Του Νίκου Σταμάτη.
«….εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο από τη ζωή.»
{Τα άλογα του Αχιλλέως, σελ. Α 113, εκδ. Ίκαρος}.
Δες και τον στίχο:
«…νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω»
{Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή. 595 μ.χ., σελ. Β 24, εκδ. Ίκαρος}.
Και σύγκρινε με το σολωμικό:
«Με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα να σε δουν, μες το παντέρμο δάσος».
Έκλεισαν 70 χρόνια από την 29η Απριλίου του 1933, όπου, στην ημέρα των γενεθλίων των 70 του χρόνων, κατά μία περίεργη συμβολική σύμπτωση, ο κύριος Κωστής Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης ή αλλιώς ο Κ.Π.Καβάφης, πέρασε «εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο από τη ζωή», άψυχος κι αφανισμένος, «μια σάρκα τώρα ποταπή-το πνεύμα του χαμένο-ανυπεράσπιστο-χωρίς πνοή», κι αφού πριν είχε βάλει μια τελεία στιγμή υπογραμμισμένη σ’ ένα κύκλο στο έργο του, καθώς δεν μπορούσε στα τελευταία του να μιλήσει από τον καρκίνο του λάρυγγος, μπλεγμένος κι αυτός «στην άθλια ανθρωπότητα, που είναι το παίγνιον της μοίρας», όπως ο ίδιος ο Ζεύς θα πει στα «Αθάνατα άλογα του Αχιλλέως», που στα βάσανά τους τα έμπλεξαν οι άνθρωποι και τα δάκρυά τους κυλάνε για «του θανάτου την παντοτινή συμφορά». Μιλάμε βέβαια για τον θάνατο του Πατρόκλου.
Αυτό είναι το βάθρο, σκέφτομαι, πάνω στο οποίο αυτός ο γέρος από την νεότητά του, ή νέος μέσα στο γήρας του, όπως μ’ αρέσει να τον αποκαλώ, χτίζει την τέχνη του. Μία τέχνη, που όσο περνούν τα χρόνια, σαν το παλιό κρασί, φαινομενίζεται καλύτερη κι ουσιαστικότερη, φωτίζοντας μέσα στον σύγχρονο κόσμο την ίδια παλιά ιδέα, που ο 20ος αιώνας την ξαναανακάλυψε, περνώντας από το Γίγνεσθαι του Είναι στον Χρόνο και στο τέλος στο ανύπαρκτο Μηδέν, στην ιδέα του τραγικού. Ο νους μου, πέρα από τον δικό του τον πλατωνικό Χαρμίδη, πάει πιο πίσω, στον Αναξίμανδρο, βρίσκοντας εκεί, μιαν άλλη επιστροφή στην αρχική μήτρα, που τόσο μοιάζει μ’ αυτήν εδώ του καβαφικού ποιήματος. « ..αρχήν …είρηκε των όντων το άπειρον…εξ ών δε η γένεσίς εστι τοις ούσι, και την φθοράν εις ταύτα γίνεσθαι κατά το χρεών. Διδόναι γάρ αυτά δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας κατά την του χρόνου τάξιν».(Σιμπλ.Φυσ. 24,13) (..αρχή …είπε των όντων το άπειρο …απ’ αυτά από τα οποία γεννιούνται τα όντα σ’ αυτά επιστρέφουν με τη φθορά αναγκαστικά. Γιατί με την τιμωρία τους αποδίδεται δικαιοσύνη και ξεπληρώνουν την μεταξύ τους αδικία κατά την τάξη του χρόνου). Ξεπλήρωσε, λοιπόν, την αδικία με την φθορά του επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου γεννήθηκε.
Το τέλος του ανθρώπινου χρόνου το είχε αντιληφθεί καθαρά και το είχε περιγράψει θαυμάσια, στο στίχο «του θανάτου την παντοτινή συμφορά». Ναι. Δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή για τον Καβάφη, όπως είναι η βασική θέση των Ελλήνων των αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων, κι εκφράζεται καθαρά στον Όμηρο, με εξαίρεση την μετεμψύχωση του Πυθαγόρα, που ήταν πολιτιστική επιρροή από άλλες παραδόσεις, κυρίως από Αίγυπτο και ανατολή, μέχρι την ανατροπή της στον ελλαδικό χώρο από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα του 4ου αιώνα.
