κείμενο προστέθηκε «αυθαίρετα» γράφει ο Φ.Β. , με τη σύμφωνη γνώμη και του Δημήτρη Κόκορη που ανθολόγησε τα κείμενα και έγραψε την εισαγωγή και του επιμελητή έκδοσης Σάββα Παύλου και είναι προς τιμή τους.
    β. Ο τόμος εκδόθηκε από Κυπριακό εκδοτικό οίκο και ένα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου που αφορά τη Κύπρο είχαν το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να το συμπεριλάβουν. Και μάλιστα η έκδοση έγινε στη Λευκωσία, τη μοναδική διχοτομημένη πόλη στο κόσμο, ένεκα της Τουρκικής κατοχής που συνεχίζεται εδώ και 39 χρόνια.
    γ. Το κείμενο του Γιώργου Ιωάννου γράφτηκε το 1983 εν θερμώ και ενώ τα γεγονότα έτρεχαν. Ποια ήταν τα γεγονότα; Στις 15 Νοεμβρίου 1983 η Χούντα που κυβερνούσε τότε την Τουρκία, ύστερα από συνεννόηση με τον Ραούφ Ντενκτάς ανακηρύττει το ψευδοκράτους της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» Και στις 18 Νοεμβρίου 1983 ένα ακόμα ψήφισμα από το Συμβούλιο Ασφαλείας με αρ 541, επαναβεβαιώνει τα ψηφίσματά του 365 (1974) και 367 (1975) και αποδοκιμάζει τη Διακήρυξη των τουρκοκυπριακών αρχών της δήθεν απόσχισης τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα ακόμα ψήφισμα χωρίς αντίκρισμα,
    η τουρκική κατοχή συνεχίζεται μέχρι σήμερα και οι διαμαρτυρίες για το γεγονός αυτό λιγοστεύουν. Υπάρχει μια σιωπηλή αποδοχή και κάθε έκφραση διαμαρτυρίας θεωρείται μικροπολιτική. Αποδεχόμαστε, λοιπόν, κα Χουζούρη τη συνεχιζόμενη Τουρκική κατοχή;
    δ. Ο Γιώργος Ιωάννου στο κείμενο του με τίτλο «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΓΝΩΜΟΝΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ» μεταξύ άλλων γράφει «Ότι οι Τούρκοι είναι προαιώνιος εχθρός, είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Κι αυτό δεν μπορεί καμιά μπροσούρα οσοδήποτε σοροπιαστή και μαλακυντική να το αλλάξει. Οι Τούρκοι θέλουν αντιμετώπιση προαιώνιου εχθρού κι εμείς αυτό το έχουμε ξεχάσει. Και είναι ανθρώπινο. Αλλά δυστυχώς, χίλιες φορές δυστυχώς, πρέπει να το έχουμε πάντοτε στη συνείδησή μας και γνώμονα στις ενέργειές μας.Για την τωρινή κατάσταση φταίμε κυρίως εμείς.»
    Είναι ενοχλητικό και αμαυρώνει την εικόνα του Ιωάννου, κα Χουζούρη, η αναφορά σε προαιώνιους εχθρούς; Αυτή η ρητορική γενίκευση σε ένα κείμενο υπό την επήρεια των άδικων πολιτικών επιλογών και γεγονότων είναι ατόπημα; Η κατοχή που συνεχίζεται όπως και οι απειλές ακόμα και τώρα για πλήρη κατάληψη της Κύπρου πώς χαρακτηρίζονται; Είναι μικροπολιτική εκμετάλλευση να θυμηθούμε ότι η πολιτική ασκείται μόνο με γνώμονα την πατρίδα σήμερα που Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται στα γρανάζια της οικονομικής πίεσης;
    ε. Διαφωνείτε με την, κατά τον Ιωάννου, κατανομή των ευθυνών; Να σας θυμίσω ότι το πραξικόπημα έγινε από τη Χούντα της Αθήνας και τα ακροδεξιά ανδρείκελα τους στη Κύπρο, ουδέποτε αποδόθηκαν ευθύνες και οι συν-ομοϊδεάτες τους σήμερα στην Ελλάδα σκοτώνουν, χαράζουν παιδικά πρόσωπα αλλοδαπών και ασκούν βία.
    Ο Γιώργος Ιωάννου ως αληθινός άνθρωπος του πνεύματος είχε το σθένος να πει δημόσια τη γνώμη μου για τα πολιτικά γεγονότα της εποχής του που ακόμα παραμένουν τα ίδια. Κι εσείς κατακρίνετε τη δημοσίευση του κειμένου και μάλιστα σε μια εποχή που έρχονται μέρες δύσκολες. «Αιδώς Αργείοι» !!!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