Γκυ ντε Μωπασάν: Η Δεσποινίς Περλ (απόσπασμα, μτφρ. Λίλα Κονομάρα)

0
655

μτφρ. Λίλα Κονομάρα

 

… Ο κ. Σαντάλ σώπασε. Ήταν καθισμένος πάνω στο μπιλιάρδο, τα πόδια του κρέμονταν στον αέρα. Στο αριστερό του χέρι έπαιζε μια μπάλα, ενώ με το δεξί πασπάτευε ένα πανί που χρησίμευε για να σβήνουμε τους πόντους στον πίνακα και που το λέγαμε «το πανί για την κιμωλία». Ελαφρά αναψοκοκκινισμένος, με υπόκωφη φωνή, μονολογούσε τώρα χαμένος στις αναμνήσεις του, περιδιαβαίνοντας ανάμεσα σε πράγματα παλιά και γεγονότα περασμένα που ξαναζωντάνευαν στο μυαλό του, όπως περιδιαβαίνει κανείς τον παλιό κήπο του σπιτιού όπου μεγάλωσε κι όπου από κάθε δέντρο, κάθε μονοπάτι, κάθε φυτό, από τα λογχοειδή ου, τις δάφνες που μοσχοβολάνε, τον κόκκινο και ελαιώδη καρπό της σμίλακας που λιώνει ανάμεσα στα δάχτυλα, αναδύεται σε κάθε μας βήμα μια λεπτομέρεια της περασμένης μας ζωής, μια απ’ αυτές τις μικρές, ασήμαντες και θαυμαστές λεπτομέρειες που είναι η ίδια η ουσία, το νήμα της ζωής μας.

Στεκόμουν απέναντί του, με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια ακουμπισμένα στην άχρηστη πια στέκα του μπιλιάρδου.

Ύστερα από ένα λεπτό εκείνος ξανάρχισε: «Αχ! Τι όμορφη κοπέλα που ήταν η Κριστί στα δεκαοκτώ της… τι χαριτωμένο, τι τέλειο πλάσμα… Αχ! Τι ομορφιά… τι ομορφιά Θεέ μου… τι γοητεία… αλλά και τι ευγενική ψυχή! Είχε κάτι μάτια… κάτι μπλε μάτια… διάφανα… λαμπερά… που όμοιά τους δεν έχω ξαναδεί!».

Σώπασε πάλι. Εγώ ρώτησα: «Γιατί δεν παντρεύτηκε;»

Εκείνος απάντησε, όχι σε μένα, αλλά στη λέξη «παντρεύτηκε» που αντήχησε στο δωμάτιο.

«Γιατί; Γιατί δεν ήθελε… δεν ήθελε. Κι όμως, είχε τριάντα χιλιάδες φράγκα προίκα και την ζήτησαν πολλοί… μα εκείνη δεν ήθελε! Έδειχνε λυπημένη εκείνο τον καιρό. Ήταν τότε που παντρεύτηκα την ξαδέλφη μου, τη μικρή Σαρλότ, τη γυναίκα μου, με την οποία ήμουν έξι χρόνια αρραβωνιασμένος».

Κοίταζα τον κ. Σαντάλ και ένιωθα πως έμπαινα στο μυαλό του, πως ανακάλυπτα ξαφνικά τα σιωπηλά και ασύλληπτα δράματα που φωλιάζουν στις καρδιές των τίμιων ανθρώπων, καρδιές αμόλευτες, χωρίς καμιά κακία, ερμητικά κλειστές και ανεξερεύνητες που κανένας δεν γνώρισε, ούτε καν τα σιωπηλά και υποταγμένα θύματά τους.

Και τότε, του πέταξα, σπρωγμένος από μια αδιάντροπη περιέργεια:

«Εσείς έπρεπε να την παντρευτείτε, έτσι δεν είναι κύριε Σαντάλ;»

Εκείνος ταράχτηκε, με κοίταξε και είπε:

«Εγώ; Να παντρευτώ ποιαν;»

«Τη δεσποινίδα Περλ.»

«Και γιατί;»

«Γιατί την αγαπούσατε περισσότερο απ’ ό,τι την ξαδέλφη σας.»

Γύρισε και με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα έκπληξη και απορία κι ύστερα ψέλλισε:

«Την αγαπούσα… εγώ… Μα πώς; Ποιος σου είπε κάτι τέτοιο;»

«Μα διάολε, φαίνεται… και μάλιστα γι’ αυτό καθυστερήσατε τόσο καιρό το γάμο με την ξαδέλφη σας που σας περίμενε έξι ολόκληρα χρόνια.»