Τα ομηρικά θέματα στον Καβάφη μπορεί, όντως, να τελειώνουν το 1911, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εξαφανίζεται από το έργο του το πνεύμα του Ομήρου. Αντίθετα συνεχίζει να τον καθοδηγεί αυτό που εκείνος διαπιστώσει κι είναι φανερό, ο Λόγος, μέχρι το τέλος.
Στην ιστορία των Τσέλλερ-Νέστλε διαβάζουμε σωστά ότι η γλώσσα του Ομήρου προδίδει την νοησιαρχική υφή του ελληνικού πολιτισμού, καθώς συνδέει άμεσα το νου με τη βούληση. Ο Αχιλλέας «ξέρει άγρια σαν λιοντάρι», μέσα στο πάθος της εκδίκησής του (λέων δ΄ως άγρια οίδεν), ο άγριος Κύκλωπας «ξέρει παράνομα»,(αθεμίστια ήδη), η γυναίκα «ξέρει σεμνά»(κεδνά ιδυίαν), ο βασιλιάς «ξέρει δίκαια» (αίσιμα ειδώς),κ.ο.κ. Η ποίηση θα πει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του είναι «έργο εφυιούς ή μανικού», αλλά κατά θείαν προέλευση της μανίας, δηλαδή από το θεϊκό στοιχείο που έχει ο άνθρωπος, δηλαδή τον νου. Ο Σολωμός θ’ απαντήσει στον Μόντι, ότι στην ποίηση το θέμα δεν είναι να αισθάνεσαι, αλλά πρέπει πρώτα ο νους να συλλάβει την ιδέα και μετά να την βαφτίσει στην κολυμπήθρα του αίσθήματος. Θα το εκφράσει και σ’ ένα περίφημο στίχο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»:
«Με λογισμό και μ’ όνειρο / τι χάρη έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα να σε δουν / μες στο παντέρμο δάσος».
Ο Καβάφης είναι στην ίδια γραμμή. Στην «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνθου, ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μχ», θα μας πει κι αυτός:
«Εις σε προστρέχω / τέχνη της ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις / από φάρμακα,
νάρκης του άλγους δοκιμές / εν Φαντασία και Λόγω».
Εν Φαντασία και Λόγω, λοιπόν. Λογισμός εκεί, λόγος εδώ.
Ο Καβάφης ακολουθεί στην πράξη αυτήν την παμπάλαια γραμμή της ποιητικής τέχνης, πρώτα ο νους. Και στους στίχους αυτούς υιοθετεί τον παρηγορητικό χαρακτήρα της τέχνης, όπως και στον Σεφέρη, που θα πει: «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα κι η φρίκη ….»). Η Σολωμική αντίληψη είναι διαφορετική, καθώς η επιδίωξη κατά τον ποιητή, όπως ίδιος λέει, είναι να κάνει την Μεταφυσική Φυσική, δηλαδή να επέμβει στα πράγματα, μια σκέψη που το νήμα της μάλλον πρέπει να την αναζητήσουμε στον Σπινόζα, αποσπάσματα του οποίου παρατίθενται στα πεζά του.
Ας προσέξουμε και το άλλο. Στον Καβάφη δεν υπάρχει καμία παρηγορία στη θρησκεία, στη φιλοσοφία ή την πολιτική, αλλά μόνο στην ποίηση, κι αυτήν για λίγο. «Τα φάρμακά σου φέρε τέχνη της ποιήσεως που κάμνουνε για λίγο να μην νοιώθεται η πληγή» στο ίδιο ποίημα..
Για τον Καβάφη, όπως ο ίδιος λέει, «Η στιχουργική είναι η γραμματική της ποιήσεως, την οφείλει πας ποιητής να εκμάθει καλώς. Η φαντασία, το ύψος, αι μεγάλαι ιδέαι, εν ενί λόγω η θεία έμπνευσις είναι δώρα απορρέοντα κατ ευθείαν εκ της φύσεως, ων το μυστικόν γνωρίζει αυτή μόνη και κρύπτει μη εννοούσα να τη κάμνουν συναγωνισμόν». Μαζί με το «Γίνου οίος εισί μαθών» του Πινδάρου, παρών και ο Ηράκλειτος, με το «Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί».
