Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση).
“Τα υπέροχα τίποτα” της Έμιλυ Ντίκινσον.
Ακούγεται περίεργο, αλλά ένα από τα γεγονότα που προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση στον λογοτεχνικό κόσμο της Αμερικής (σίγουρα στον κόσμο της ποίησης) αυτόν τον χειμώνα, ήταν η έκδοση ποιημάτων μιας ποιήτριας που δεν βρίσκεται εν ζωή πάνω από έναν αιώνα. Συγκεκριμένα, ο ιστορικός εκδοτικός οίκος της Νέας Υόρκης Νέες Κατευθύνσεις (New Directions) εξέδωσε πρωτοϊδωμένα ποιήματα, και αποσπάσματα, της Εμιλυ Ντίκινσον (1830-1886) σε μια πολυτελή έκδοση μεγάλου σχήματος, στα μέτρα βιβλίου τέχνης, με τον τίτλο «Τα υπέροχα Τίποτα» (‘The Gorgeous Nothings’). Ο τίτλος προέρχεται από έναν στίχο ποιήματος που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο.
Στις σελίδες του βιβλίου αναπαράγονται φωτογραφικά τα νεοανακαλυφθέντα χειρόγραφα της Ντίκινσον που δεν είναι κανονικές κόλλες χαρτιού, ή σελίδες απο ένα προσωπικό σημειωματάριο ή τετράδιο, αλλά ανοιγμένοι ταχυδρομικοί φάκελοι, ή μέρη φακέλων, σε τριγωνικά ή πολυγωνικά σχήματα, ανάλογα με το πώς έχει ανοιχτεί ο φάκελος ή ποιό μέρος του φακέλου έχει αποσπαστεί για να χρησιμοποιηθεί από μόνο του για τη γραφή. Τα ποιήματα και ποιητικά αποσπάσματα, γραμμένα με μολύβι, είναι μικρά και φαίνονται να προσαρμόζονται στην οικονομία του χώρου των μικρών επιφανειών των φακέλων (ή μήπως αναζήτησαν αυτόν ακριβώς τον περιορισμένο χώρο γραφής γιά να δοκιμαστούν στην οικονομία του λόγου;) Εχουν γραφεί στις εσωτερικές επιφάνειες φακέλων που είχαν σταλεί στη διεύθυνση της Ντίκινσον (ή και επάνω σε δικούς της άσταλτους φακέλους) και σε όποιες άλλες επιφάνειες που δεν καλύπτονται από γραμματόσημα ή διευθύνσεις. Συνολικά 52 χειρόγραφα με ποιήματα και αποσπάσματα παρουσιάζονται σε αυτή την έκδοση. Καλύπτουν την περίοδο 1864-1886 και αποτελούν όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά γραπτά της Ντίκινσον (γραμμένα κατ’ αυτόν τον περίεργο τρόπο) πάνω σε επιφάνειες φακέλων.
Κάθε εγχείρημα προϋποθέτει μια συγκεκριμένη κριτική θέση σχετικά με το αντικείμενο του και αυτή η a priori θέση καθορίζει την εξέλιξη του εγχειρήματος. Ετσι, οι επιμελητές της περί ού ο λόγος έκδοσης εστίασαν την προσοχή τους στο πλούσιο οπτικό στοιχείο που παρουσιάζουν τα σχήματα των πολλαπλώς ανοιγμένων φακέλων-χειρογράφων, και τα παρουσίασαν υπό μορφή βιβλίου τέχνης: με τη φωτογραφία του χειρόγραφου στη μια σελίδα και με μια τυπογραφική ‘αποκρυπτογράφηση’ του γραφικού χαρακτήρα της συγγραφέως στην απέναντι σελίδα (με το τυπωμένο κείμενο τοποθετημένο εντός μιας σχηματικής απεικόνισης της φωτογραφίας). Χαρακτηριστικά, στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένας οπτικός κατάλογος των χειρογράφων (‘σχήμα βέλους’, ‘βέλος χωρίς αιχμή’, ‘φάκελοι με στήλες’, ‘φάκελοι με διαγώνια γραφή’ κλπ.). Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι, ταυτοχρόνως με την έκδοση, οργανώθηκε και μια έκθεση με ορισμένα από τα χειρόγραφα αυτά στο Κέντρο Ελεύθερου Σχεδίου (The Drawing Center) στη συνοικία Σόχο του Μανχάτταν.
Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ αυτή την έκθεση. Σκύβοντας πάνω από τις γυάλινες προθήκες (τοποθετημένες σε μακρουλά τραπέζια κατά μήκος των τοίχων της αίθουσας) που φιλοξενούσαν τα μικρά, πολύμορφα χειρόγραφα, είχες την αίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο μετείχες στα γραφόμενα. Σαν να έσκυβες πάνω από τον ώμο της ποιήτριας τότε που διέγραφε μια λέξη και την αντικαθιστούσε με μια άλλη λέξη ακριβώς από κάτω, τότε που αντέγραφε ένα ποίημα σε ένα άλλο κομμάτι πρόχειρου χαρτιού και άλλαζε λίγο τη μορφή του, ή τότε που καθώς διάβαζε μια εφημερίδα σκέφτηκε δυό στίχους και έσπευσε να τους καταγράψει στο περιθώριο της σελίδας. (Να σημειώσουμε εδώ οτι η έκθεση συμπεριελάμβανε όχι μόνο φακέλους αλλά και αποκόμματα διαφορετικής προέλευσης, όπως τα περιθώρια εφημερίδων). Η εμπειρία αυτή της έκθεσης μου θύμισε παρόμοιες εμπειρίες, όπως πριν χρόνια μια έκθεση χειρογράφων του ποιητή e.e. cummings, και μιά άλλη για τον Τζάκ Κέρουακ, στην κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Σκυμμένος πάνω από τα ‘σκόρπια χαρτιά’ του Cummings τότε ήταν σαν να τον άκουγα να παραπονιέται για τον θόρυβο της γειτονιάς του, ή γιά τις ενοχλήσεις της μέσης του καθώς χρειαζόταν ν’ ανεβοκατεβαίνει στο σπίτι του τόσες σκάλες, και τον συμμεριζόμουνα, αφού τύχαινε να ζώ κι εγώ σε μια παραπλήσια γειτονιά με παρόμοιες ιδιαιτερότητες κατοικίας. Η πάλι, θυμάμαι τη συγκίνηση μου διαβάζοντας ένα γράμμα του Κέρουακ προς τον ελληνικής καταγωγής παιδικό του φίλο, που πολεμούσε τότε με τον αμερικανικό στρατό στην Ευρώπη, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (όπου και τελικά έχασε τη ζωή του). Του έγραφε λοιπόν να μη στενοχωριέται για την αδερφή του γιατί αυτός, ο Κέρουακ, την είχε υπό την προστασία του (και όντως την παντρέυτηκε περί το τέλος της δικής του ζωής).
