της Βαρβάρας Ρούσσου
Η Δώρα Μέντη δεν είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνει το επίπονο έργο της ανθολόγησης ποίησης. Η νέα ποιητική ανθολογία που παρουσιάζει είναι θεματική. Πρόκειται για ένα βιβλίο ανοιχτό στο χώρο και το χρόνο, μέρος της δυνητικής εκείνης, τεράστιας σε έκταση, συνεχώς ανανεούμενης ανθολογίας των ανθέων, που παραμένει πάντα επίκαιρη. Η διαρκής επικαιρότητα προέρχεται από το θέμα: τα λουλούδια. Ακόμη και αν κάποιος δεν αναγνωρίζει τα είδη των λουλουδιών αυτά μπορεί να έχουν συνοδεύσει στιγμές της καθημερινότητάς του και ενδέχεται να συνάπτονται με οριακού χαρακτήρα μνήμες (έρωτες, γάμοι, γεννήσεις, θάνατοι). Πάντως, ο αναγνώστης θα εκπλαγεί από το βαθμό που αυτά κινητοποίησαν γενιές και γενιές ποιητών και πέρασαν στην ποίηση με διαφορετική φόρτιση και σημασία. Νομίζω ότι, χωρίς υπερβολή, υπήρχε ανάγκη γι’ αυτή την ανθολογία της Μέντη για δύο λόγους.
Πρώτον, στο «Γλωσσάριο των ανθέων» η οικειότητά μας με το βασικό συνεκτικό στοιχείο του βιβλίου -το λουλούδι- μας ωθεί να ανοίξουμε ευκολότερα τον ποιητικό ανθώνα που αποτελεί μια ουσιαστική περιήγηση στην ελληνική ποίηση, στο φάσμα δύο και πλέον αιώνων, με όχημα ένα θέμα τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο προκλητικό. Ακριβώς εξαιτίας της οικειότητας του θέματος, γίνεται εναργέστερα αντιληπτό το πώς η ποίηση δέχεται ερεθίσματα και τα μεταποιεί, πώς εξεικονίζει με ποικιλομορφία αντίστοιχη αυτής των λουλουδιών. Στο πανόραμα λογοτεχνικών τροπικοτήτων και ύφους, τάσεων και γλωσσικών διαφοροποιήσεων, παρακολουθούμε την εξέλιξη της ελληνικής ποίησης, ποιητές κλασικούς αλλά και σύγχρονους. Κυρίως όμως μπορούμε να έχουμε μια σαφή εικόνα για το πώς συμβολοποιείται και επανασυμβολοποιείται ένα στοιχείο, πώς μπορεί να κινείται στο κέντρο ή στην περιφέρεια ενός ποιήματος, δηλαδή ως βασικός άξονας-εικόνα, ή ως δευτερεύον στοιχείο. Εν ολίγοις: ποιοι είναι οι τρόποι, -γιατί ο τρόπος είναι που υπερτερεί του θέματος- να χρησιμοποιείται ένα στοιχείο πολλές φορές, με διαφορετική φόρτιση ώστε να παράγεται κάθε φορά και νέα, διαφορετική συγκίνηση. Από τα παλαμικά άνθη ως σύμβολα ιδέας, συνομιλητές επενδυμένους τη μορφή του υπερβατικού («Μίλημα με τα λουλούδια») που με αφορμή μια απώλεια γίνονται πλήρη λυρισμού σύμβολα θανάτου τα άνθη ενσωματώνονται στην υπογειωμένη συγκίνηση της καβαφικής αφηγηματικότητας με θέμα πάλι το θάνατο («Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ») ή ακόμη στον οικείο κουβεντιαστό τόνο της αφήγησης μιας κοινής, τυπικής ημέρας που συγκρατεί προσεκτικά, μέσα στην αποτύπωση του καθημερινού, το λυρικό ξέσπασμα του πένθους («Δεν της πήρα λουλούδια» της Νίκης Μαραγκού). Ακόμη μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει στην πορεία της αλλαγής ποιητικού παραδείγματος πώς αποσυνδέονται τα λουλούδια από τη ρομαντική αισθηματολογία και το λυρισμό και επανατοποθετούνται σε άλλο πλαίσιο (Πρατικάκης, «Τα δέντρα»). Πώς παύουν να έχουν διαμεσολαβητικό ρόλο στη συναισθηματική διαλλαγή και αποταυτίζονται από το ερωτικό συναίσθημα για να μεταποιηθούν σε φορείς ή σύμβολα νοσταλγίας, μνήμης, (Λειβαδίτης «Καντάτα-αυτός με την Παλόμα») πικρίας, ματαίωσης, διδαχής (Ρουκ «Το άνθος διδάσκει») ή να μας ταράξουν ως δυστοπικοί κήποι («Ο κήπος της αχαριστίας») αλλά και κήποι της ασθένειας και της παραίτησης (Χριστοδούλου «Ο κήπος») ή σύμβολα ακόμη και του ίδιου τους του εαυτού, της φύσης δηλαδή, που τη λέμε μητέρα μας και όχι θεία μας για να μεταφέρω παραλλαγμένο τον Καρούζο. Θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη συμβολοποιητική μετακύληση των ανθέων από το κέντρο στην περιφέρεια ως μετακίνηση μακριά από το χαμένο κέντρο μας, ως μετατόπιση του ίδιου του κόσμου μας, ως αλλαγή παραδείγματος. Όμως οι αλλαγές δεν είναι μόνον λογοτεχνικής υφής. Η ανθολόγος Δώρα Μέντη εξάλλου έχει στον πρόλογό της εύστοχα παρατηρήσει, μέσω των ανθέων, την αλλαγή από το ρομαντικό συναίσθημα στο σύγχρονο lifestyle. Δεν παύουν όμως να υπάρχουν και να ανθοφορούν οι ερωτικοί κήποι σύγχρονων ποιητών (Βέης, «Έναν καινούργιο κήπο»), όπου επισυμβαίνει είτε η ιαματική ερωτική χρήση των λουλουδιών (Μαμακάκη, «Ανθοιάματα») είτε η φωτοδοσία του λευκού γιασεμιού (Γκανάς) είτε παρά τον τίτλο τους «Κήπος χωρίς αυταπάτες» (Κοντού) είναι γεμάτοι νοσταλγικό λυρισμό.