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Η ομηρική αμεροληψία, όπως θα έλεγε η Χάννα Άρεντ. Ο Καβάφης δεν δεσμεύεται από κάποιο συγκεκριμένο ιδεολόγημα, οποιουδήποτε είδους, αλλά κινείται στο χώρο της ανθρώπινης ύπαρξης ελεύθερα, ανεξάρτητα κι αμερόληπτα. Στο κείμενό του για τον «Σαίξπηρ περί της ζωής» του 1891 γράφει, ότι εκτιμά «περισσότερον τας παρατηρήσεις των μεγάλων ανδρών παρά τα συμπεράσματά των». «..διότι δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος». «..Θέλω μόνον να είπω, ότι δεν αγαπώ την υπερβολική δογματικότητα», «ο μέγας δραματουργός, (ο Σαίξπηρ), μας παρέστησε την ματαιότητα της ζωής και την αξίαν αυτής και χωρίς να ορίσει τίποτε, χωρίς να αποφασίσει, μας άφισεν άφθονον ύλην να σκεφθώμεν και να κρίνωμεν».
Το ίδιο κάνει συστηματικά και ο ίδιος, αν και, όπως όλοι ξέρουμε, μπορεί κάποιος να μας οδηγήσει να σκεφτούμε κάτι, χωρίς να μας το πει καθαρά. Και τελειώνει αυτό το κριτικό σημείωμά του με την αναφορά σ’ ένα νεκρικό διάλογο του Λουκιανού. Εκεί ερωτάται ένας ενενηντάχρονος, φτωχός, άτεκνος, χωλός «και αμυδρόν βλέπων».
«-ΔΙΟΓ. Είτα τοιούτος ών ζης ήθελες;
-ΠΤΩ. Ναί. Ηδύ γάρ ήν το φώς και το τεθνάναι δεινόν
και φευκτέον.»
Σ’ αυτό το θέμα, του τελειωτικού θανάτου, χωρίς μετέπειτα ζωή, ο Καβάφης θα είναι απόλυτα δογματικός, κατά την πρωτογενή ελληνική αντίληψη, όπως ήδη αναφέραμε..
Αλλά υπάρχει στην τέχνη του και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Επαναφέρει με πολύ μεγάλη επιδεξιότητα στο ποίημα, και σε αντίθεση με άλλες τάσεις, τον μύθο ή το θέμα, όχι για να απορροφήσει την ποίηση, αλλά για να την διαυγάσει. Τα ποιήματά του, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι μικρά θεατρικά δράματα. Ο μύθος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι το ύφασμα πάνω στο οποίο θα κεντηθεί το ποίημα και δεν εμποδίζει την ανάπτυξή του. Σε πολλές περιπτώσεις απλώνεται υποδόρια, από κάτω, δίνοντας τους χυμούς του ή και αφορμές στο ποίημα. Ο Γ. Σεφέρης έχει μία σειρά από παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτό, αν και ο ίδιος το πράττει πολλές φορές στην ώριμή του περίοδο πχ «Ο βασιλιάς της Ασίνης» ή «ο Τελευταίος Σταθμός», «Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους» κλπ, φοβούμενος ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποίηση γι’ αυτούς που δεν ψάχνουν γι’ αυτήν και κινούνται στην επιφάνεια, πιεζόμενος κι από την κριτική του καντιανού Κ.Τσάτσου (στον γνωστό διάλογο πάνω στην ποίηση), που θεωρούσε όλη την μοντέρνα ποίηση άκυρη, γιατί δεν έχει λογική.! Απαντάει: «Μήτε τα ποιήματα του Μαλλαρμέ ή του Βαρερί είναι στερημένα από λογική ισορροπία. Αλλά τι συμβαίνει; Συμβαίνει ότι βρίσκουμε λογικό τον Όμηρο, γιατί οι περισσότεροι, δε γυρεύουμε την ποίηση, γυρεύουμε το «θυμό του ξακουστού Αχιλλέα» και οι λιγότεροι βρίσκουμε την ποίηση, επειδή απορροφά τις λογοκρατικές ροπές μας…».
