Του Μένου Δελιοτζάκη.
Προ – παραμονή Πρωτοχρονιάς, η παρέα Τετάρτη βράδυ μαζεμένη στο γνωστό στέκι τραγουδώντας και πίνοντας. Έξω το χιόνι πέφτει πυκνό. Άλλα μέσα το κρασί ζεσταίνει.
Έντεκα και δέκα ακριβώς, όπως κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, μπαίνει και στέκεται στον παραστάτη της πόρτας. Με το μειλίχιο και ελαφρώς ειρωνικό του χαμόγελο. Με τη μακριά πατατούκαν του. Στη ρεπούμπλικα σιγολιώνουν οι τελευταίες νιφάδες. Χαμογελά σε όλους. Τον χαιρετούν όλοι. Απρόσκλητος όπως πάντα, χωρίς παρέα. Κάπου σε κάποιο τραπέζι θα ακουμπήσει την καρέκλα του. Έρχεται στο τραπέζι μας. Στη γωνία, δίπλα στο Νότη.
Ο Κώστας τραγουδάει για δρόμους παλιούς που αγάπησε και μίσησε ατέλειωτα. Η Άρτεμις συνοδεύει. Ο Νότης σιγοτραγουδάει. Εγώ μουρμουρίζω μέσα μου, παρακολουθώντας τον διοπτροφόρο φίλο μας.
Μπροστά του, ένα κιλό κρασί, μεταλαβιά κι αντίδωρο μαζί. Ο Νίκος κι ο Βασίλης, παίρνουν το σήμα. Βιολί και κιθάρα, επιβάλουν τις νότες τους στην ταβέρνα. Κι αυτός με την ακατέργαστη φωνή του και το στακάτο τέμπο…
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός
και τόνε ξέραν όλοι
κι εγώ κι εσύ κι ο παρακεί
αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
κι ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη
Ο Τζάκ Ο’ Χάρα, άλλος Μπαρμπα Γιαννιός κι αυτός…
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα
Περασμένες μια. Με το αργό, συρτό του βήμα, οἰνοβαρής, φεύγει. Η χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον. Απέναντι το γνωστό μπαρ, σε πλήρη σύνθεση, με το μπουκέτο των ανατολικών καλλονών. Δεν ρίχνει το βλέμμα του. Σκυφτός, αργοπερπατώντας, παίρνει τον ανηφόρα. Ποιός ξέρει άραγε, στην πόρτα ποιας γειτόνισσας θα κοντοσταθεί. Να δει από το φινιστρίνι το φως και να ακούσει τη φωνή της, εκεί στα ορεινά των Εξαρχείων.
– Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς…- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας
Το χιόνι πέφτει πικνό, κι η σκέψη μου στον ερωτοχρηπημένο Μπαρμπα – Γιαννό, πεσμένο μπροστά την πόρτα της Μυλωνούς, της Πολυλογούς.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Τα μάτια και τα αυτιά μου στους τελευταίους στίχους του Ζαμπέτα….
Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί,
και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο
Γνώριζε λοιπόν τον Σκιαθίτη; Διάβαζε τον κυρ – Αλέξανδρο; Γοητεύτηκε από τον Μπαρμπα – Γιαννιό για τον δικό του Τζακ;
Δεν ειναι απαντηση ουτε”σχολιο”,απλως μια πρωτη αντιδραση ενος αναγνωστη. Που θα ηθελε να την πει και σε αλλους΄ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ”.