Εκείνος άφησε την μπάλα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, άρπαξε με τα δυο του χέρια το πανί της κιμωλίας και κρύβοντας το πρόσωπό του άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έκλαιγε μ’ έναν τρόπο θλιβερό και γελοίο μαζί. Τα μάτια του, η μύτη και το στόμα του έτρεχαν συγχρόνως, σαν ένα σφουγγάρι που ζουλάς. Και δώσ’ του να βήχει, να φτύνει, να σκουπίζει τη μύτη του με το πανί της κιμωλίας, να σφουγγίζει τα μάτια του, να φτερνίζεται και το πρόσωπό του να μουσκεύει ξανά ολόκληρο και τα αναφιλητά του να μοιάζουν με γαργάρες.

Εγώ, τρομοκρατημένος, γεμάτος ντροπή, ήθελα να το βάλω στα πόδια και δεν ήξερα πια τι να πω, τι να κάνω, πώς να φερθώ.

Ξάφνου η φωνή της κυρίας Σαντάλ αντήχησε στη σκάλα: «Τι θα γίνει μ’ αυτό το τσιγάρο, τελειώνετε;»

Άνοιξα την πόρτα και φώναξα: «Ναι κυρία μου, κατεβαίνουμε.»

Ύστερα έτρεξα προς το μέρος του συζύγου της και πιάνοντάς τον από τους αγκώνες, του είπα: «Κύριε Σαντάλ, φίλε μου, ακούστε με. Σας φωνάζει η γυναίκα σας, ηρεμήστε, ηρεμήστε πια, πρέπει να κατεβούμε. Ηρεμήστε.»

Εκείνος ψέλλισε: «Ναι… ναι… έρχομαι… την καημένη την κοπέλα… έρχομαι… πείτε της πως έφτασα.»

Και άρχιζε να σκουπίζεται επιμελώς με το πανί που εδώ και δυο τρία χρόνια σβήνουμε τους πόντους στον πίνακα, κι ύστερα από λίγο φάνηκε το πρόσωπό του, μισό άσπρο και μισό κόκκινο, το μέτωπο, η μύτη, τα μάγουλα και το πηγούνι πασαλειμμένα με κιμωλία, τα μάτια πρησμένα και γεμάτα δάκρυα.

Τον πήρα από το χέρι και τον οδήγησα στο δωμάτιό του μουρμουρίζοντας: «Σας ζητώ συγγνώμη, ειλικρινά σας ζητώ συγγνώμη, κύριε Σαντάλ, που σας στενοχώρησα τόσο πολύ… αλλά να… δεν ήξερα… με… με καταλαβαίνετε…»

Εκείνος μου ‘σφιξε το χέρι: «Ναι… ναι… ναι… είναι κάποιες στιγμές … δύσκολες…»

Έπειτα βούτηξε το πρόσωπό του μέσα στη λεκάνη. Όταν το ξανάβγαλε μου φάνηκε πως δεν ήταν ακόμη ευπαρουσίαστος. Μου ήρθε όμως μια πονηρή ιδέα. Καθώς κοιτούσε ανήσυχος το πρόσωπό του στον καθρέφτη, του είπα: «Δεν χρειάζεται παρά να πείτε ότι σας μπήκε κάποια σκόνη στο μάτι κι έτσι θα μπορείτε να κλαίτε μπροστά σ’ όλο τον κόσμο όσο σας αρέσει.»

Πράγματι κατέβηκε τρίβοντας τα μάτια του με το μαντήλι του. Οι άλλοι ανησύχησαν. Όλοι τους αναζήτησαν τη σκονίτσα που δεν βρέθηκε πουθενά κι άρχισαν να διηγούνται παρόμοια περιστατικά όπου χρειάστηκε να φωνάξουν γιατρό.

Εγώ είχα καθίσει κοντά στη δεσποινίδα Περλ και την κοιτούσα, κυριευμένος από σφοδρή περιέργεια, μια περιέργεια που καταντούσε οδυνηρή. Πρέπει πράγματι να ήταν όμορφη στα νιάτα της, με κείνα τα γλυκά, γαλήνια μάτια της, τα τόσο μεγάλα και διάπλατα ανοιγμένα που ‘μοιαζαν να μην ανοιγοκλείνουν ποτέ όπως των άλλων ανθρώπων. Η τουαλέτα της ήταν λίγο γελοία, μια πραγματική τουαλέτα γεροντοκόρης που την ασχήμαινε, χωρίς όμως να την κάνει να νιώθει αμήχανα.