Αλλά θα ήταν καλύτερα, όμως, να πάρουμε για παράδειγμα έναν σταθμό στην ποίηση του προηγούμενου αιώνα, που μετέφρασε και επέβαλε ο Σεφέρης στα ελληνικά γράμματα, την «Έρημη Χώρα του Τ.Σ. Έλλιοτ». Εκεί ο δημιουργός της θα χρησιμοποιήσει το γνωστό μύθο του Γκράλ και όλο το βάθος των συμβολισμών του, (δηλαδή το μύθο του Βασιλιά Αρθούρου και των ιπποτών της στρογγυλής Τραπέζης για να γλυτώσει η χώρα από την λοιμό και τα θάνατο, που μετατρέπουν το βασίλειό του πραγματικά σε έρημη χώρα, από μια αμαρτία του βασιλιά θα ψάξουν για το ιερό δισκοπότηρο, κλπ. Αλλά είναι παρόντες και όλοιαι οι ανατολικοί μεσογειακοί μύθοι του «θνήσκοντος θεού», πχ Άδωνις, Διόνυσος, Άττις, Όσιρις, Ταμούς κλπ). Απλώς εδώ ο μύθος, ενώ είναι ζωντανός, προτιμάει να παραμένει σιωπηλός και να κρύβεται κάπου κάτω από την επιφάνεια. Αντίθετα στον Καβάφη ο μύθος είναι φανερός και πιάνει ολόκληρη την σκηνή, είτε στα συμβολικά και στα ιστορικά του ποιήματα είτε στα ερωτικά.
Ο Πλάτων ήδη στον Κρατύλο μελετάει όχι μόνο την επικοινωνιακή, αλλά και τη γνωστική δύναμη της παρομοίωσης και του μύθου. Κι ο ίδιος όταν τα βρίσκει σκούρα με την λογική, φτιάχνει ένα δικό του μύθο, όπως τον μύθο του Σπηλαίου ή προς το τέλος της Πολιτείας τον μύθο της νεκρανάστασης του Ηρός, θέλοντας να υποβάλει την ιδέα της αθανασίας της ψυχής. Θα προσθέταμε, ότι και η επικοινωνιακή δύναμη των Ευαγγελίων βρίσκεται όχι μόνο στις παραβολές, αλλά και στον ίδιο τον μύθο του θείου δράματος, του θεού που πεθαίνει και ανασταίνεται, κοινή παράδοση σ’ όλο τον Μεσογειακό χώρο…
Ο Καβάφης έχει μελετήσει σε βάθος τον τρόπο της χρησιμοποίησης του μύθου από την αρχαία ελληνική ποίηση, συμπεριλαμβανομένης και της κυρίας πηγής του, την Παλατινή ανθολογία. Αφήνει τον μύθο, την ιστορία ή το θέμα του να εξελιχθεί και παρεμβαίνει την ώριμη στιγμή και με το κατάλληλο σχόλιο, φορτίζοντάς τον νοητικά και συγκινησιακά, με το περιεχόμενο που θέλει κάθε φορά. Και τον βρίσκει όπου νάναι κι όπου μπορεί, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας την ελληνική ιστορία, αν και προτιμά την ελληνιστική ή την ύστερη ελληνορωμαική περίοδο.
Η κριτική του Ελύτη για τον Καβάφη στο δοκίμιό του για το Ρωμανό το Μελωδό νομίζω ότι είναι υπερβολική. Θα πει: «Εάν υποθέσουμε ότι πάθαινε τη συντριβή της Σαπφώς ή των παρθενίων του Πινδάρου ένα ποίημα του Καβάφη, δεν θα μας έμεναν πια τα «νύξ πολύως» και τα «σαυτού μέλος γλάζεις», αλλά σκέτες κουβέντες: απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι. βαρέθηκεν εφημερίδες να διαβάζει….» Έτσι είναι; Τότε πώς εξηγείται ο στίχος «με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών» ή «τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής» ή τόσοι άλλοι, που στέκουν μόνοι τους όπως μόνο οι σολωμικοί στην νεώτερη ελληνική ποίηση; Ο Ελύτης θα διατυπώσει την άποψη ότι «ένα ποίημα που αναπτύσσεται, με σκοπό την εκπλήρωση της αποστολής του, όχι και με τα καθ’ έκαστον μέρη του, αλλά μόνο με το σύνολό του, μένει έξω από την ελληνική παράδοση, όπως τη νοούμε σήμερα», είναι και δεν είναι σωστό. Αλλά αυτό δεν ισχύει στον Καβάφη. Στην καβαφική ποίηση είναι παρόντα και τα μέρη, αλλά και το σύνολο. Προηγουμένως έχει πει, ( Εν Λευκώ,σελ.50-51), μιλώντας για την επίπεδη έκφραση, σ’ αντίθεση με την πρισματική, (στην