Προφανώς, από φύση της, η έκθεση στην αίθουσα τέχνης αποσκοπούσε στο να παρουσιάσει το νεοευρεθέν υλικό της Ντίκινσον μέσα από το πρίσμα των εικαστικών τεχνών και να αποδώσει στην ποιήτρια παρόμοιες προθέσεις κατά την στιγμή της δημιουργίας. Ηταν ενδεικτικό οτι οι πληροφορίες, στις λεζάντες που περιέγραφαν τα μικρά χειρόγραφα-εκθέματα, εστιάζονταν κυρίως την φυσική τους υπόσταση (το υλίκό της επιφάνειας, το υλικό της γραφής- μελάνι ή μολύβι- το σχήμα και τις διαστάσεις) όπως συνηθίζεται με την έκθεση σχεδίων και πινάκων ζωγραφικής. Παρομοίως, οι επιμελητές στο εισαγωγικό δοκίμιο του βιβλίου δηλώνουν πως η ιδέα που τους καθοδήγησε στην παρουσίαση των χειρογραφων σε αυτή τη έκδοση ήταν οτι «Αυτά τα χειρόγραφα θα πρέπει να τα εκλάβουμε ως παραγωγή οπτικού υλικού.» Υπέθεταν, δηλαδή, οτι η Ντίκινσον σε αυτές τις εκφάνσεις της δημιουργίας της είχε αποπειραθεί να πειραματιστεί «με οπτικές μορφές και τις παραλλαγές τους πάνω στη σελίδα.» Το ερώτημα όμως είναι: ήταν όντως τα νεοαποκαλυπτόμενα σχήματα των φακέλων, καθώς τους άνοιγε κάθε φορά με τον χαρτοκόπτη της με διαφορετική προσέγγιση, που κινούσαν το ενδιαφέρον της και ερέθιζαν το δημιουργικό της νεύρο; Η μήπως ήταν άλλοι οι λόγοι που την είχαν ωθήσει στη χρησιμοποίηση των φακέλων σαν πρωτογενές υλικό ποίησης;
Στα δύο εξαιρετικά, περιεκτικά δοκίμια του βιβλίου, των Μάρτα Βέρνερ και Τζέν Μπέρβιν, υπευθύνων για την φιλολογική και καλλιτεχνική επιμέλεια αντιστοίχως, αν τα συνδυάσουμε με γνωστά βιογραφικά στοιχεία για την Ντίκινσον και με μια προσωπική ανάγνωση του βιβλίου, υπάρχουν αρκετές νύξεις πως, πέρα από το πιθανόν οπτικό παιχνίδι, λόγοι απλής πρακτικής συνυφασμένοι με ιδέες για τη λειτουργικότητα της ποίησης μπορεί να είχαν παίξει ρόλο στη δημιουργία αυτής της γραφής σε επιφάνειες φακέλων..
Πρώτα πρώτα, η οικονομία της συγγραφής σε υλικά και σε χρόνο. Στη βιβλιοθήκη της Ντίκινσον υπήρχε το βιβλίο «Η Οικονόμα Νοικοκυρά» (1830) οπου αναγράφεται η συμβουλή ‘Να διατηρήτε τις όπισθεν επιφάνειες παλαιών επιστολών δια να γράφετε επ’ αυτών.’ Και μιας και από τις αρχές της δεκαετίας του 1860 είναι γνωστό πως η Ντίκινσον είχε αρχίσει ‘να αποσύρεται σιγά σιγά από την κοινωνία’, οι φάκελοι που έφτανα στο σπίτι της αποτελούσαν ένα εύκολα διαθέσιμο υλικό γραφής. Κατόπιν, η αμεσότης της ποιητικής πράξης, από τον στίχο που σχηματίζεται στο νού μέχρι την καταγραφή του, σίγουρα διεκολύνετο από τα χαρτάκια των φακέλων που προφανώς είχε πάντα στις τσέπες της. Σ ένα γράμμα στον αδελφό της του είχε αναφέρει οτι ‘…δεν έχω καμμιά σημείωση στη τσέπη μου…’. Και σε ένα άλλο γράμμα σε φίλους της εσωκλείει ένα μολυβάκι, μήκους πέντε πόντων, παρακινώντας τους να γράψουν «Αν δεν έχει μολύβι,/ Δεν δοκιμάζει το δικό μου;» (αναφερόμενη στην ποίηση σε τρίτο πρόσωπο) Με χαρτάκια λοιπόν και με μολυβάκι στη τσέπη έτοιμη για την ποίηση όποτε κι αν αυτή κάνει την εμφάνισή της!