Μου φαινόταν πως έβλεπα μέσα της, όπως είχα δει πριν από λίγο μέσα στην ψυχή του κ. Σαντάλ, πως διέκρινα πάλι απ’ άκρη σ’ άκρη εκείνη την ταπεινή, απλή ζωή, την αφοσιωμένη στο καθήκον. Μια ανάγκη όμως ανέβαινε στα χείλη μου, μια ανάγκη πιεστική να την ρωτήσω, να μάθω αν κι εκείνη τον είχε αγαπήσει, αν κι εκείνη είχε νιώσει αυτό το ατέλειωτο, κρυφό μαρτύριο που οι άλλοι δεν βλέπουν, δεν γνωρίζουν, δεν μαντεύουν, αλλά που αποκαλύπτεται τη νύχτα μέσα στη μοναξιά της σκοτεινής κάμαρας. Την παρατηρούσα, έβλεπα την καρδιά της να πάλλεται κάτω από το κορσάζ της κι αναρωτιόμουν αν αυτή η γλυκιά και άδολη μορφή είχε περάσει τις νύχτες της στενάζοντας μέσα στη νοτισμένη λακκούβα του μαξιλαριού της και θρηνώντας, ενώ το κορμί της τρανταζόταν από τα αναφιλητά και ψηνόταν μέσα στην κάψα του κρεβατιού της.

Και τότε της είπα πολύ σιγά, όπως κάνουν τα παιδιά που σπάνε ένα κόσμημα για να δουν τι έχει μέσα: «Αν είχατε δει τον κ. Σαντάλ να κλαίει πριν από λίγο, θα τον είχε λυπηθεί η ψυχή σας.»

Εκείνη ταράχτηκε: «Πώς! Έκλαιγε είπατε;»

«Ω ναι, έκλαιγε!»

«Και γιατί;»

Έδειχνε πολύ συγκινημένη.

«Εξαιτίας σας» της απάντησα.

«Εξαιτίας μου;»

«Ναι, μου έλεγε πόσο σας είχε αγαπήσει άλλοτε και πόσο του είχε στοιχίσει που παντρεύτηκε τη γυναίκα του αντί για σας…»

Μου φάνηκε πως είδα το χλωμό της πρόσωπο να διαστέλλεται ελαφρά. Τα μάτια της που ήταν πάντα ανοιχτά, τα ήρεμα μάτια της έκλεισαν ξαφνικά, τόσο γρήγορα που έμοιαζαν να έκλεισαν για πάντα. Γλίστρησε από την καρέκλα της κι έπεσε κάτω απαλά, αργά, όπως ένα σάλι που γλιστράει στο πάτωμα.

Εγώ φώναξα: «Βοήθεια! Βοήθεια! Η δεσποινίς Περλ δεν αισθάνεται καλά.»

Η κυρία Σαντάλ και οι κόρες της έτρεξαν προς το μέρος νου και την ώρα που έψαχναν για νερό, ξύδι, μια πετσέτα, πήρα το καπέλο μου και το ‘βαλα στα πόδια.

Βάδιζα γρήγορα, με την καρδιά ταραγμένη και το μυαλό γεμάτο τύψεις και λύπη. Ήταν όμως και στιγμές που ένιωθα χαρούμενος. Μου φαινόταν πως είχα κάνει κάτι αξιέπαινο και αναγκαίο.

Αναρωτιόμουν: «Είχα δίκιο; Είχα άδικο;» Το κουβαλούσαν κι οι δυο  σαν μολύβι που έμεινε μέσα σε μια επουλωμένη πληγή. Δεν θα ήταν πιο ευτυχισμένοι τώρα; Ήταν πολύ αργά πια για να ξαναρχίσει το μαρτύριό τους και αρκετά νωρίς για το θυμούνται με συγκίνηση.

Και ίσως κάποιο βράδυ την ερχόμενη άνοιξη, στη θέα μιας αχτίδας του φεγγαριού που θα πέσει μέσ’ απ’ τα κλαδιά στα πόδια τους, στο χορτάρι, θα ενώσουν και θα σφίξουν τα χέρια σε ανάμνηση όλου εκείνου του βωβού και αβάσταχτου πόνου. Και ίσως, χάρη σ’ αυτό το σύντομο άγγιγμα, θα τους διαπεράσει κάτι από εκείνο το σκίρτημα που δεν γνώρισαν ποτέ. Και θα τους μεταδοθεί, σ’ αυτούς εδώ τους νεκρούς που θα ξαναζωντανέψουν την ίδια κιόλας στιγμή, η φευγαλέα και θεία αίσθηση εκείνης της μέθης, εκείνης της τρέλας που δίνει στους ερωτευμένους περισσότερη ευτυχία μέσα σ’ ένα σκίρτημα απ’ όση μπορούν να δρέψουν σ’ όλη τους τη ζωή οι υπόλοιποι άνθρωποι!

 

 

Προηγούμενο άρθροH μικρή Εστέρ σαρκάζει την κοινωνία μας με κέφι  (της Ελένης Σβορώνου)
Επόμενο άρθροΤο μελόδραμα του Σταύρου Ζαφειρίου (του Γιώργου Λίλλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