πρώτη, την επίπεδη, κατατάσσει τον Καβάφη), ότι: «είτε από αντίδραση…, είτε υποκινούμενη απλώς από ισχυρά ξένα πρότυπα, ιδιαίτατα αγγλοσαξονικά, (είναι γνωστό ότι ο Καβάφης ήταν γνώστης βαθύς της αγγλικής λογοτεχνίας και πολλοί θεωρούν ότι η μητρική του γλώσσα ήταν η αγγλική, κι ήταν φυσικό να είχε επηρεασθεί ), που όπως ήταν φυσικό- συνεχίζει ο Ελύτης- ελκύσανε αμέσως το ενδιαφέρον των δυτικών λογίων-πόσο μάλλον που η μεταγλώττιση, από αξεπέραστο πρόβλημα, γινότανε άξαφνα υπόθεση κατορθωτή σχεδόν όσο και στον πεζό λόγο». Αλλά δεν νομίζω, ότι κάποιες πολύ καθαρές επιρροές όπως αυτή του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ, σ’ ένα ποίημα, μπορεί να αντιπροσωπεύσει το σύνολο. Εκείνο που μπορεί κανείς να πει είναι ότι υπάρχει ένα κλίμα καμιά φορά, που παραπέμπει στην αγγλική λογοτεχνία. Αλλά μήπως ο ίδιος δεν έχει επηρρεασθεί από την γαλλική ποίηση και τους υπερεαλιστές; Σ’ αυτό το θέμα η θέση του Σεφέρη είναι η πιο σωστή. «Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην ποίηση».
Αλλά υπάρχει και κάποια σύγχυση, που αξίζει να αναφερθούμε, αν και το θέμα μας δεν είναι τα εκφραστικά μέσα της ποίησης. Πρώτο όσον αφορά την πρισματικότητα. Στην σύγχρονη ελληνική γλώσσα, όπως ευρωπαϊκές, η δυναμική της μεταφοράς δεν μπορεί να αναζητηθεί στην ίδια τη λέξη ή φράση και στην αδιαίρετη πολυσημία της, στην μεταφορική αντανάκλαση του πρίσματος δηλαδή, όπως στον Πίνδαρο ή την Σαπφώ. Το ξετύλιγμα της μεταφοράς χρειάζεται πολλές λέξεις ή και περίοδο για να ολοκληρωθεί. Αυτό μπορεί να το δούμε και στα ίδια τα ποιήματα του Ελύτη, να μη φέρω παραδείγματα. Και δεύτερο, η ευκολία της κατανόησης του καβαφικού ποιήματος ξεκινάει από την ίδια την θεματική του σύσταση, είτε είναι συμβολική, είτε είναι ιστορική. Και στην ελληνική γλώσσα η καβαφική ποίηση είναι πιο κατανοητή από ό,τι σε άλλους Έλληνες ποιητές. Αντιλαμβάνεσαι εύκολα γιατί μιλάει ο ποιητής.
Πρώτος ο Φόρστερ το παρατήρησε ότι η καβαφική ποίηση χάνει πολύ λίγο στη μετάφραση κι αυτή είναι η μεγάλη επικοινωνιακή της δύναμη, που οφείλεται πέρα από τα θέματα και το περιεχόμενό της στην χρησιμοποίηση του μύθου, και μάλιστα συνήθως του ιστορικού μύθου. Ίσως εκείνο που προβληματίζει σε πολλούς στον Καβάφη, όπως και το Σεφέρη, είναι η ιστορική αντίληψη της ελληνικότητας, που κουβαλάει ο Αλεξανδρινός. Επίκεντρο του μύθου στην ποίησή του γίνεται ο άνθρωπος μέσα από την Ιστορία. Δεν πρόκειται μόνο για ιστορική αίσθηση, ιστορική συνείδηση ή κάτι παρόμοιο, που κι άλλοι ποιητές έχουν, αλλά τα ίδια τα γνωστά ιστορικά πρόσωπα παίρνουν ή έχουν αυτοδύναμη θέση στα δράματά του ή στα θεατρικά μονόπρακτά του ή πρόσωπα της καθημερινής ζωής αποκτούν ιστορική διάσταση, και ο χρόνος από αφηρημένος γίνεται προσωπικός, ιστορικός χρόνος. Κι επειδή τυχαίνει να είναι Έλληνας της διασποράς ή Ελληνικός, όπως έλεγε ο ίδιος, τα θέματά του τα παίρνει συνήθως από την ελληνική ιστορία, τόσο όταν θητεύει γόνιμα στον συμβολισμό, όσο και όταν αργότερα και διαμορφώνει, πλήρως, την ποιητική του προσωπικότητα. Βλέπει τα πράγματα μέσα από τα ελληνικά δρώμενα και γι’ αυτό έχει αυτή τη δυνατότητα να κινείται με τον ιστορικό αναχρονισμό σ’ ένα οικείο περιβάλλον 3.000 χρόνων, έχοντας άφθονη επιλογή στις παραξενιές και στις ιδιοτροπίες των ανθρώπων.