Έρχομαι έτσι στο δεύτερο λόγο της σημασίας αυτού του βιβλίου. Αφού περάσει ο αναγνώστης απολαυστικά την πρώτη ανάγνωση, μπορεί κατόπιν να παρακολουθήσει την εγγραφή της θεματικής των λουλουδιών στην κοινωνικοπολιτισμική ιστορία. Καθώς η ανθολογία εκτείνεται στο βάθος δύο αιώνων είμαστε σε θέση να συγκροτήσουμε μια εικόνα της έκφρασης αλλά και του τρόπου μετάδοσης, μεταβίβασης των συναισθημάτων μέσω των λουλουδιών και να αντιμετωπίσουμε τα άνθη ως μέρος της καθημερινής κοινωνικής ζωής. Τα πλήθος λουλούδια στα ποιήματα του Παλαμά, η πασίγνωστη αμυγδαλιά του Δροσίνη, ο ερωτικός διάλογος στη γλώσσα των λουλουδιών της Ευαγγελίδου («Μυοσωτίς») αποτελούν αναφορά σε μια οικεία καθημερινή λεπτομέρεια. Στη σχεδόν μυθοποιημένη σήμερα παλιά Αθήνα, οι φρέζιες του Παλαμά ή οι αμυγδαλιές στους αθηναϊκούς δρόμους ήταν σύνηθες συμβάν. Αποκαλύπτεται ένας σχεδόν ανοίκειος για το σήμερα τρόπος ζωής, όπως μπορεί εξάλλου να διαφανεί από τη μελοποιημένη «Αμυγδαλιά» του Δροσίνη, ευρείας απήχησης τραγούδι για ολόκληρες γενιές. Για να μην αναφερθώ στον «Μάιο» του Παράσχου που αποδίδει και μας μεταφέρει το ρομαντικό γυναικείο πρότυπο. Τα λουλούδια ενεργά/καθημερινά στοιχεία μιας άλλης λαϊκής κουλτούρας, μιας κοινής γλώσσας άλλης εποχής σήμερα γίνονται για πολλούς από εμάς διακοσμητικά στοιχεία, φορείς μιας άλλης ζωής μακριά από τον αστικό πολιτισμό και γι’ αυτό η επανασυμβολοποίησή τους πιο περίπλοκη.
Αν τώρα συνδέσω τους δύο παραπάνω λόγους για τους οποίους αυτό το βιβλίο γίνεται ξεχωριστό, την ανάκληση του παρελθόντος και τη σύνδεση με το παρόν, τότε μπορώ να εμπλουτίσω το ταξίδι μου στο χρόνο, προς τα πίσω, κάνοντας μια αναφορά στους μακρινούς προγόνους της παρούσας ανθολογίας. Το γλωσσάριο των ανθέων μας επιστρέφει πίσω στον αιώνα-πατέρα μας, τον 19ο αιώνα. Για να συγκεκριμενοποιήσω τις σκέψεις μου θα αναφερθώ στα δύο διαφορετικά «γλωσσάρια» του βιβλίου: εκείνο το ομώνυμο του Εγγονόπουλου και το ρομαντικό γλωσσάριο αποσυμβολισμού των ανθέων της Παυλίνας Μπορέλλη, μιας άγνωστης ποιήτριας των μέσων του 19ου αι. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους; Ποια η διαφορά; Ό,τι η ποιήτρια του 1853 επιχειρεί να ερμηνεύσει ξεκινώντας από έναν πραγματικό κήπο για να καταλήξει στον αποσυμβολισμό μιας μυστικής γλώσσας του έρωτα, ο Εγγονόπουλος του 1948 επιχειρεί να «συσκοτίσει» επιστρέφοντας σε έναν νοητό ανθόκηπο με το λυτρωτικό μάδημα μιας μαργαρίτας που οδηγεί στη λύση του διλήμματος, στην απάντηση του ερωτήματος: «αυτό ή εκείνο;», «μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά» ή όπως καταλήγει το ποίημα «ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς; Ν’ αγαπώ». Τελικά η κοινή, απαράλλαχτη βάση είναι η αγάπη. Και η ανθολογία αυτή γεννήθηκε από αγάπη. Όπως λέει ο Μπαλζάκ «ένα λουλούδι χρωστά την άνθισή του σ’ έναν ευγενή ενθουσιασμό».
info: Δώρα Μέντη, Το γλωσσάριο των ανθέων. Ανθολογία ποιημάτων για λουλούδια εν ανθηρώ έλληνι λόγω, εκδ. Πικραμένος, Πάτρα, 2018.