Μια άλλη συγκυρία ίσως να είχε παίξει ακόμα πιό μεγάλο ρόλο. Γύρω στα 1860 στην Αμερική λαμβάνει χώρα μια ιστορική τομή στις επικοινωνίες. Οπως το περιγράφει ένας ιστορικός, για πρώτη φορά ‘ήταν δυνατόν να ταχυδρομήσεις ένα γράμμα σ’ έναν σφραγισμένον φάκελο, πληρωμένο με ένα προαγορασμένο γραμματόσημο, και ταχυδρομημένο από ένα δημόσιο [ταχυδρομικό] κιβώτιο.’ Και επειδή, στο νού του ποιητή, η ποίηση είναι ο πιό ευθύς και άμεσος τρόπος επικοινωνίας, ίσως η Εμιλυ Ντίκινσον να είχε ενθουσιαστεί με τις δυνατότητες της νέας αυτής ‘τεχνολογίας’ του ταχυδρομείου και να ήθελε να πειραματιστεί, να δεί τί πιθανότητες κρύβονταν εκεί για να επαυξήσουν την αμεσότητα της ποίησης (όπως οι σύγχρονοι πειραματισμοί με βίντεο και πιό πρόσφατα με το διαδίκτυο). Ετσι, το ποίημα
One note f r o m Μια νότα από
One Bird Ενα Πουλί
Is better Than Ειναι καλύτερη από
a million words ένα εκατομμύριο λέξεις
A s c a bb a r d Σ’ένα θηκάρι
needs
has – holds χωράει
but- one μόνο ένα
sword σπαθί
είναι γραμμένο σ’ ένα μικρό ορθογώνιο τρίγωνο χαρτιού, μέρος φακέλου, ακριβώς στις διαστάσεις του ποιήματος, με την κορυφή του τριγώνου δεξιά εκεί που τελειώνει ο πρώτος στίχος του ποιήματος. Το όλο πράγμα υπονοεί ταχύτητα, ένα βέλος που σχίζει τον αέρα ή μιά φτερούγα πουλιού εν πτήσει. Τα περισσότερα ποιήματα και αποσπάσματα γραμμένα πάνω στους φακέλους έχουν αυτόν τον αέρα, και την ανάγκη φαίνεται, της ταχύτατης κίνησης. Οσο για το οπτικό στοιχείο των φακέλων, δεν φαίνεται να το καθοδηγεί μια ορισμένη αισθητική. Επί παραδείγματι, παρατηρούμε πως τα ‘διαγώνια κείμενα’ είναι γραμμένα κατ’ αυτόν τον τρόπο για λόγους ίσως πρακτικούς: ακολουθούν την φορά γραμμών χαραγμένων στην πίσω μεριά του φακέλου και ελαφρά ορατών απ’ την πλευρά της γραφής. Επίσης, σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις η διάταξη των στίχων εναρμονίζεται, ή παίζει, με τις γραμμές στις ‘ραφές’ της κόλλας των φακέλων. Αυτές οι γραμμές-ραφές μπορεί να είναι οπτικά σύνορα, στη βιασύνη της όμως, τις περισσότερες φορές, τα παραβιάζει η γραφή.