Ωστόσο ορισμένα θέματα θα πρέπει, μιλώντας για τον Καβάφη, να υπογραμμίσουμε:
1)Πρώτο στο μυαλό μου έρχεται η επιλογή της ιστορικής περιόδου που σφραγίζει την ποίησή του, της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, ή και της ύστερης ελληνορωμαικής περιόδου. Θα το πει υπέροχα όχι μόνο στο «εν μέρει εθνικός και εν μέρει χριστιανίζων», αλλά και στα φυλετικά κράματα, όπως πχ στο «Εν πόλει της Οσροηνής»:
«Είμεθα ένα κράμα εδώ/ Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι
Τέτοιος κι ο Ρέμων είναι. / Όμως χθές σαν φώτιζε
Το ερωτικό του πρόσωπο /η σελήνη,
Ο νούς μας πήγε /στον πλατωνικό Χαρμίδη ».
Έχει σημασία που στο συγκεκριμένο αυτό κράμα ανθρώπων είχε αναφορά, μέσα από το ερωτικό πρόσωπο του Ρέμωνα, τον Πλατωνικό Χαρμίδη, δηλαδή μια αναφορά στον ελληνικό πολιτισμό και στο ιδανικό του ανθρώπινου κάλλους και της νεότητας, που μόνο σ’ αυτόν με τέτοια ένταση υπάρχει, αλλά το ίδιο το γεγονός του κράματος αυτού, που υπάρχει σε μια παγκοσμιοποιημένη περιοχή της ιστορίας που τόσο μοιάζει προς τα εκεί που τείνει και η δική μας εποχή ή με την βρετανική αυτοκρατορία της εποχής του. Όμως και τόσο διαφορετική. Ο E. R. DODDS περιγράφει αυτή την εποχή της μεγάλης τομής, λίγο πριν ή μετά την καταστροφή του αρχαίου κόσμου, στο διάσημο βιβλίο του «Εθνικοί και Χριστιανοί, σε μια εποχή αγωνίας», όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Μύρης». Ο Καβάφης μπορεί να είναι φυλετικός, όπως τον είπαν, αλλά δεν είναι καθόλου εθνικιστής. Εξάλλου το ξέρει ότι κινείται μέσα στο πλαίσιο του Δυτικού πολιτισμού κι αυτό το θέμα το χειρίζεται θαυμάσια. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος της επικοινωνιακής του δύναμης.
2) Το δεύτερο είναι η ομοφυλοφιλική ιδιαιτερότητά του. Δεν υπάρχει στην παγκόσμια λογοτεχνία παρόμοιο φαινόμενο να εκθέτει κανείς τον εαυτό του με αυτήν την ειλικρίνεια και να κερδίζει. Κι άλλοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν τους την ιδιαιτερότητα, χωρίς να επιτύχουν τίποτα ή μόνο πρόσκαιρα αποτελέσματα. Και μάλιστα σε μια χρονική περίοδο Στην ποίηση του Καβάφη η ομοφυλοφιλική σχέση αποβάλλει την ιδιαιτερότητά της, η ίδια αίσθηση μπορεί να ισχύσει και σε μια ετεροφυλόφιλη σχέση, όπως συμβαίνει και με την ποίηση της Σαπφώς. Κι ύστερα δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η ίδια. Εμπλουτίζεται μ’ ένα αισθητικό και πραγματολογικό περιεχόμενο, με μια στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα πράγματα, με αυτό το μείγμα της ζωής-νεότητας-κάλλους-φθοράς-θανάτου, που ξεπερνάει τη στενή σεξουαλικότητα, με την βαθύτερη επαναανακάλυψη του ανθρώπου, που αναβίωσε στη Δύση από την αναγέννηση και μετά. Του άρεσε η εποχή της ύστερη αρχαιότητας, και λόγω της ελευθεριότητας στα ερωτικά θέματα και εκεί βρήκε καλύτερα το έδαφος να εκφρασθεί περπατώντας ανάμεσα σε τάφους και επιτύμβιες στήλες νέων εραστών και ερωμένων.
