Γυναίκες και ψάρια

0
276

Της Νίκης Κώτσιου.

Άντρας μεταιχμιακής ηλικίας εγκαταλείπεται από πολύ νεότερη ερωμένη. Αυτό είναι το μοτίβο που επανέρχεται στα πιο εμβληματικά διηγήματα της συλλογής Η  Εξαίσια Γυναίκα και τα Ψάρια, δίνοντας το στίγμα και τον τόνο. Άντρας σε κρίση λοιπόν, ανίκανος «να διαχειριστεί την απώλεια», όπως του καταλογίζει και η πρώην αγαπημένη του, λίγο πριν τον παρατήσει.  Ο αφηγητής, ίδιος κάθε φορά, μετακινείται από ιστορία σε ιστορία κι από έρωτα σε έρωτα, έντρομος μπροστά στο φάσμα του γήρατος που επίκειται και του χρόνου που φεύγει, παραπέμποντας με πλάγιο τρόπο στην προβληματική του Αγαπημένου των Μελισσών.

Όπως συνήθως συμβαίνει στη μυθοπλασία του Ανδρέα Μήτσου, το παράδοξο ενοφθαλμίζεται αριστοτεχνικά στην αφήγηση δημιουργώντας μια αλλόκοτη αίσθηση που απογειώνει το αποτέλεσμα, καθώς περιβάλλει πρόσωπα και πράγματα με μια σκοτεινή και μυστηριώδη άλω. Αυτή η εκτροπή από το φυσιολογικό και η περιδίνηση μέσα στο ανοίκειο συμβάλλει σε μια ατμόσφαιρα μοναδική, απολύτως αναγνωρίσιμη στο έργο του συγγραφέα και παρούσα διαχρονικά στα γραπτά του ως σήμα κατατεθέν. Ένα καταλυτικό γεγονός απορρυθμίζει την πορεία της ιστορίας και την εκτρέπει μακριά από το συνηθισμένο και το προβλέψιμο, ανοίγοντας το δρόμο για εξελίξεις που κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί. Ξάφνου οι «συντεταγμένες» αλλάζουν άρδην και τα πρόσωπα βρίσκονται αντιμέτωπα με πτυχές του εαυτού τους άγνωστες και ανησυχητικές, που μόνο σε συνθήκες έκτακτες θα μπορούσαν να αναδυθούν.

Στα περισσότερα διηγήματα της καινούριας συλλογής, το θέμα και ο κεντρικός στόχος είναι η αφήγηση του ερωτικού τραύματος, εκείνης δηλαδή της επώδυνης εμπειρίας που προκάλεσε τη «λύση συνεχείας» και έφερε τα πάνω κάτω αναδιατάσσοντας τον κόσμο και τη ζωή προς το χειρότερο. Η εγκατάλειψη, η «ερωτική ορφάνια», η προδοσία προκαλεί στον  αφηγητή    έναν πόνο βαθύ και ακατάλυτο, που διαχέεται σε όλη του την ύπαρξη και παραλύει μέσα του κάθε διάθεση για ζωή και δημιουργία καταδικάζοντάς τον σε μια διαρκή και δηλητηριώδη μελαγχολία, διαβρωτική και ανίκητη.

Η απώλεια του ερωτικού αντικειμένου προκαλεί στους πρωταγωνιστές των διηγημάτων  την καταβύθιση σε έναν ερεβώδη κόσμο παθητικότητας και απραγίας, όπου το νόημα σιγά-σιγά αποσύρεται από τα πράγματα και όλα αποκτούν τις πιο πεισιθάνατες και μουντές αποχρώσεις.  Ο εγκαταλειμένος χάνει τα ερείσματά του ένα προς ένα, κλονίζεται και καταρρέει ξανά και ξανά, ανίκανος να βρει τον πρότερο βηματισμό του. Αλλάζει εντός του ο ρυθμός του κόσμου.

Το απότομο τέλος της σχέσης τον αφήνει με μια μόνιμη ψυχική αναπηρία ή ακόμα και σωματική(Φτηνό Τίμημα), που μένει να θυμίζει με τρόπο θλιβερό και επώδυνο τις αλλοτινές ωραίες ημέρες της χαμένης πια ερωτικής ευδαιμονίας. Αν είναι αλήθεια το ότι ο έρωτας εξασφαλίζει μια μορφή αθανασίας, τότε η απομάκρυνση του αγαπημένου προσώπου δεν μπορεί παρά να βάζει τελεσίδικα τέλος σ’ αυτή τη μακάρια αίσθηση υπέρτατης ευτυχίας που ακυρώνεται βίαια με την οριστική αποχώρησή του από τη σχέση.

Υπό το κράτος του πόνου που συνεπάγεται η διάψευση και η απογοήτευση, τα πρόσωπα των διηγημάτων υποχωρούν σε ένα ρεπερτόριο προ-γλωσσικών μορφών συμπεριφοράς και συναισθηματικής αντίδρασης για να εκφράσουν το θρήνο και τη συντριβή. Φαίνεται πως μέσα στη συνείδησή τους το σύστημα του λόγου καταρρέει διπλά, τόσο ως ανθρώπινη ομιλία όσο και ως λογική, οπότε καταφεύγουν σε άλλες ατραπούς, προσφορότερες στο να αρθρώσουν με τη μέγιστη ένταση  την ερωτική δυστυχία.