Οι επιμελητές της έκδοσης αναφέρονται στο γεγονός οτι όλες οι εκδόσεις των ποιημάτων της Ντίκινσον έχουν αγνοήσει τις στιχουργικές προτιμήσεις της ποιήτριας (δηλαδή την τοποθέτηση τών λέξεων επάνω στη σελίδα, τη χρήση κεφαλαίων γραμμάτων μες στο κείμενο, τη στίξη, το ‘σπάσιμο’ του στίχου) και έχουν προσαρμόσει τα ποιήματα στις απαιτήσεις της φιλολογίας και της τυπογραφίας. (Τελευταία, έχουν κυκλοφορήσει ορισμένες εκδόσεις φωτογραφημένων χειρογράφων, περισσότερο για τους ειδικούς ερευνητές παρά για το αναγνωστικό κοινό.) Κάτι που το διαπιστώνουμε στο παρακάτω ποίημα που είχε συμπεριληφθεί σε προηγούμενες εκδόσεις (μερικά από τα ποιήματα και αποσπάσματα των φακέλων έχουν εντοπισθεί και αλλού, είτε σαν κείμενο επιστολών ή σαν στίχοι άλλων ολοκληρωμένων ποιημάτων σε άλλα χειρόγραφα) σε αυτή τη μορφή:
Long Years apart-can make no
Breach a second cannot fill –
The absence of the Witch does not
Invalidate the spell –
The embers of a Thousand Years
Uncovered by the Hand
That fondled them when they were Fire
Will stir and understand
Ας κοιτάξουμε όμως τη γραφή του σ’ έναν από τους φακέλους. Για συντομία, ας δούμε πώς εμφανίζονται σ’ αυτό το χειρόγραφο οι δύο πρώτοι στίχοι, και ο προτελευταίος:
Long Years
apart can
make no
Breach a
second cannot
fill –
ΣΤΗΝ ΠΙΣΩ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ:
That
Fondled
Them
when
they
were
Fire
Διαπιστώνουμε λοιπόν, προς μεγάλη μας έκπληξη, οτι η Εμιλυ Ντίκινσον, στη μοναξιά του σπιτιού της, σπάει τα δεσμά του αμερικανικού στίχου από τον ζυγό της αγγλικής προσωδίας, κάτι που μισόν αιώνα αργότερα γίνεται έναυσμα επανάστασης για τους μοντέρνους Αμερικανούς ποιητές με τη διακήρυξη του William Carlos William για ένα μέτρο ποίησης προσαρμοσμένο στο ‘αμερικανικό ιδίωμα’. Διαπιστώνουμε επίσης (ιδιαίτερα στο κείμενο στην πίσω πλευρά του φακέλου) πως η Ντίκινσον απελευθερώνει τις λέξεις επάνω στη σελίδα προαναγγέλοντας τα τολμηρά παιχνίδια του e.e. cummings στα μέσα του επόμενου αιώνα.
Τέλος, σε έναν ανοιγμένον φάκελο που η επιφάνεια του αποτελείται από τέσσερα κανονικά σχήματα (τρίγωνα, παραλληλόγραμο, πολύγωνο) και ένα πέμπτο κομμάτι, μισοσκισμένο, με ακανόνιστο σχήμα, διαβάζουμε το έξής:
Excuse
Emily and
her Atoms
the North
Star is
of small
fabric
but it yet
implies
much
presides
Συγχωρέστε
την Εμιλυ και
τα Ατομά της
ο Βόρειος
Αστέρας έχει
μικρό
σκαρί
κι όμως
πόσα πολλά
υπονοεί
προεδρεύει
έτι
Το απόσπασμα αυτό είναι γραμμένο στη μικρότερη, μη κανονικού σχήματος, επιφάνεια ενώ όλη η υπόλοιπη επιφάνεια του ανοιγμένου φακέλου παραμένει κενή (εκτός απο τη λέξη ‘yet’ που είναι γραμμένη στο παραλληλόγραμο του φακέλου, πλαγίως και δίπλα ακριβώς από το κείμενο). Κοιτάζοντας το καταλαβαίνουμε οτι παίζει παιχνίδι μαζί μας η Εμιλυ Ντίκινσον. Γιατί φαίνεται να το ξέρει οτι αυτά που μας στέλνει δεν είναι απλώς άτομα (με την έννοια της φυσικής). Είναι ατομικές εκρήξεις, στο άπειρο διάστημα του νού του αναγνώστη, από την εποχή της μέχρι τον αιώνα τον άπαντα, που προσλαμβάνει και απολαμβάνει το αγαθόν που λέγεται ποίηση.
Εξαιρετικό το γράμμα από το Μανχάταν
Ευχαριστώ
Μαρία
Πολύ ενδιαφέρον.