3)Η γλώσσα του καβάφη είναι η δημοτική των πόλεων, όχι η μαλλιαρή των δημοτικιστών και εν μέρει του Παλαμά. Αυτή είναι η βάση της, αλλά με λόγια στοιχεία, που κατορθώνει να τα ενσωματώσει δίνοντας μια εξαιρετική δυναμική στην λέξη και στην έκφραση, όπως και στον Σολωμό. Η λόγια λέξη ή έκφραση αποκτάει ένα καινούργιο νόημα από τα συμφραζόμενα, τον βοηθάει να εμβαθύνει περισσότερο στον χρόνο που αναφέρεται, ή να χρησιμοποιήσει το τρομερό του όπλο, την ειρωνεία. Η δημοτική του δίνει τον ρυθμό και τη μουσική. Δεν μπορούμε να εννοήσουμε την μουσική της ποίησης αυτή χωρίς τον ίαμβο, που επανέρχεται πάντα και κάθε φορά με νέο τρόπο και με νέες δυναμικές. Ο Καβάφης έχει μάλλον χάσει πολύ χρόνο για να δώσει στα ποιήματά του την μουσικότητα αυτή, που δεν φαίνεται, αλλά εν τούτοις κυριαρχεί πάνω στο πνεύμα του αναγνώστη, υποβάλλοντας τα συναισθήματα, που ταιριάζουν. Ένα παράδειγμα από το πρώτο μέρος του «Εν πόλει της Οσροηνής», που προαναφέραμε.
« Απ’ της ταβέρνας τον καυγά / μας φέραν πληγωμένο
τον φίλο Ρέμωνα / χθές μερί τα μεσάνυχτα.
Απ’ τα παράθυρα / που αφίσαμεν ολάνοιχτα
τ’ ωραίο του σώμα / στο κρεβάτι φώτιζε η σελήνη.
Κι ας προσέξουμε πως συνδέει το ερωτικό στοιχείο, με το θέμα των κραμάτων, αλλά και την ελληνική επιρροή στην ανατολή με την αναφορά στον Χαρμίδη. Κι όλα αυτά με μια υποδόρεια μουσική, μ’ έναν καταπληκτικά μετρημένο ίαμβο και ρυθμό.
4) Είπαν τον Καβάφη παρακμιακό ποιητή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κανείς δεν επιλέγει την εποχή που ζει, κι η εποχή που ζει είναι εποχή παρακμής, ιδίως για τον ελληνισμό. Ίσως του αρέσει να κινείται σε τέτοιες περιόδους παρακμής γιατί εκεί βρίσκει πιο γυμνούς τους ανθρώπους από τις υποκρισίες και τις ιδεολογίες τους, που οι ίδιοι φτιάχνουν κι αυτοπαγιδεύονται. Δεν είναι διδακτικός ποιητής, όπως επέμενε ο Σεφέρης, μεγεθύνοντας ορισμένες πλευρές ύφους, πχ «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη…». Είναι υπαρξιακός ποιητής και βρίσκει καλύτερα αυτό που επιθυμεί να ανιχνεύσει και να εκφράσει, σε αυτές τις περιόδους, που του ταιριάζει. Δεν είναι λάθος, αν ο ποιητής διαπιστώνει το τέλος και τη διάλυση της αρχαίας δημοκρατικής Πόλις, αν οι άνθρωποι δεν έχουν πια τις ίδιες κοινές αναφορές και πιστεύω, αν ο εμπαιγμός και η απάτη θεών και ανθρώπων μεγεθύνεται και απλώνεται σαν το χυμένο αίμα ενός δολοφονημένου πάνω στο λευκό της ψυχής τους. Αντίθετα σε κάθε του βήμα στο νεκροταφείο με τα επιτύμβια,, που πολλές φορές μοιάζει να περπατάει, υποδηλώνει το πάθος και την έγνοια της ακμής, όπως στο «Ιωνικόν» ή στο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας Πολεμήσαντες». Κι αυτός σαν εμάς μήπως η ακμή είναι αυτό που επιθυμεί; Μήπως «Τον έπαινο του Δήμου και των σοφιστών, τα μεγάλα κι ανεκτίμητα εύγε»;