Ένας απ’ τους αφηγητές συλλαμβάνει τον εαυτό του να βγάζει μια μικρή κραυγή, σαν κακάρισμα(Κληρονομικά Συμπτώματα), πράγμα που ο ίδιος αποδίδει στην οδύνη  του έρωτα ενώ σε άλλο διήγημα(Ως πρόβατα επί σφαγή), ο παθών μοιάζει να βελάζει καταρρακωμένος, μετά από ένα αποτυχημένο ερωτικό ραντεβού. Τα συντριπτικά πλήγματα που καταφέρνει η πραγματικότητα των σχέσεων πάνω στους ευπαθείς κι ευάλωτους πρωταγωνιστές ενεργοποιούν αρχέγονα αντανακλαστικά και συμπεριφορές αντλημένες κατευθείαν από το ζωώδες, τότε που ο πόνος μπορούσε ακόμα να εκδηλωθεί σε όλη του την ένταση και εντελώς αδιαμεσολάβητα, πρωτόγονος οξύς και ανεπεξέργαστος. Αλλά και οι ατυχήσαντες του έρωτα  μοιάζουν κι αυτοί  με  τραυματισμένα ζώα, που ανήμπορα και ανυπεράσπιστα θρηνούν τη συμφορά τους γλείφοντας την πληγή και μηρυκάζοντας το σπαραγμό.

Σε κάποιες περιπτώσεις, τα θύματα του έρωτα παρουσιάζονται να βρίσκουν καταφύγιο και παρηγοριά στη συντροφιά των ζώων. Μοιράζονται μαζί τους τη θλίψη τους και απολαμβάνουν την παρέα τους. Μεταξύ ανθρώπου και ζώου μοιάζει να οικοδομείται ένας βαθύς δεσμός που προς στιγμή παρέχει παρηγοριά αλλά στο τέλος ακυρώνεται. Στο Φτηνό Τίμημα (που συγκλονίζει με το θέμα και την τόσο μαστόρικη απόδοσή του), η σκυλίτσα παραπέμπει στην πρώην αγαπημένη, είναι το ενθύμιο του χαλασμένου έρωτα και καλείται να άρει τις αμαρτίες της αφεντικίνας της πληρώνοντας αυτή το τίμημα. Στη Χελώνα του Δεκαπενταυγούστου παρακολουθούμε, με κομμένη την ανάσα, ένα επεισόδιο μανίας και αναδρομικής οργής, όπου το άτυχο ζώο  γίνεται παρανάλωμα, επειδή λειτουργεί ως αναμνηστικό ενός καταδικασμένου έρωτα.

Μέσα από αυτές τις τελετουργικές θυσίες των άλλοτε αγαπημένων ζώων, που όμως με την παρουσία τους ξύνουν πληγές παλιές και κακοφορμισμένες, ο προδομένος παίρνει εκδίκηση και συγχρόνως υπόκειται σε μια κρυφή διαδικασία προσωπικής κάθαρσης και εξαγνισμού, που τον λυτρώνει από το δηλητήριο του πάθους και τον επανατοποθετεί στις τάξεις των ανθρώπων θεραπευμένο πια, εκ νέου ικανό να συμμετάσχει στη φυσιολογική ζωή. Με τη θυσία του ζώου, το στοίχειωμα τελειώνει, το θύμα επιστρέφει στην κανονικότητα, απαλλαγμένο από τις παρενέργειες του αξόδευτου πάθους.

O αφηγητής αναπαράγει αναδρομικά τα γεγονότα που τον οδήγησαν σε κρίση. Με γλώσσα κοφτή και στακάτη,με λέξεις εκλεκτές και διαλεγμένες προσεχτικά μία προς μία, με προτάσεις σύντομες αλλά καλοζυγισμένες που δημιουργούν έντονη αίσθηση ρυθμού, ενός ρυθμού που διατρέχει υπογείως ολόκληρο το κείμενο απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, η ιστορία ξετυλίγει τη βεντάλια της και παράγει μια ατμόσφαιρα μαγική, που υποβάλλει συγκινήσεις πρωτόγνωρες και αισθήματα εξαίσια. Μέσα σ’ αυτό το γητεμένο δίχτυ των λόγων και των θαυμάτων, ο αναγνώστης παραδίδεται ολοκληρωτικά.

INFO: Ανδρέας Μήτσου: Η Εξαίσια Γυναίκα και τα Ψάρια, σελ. 160, εκδ. Καστανιώτης, 2014

Προηγούμενο άρθροΔύο αιώνες γερμανικής παρουσίας στην Ελλάδα
Επόμενο άρθρο«Το φιλμ δεν θα πεθάνει ποτέ»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