Του Θανάση Μήνα.
Εξηντατεσσάρων ετών σήμερα, ο γεννημένος στο εργατικό νότιο Λονδίνο Γκράχαμ Σουίφτ είναι ένας από τους κορυφαίους εν ζωή συγγραφείς στα βρετανικά νησιά. Σπούδασε λογοτεχνία στα πανεπιστήμια του Καίμπριτζ και του Γιόρκ και εμφανίστηκε στα γράμματα το 1980 με το μυθιστόρημα The Sweet-Shop Owner (Ο καταστηματάρχης, Εστία, 1996). Η Υδάτινη χώρα (1983, Εστία, 1999) ήταν το μυθιστόρημα που τον καθιέρωσε, ενώ το εξαιρετικό Last Orders (1992), που αρχικά μεταφράστηκε στα ελληνικά ως Τελευταίες εντολές (Νεφέλη, 1997), του χάρισε το βραβείο Booker, ενώ μεταφέρθηκε με επιτυχία και στον κινηματογράφο (στην ταινία πρωταγωνιστούν τα τρομερά παιδιά του αγγλικού σινεμά της γενιάς του 60: Μάικλ Κέιν, Μπομπ Χόσκινς, Τομ Κόρτνεϊ, Ντέιβιντ Χέμινγκς). Πολυφωνικό στην αφήγησή του, το εν λόγω μυθιστόρημα, που επανακυκλοφορεί στα ελληνικά από την Εστία με τον τίτλο Τελευταίος γύρος (μτφ. Άντζελα Δημητρακάκη), χαρακτηρίστηκε από μερίδα της κριτικής ως ένα Καθώς ψυχορραγώ (Ουίλλιαμ Φώκνερ) για τη βρετανική εργατική τάξη. Εξάλλου ο Σουίφτ είναι ένας συγγραφέας με σπάνια ευαισθησία, ο οποίος εστιάζει στα μικρά, καθημερινά προβλήματα και τις διαπροσωπικές σχέσεις και εξερευνεί το πώς αυτά επηρεάζονται από τα μεγαλύτερα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Τα στοιχεία αυτά χαρακτηρίζουν και το τελευταίο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Μακάρι να ήσουν εδώ, που αναμένεται σύντομα από την Εστία σε μετάφραση του Θωμά Σκάσση. Ο ίδιος έχει μεταφράσει και τη συλλογή δοκιμίων του Σουίφτ με τον τίτλο Φτιάχνοντας έναν ελέφαντα, που επίσης κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από την Εστία.
Η συζήτησή μας με τον βραβευμένο συγγραφέα επικεντρώνεται στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το οποίο έχει ως θέμα τη σχέση δύο αδελφών, που προέρχονται από μια αγροτική κοινωνία. Ο μεγαλύτερος, ο Τζακ, πουλά την πατρική φάρμα περίπου την εποχή που η αγγλική κτηνοτροφία πλήττεται από την επιδημία των τρελών αγελάδων, ενώ ο μικρότερος αδερφός, ο Τζακ, κατατάσσεται στο στρατό και σκοτώνεται στον πόλεμο του Ιράκ. Σημαντικό ρόλο στην αφήγηση έχουν επίσης ο –νεκρός- πατέρας τους, στη σκιά του οποίου εξακολουθούν να ζουν οι δύο αδερφοί, καθώς και η σύζυγος, του Τζακ, η Έλλη∙ η επιστροφή του πτώματος του Τομ στην πατρίδα ανοίγει πληγές στη σχέση του ζευγαριού, πληγές που προκλήθηκαν στο παρελθόν εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος και οι οποίες ουδέποτε επουλώθηκαν.
Κύριε Σουίφτ, θα συμφωνήσετε ότι το κεντρικό θέμα στο Μακάρι να ήσουν εδώ είναι η απώλεια στην καθημερινή ζωή;
Στα αγγλικά η λέξη απώλειες (casualties) χρησιμοποιείται πρωτίστως στη στρατιωτική ορολογία. Μιλάμε για απώλειες στον πόλεμο ή στη μάχη, εννοώντας τους νεκρούς και τους τραυματίες. Θα μπορούσες να πεις ότι το Μακάρι να ήσουν εδώ είναι ένα μυθιστόρημα για τις απώλειες στην καθημερινότητα με την έννοια ότι αφορά στην διείσδυση του κόσμου του πολέμου στην καθημερινή ζωή μας που κανονικά είναι ένας ειρηνικός κόσμος. Η βασική ιστορία αφορά στην επιστροφή στην πατρίδα ενός νεκρού στρατιώτη, του Τομ Λάξτον, ο οποίος σκοτώθηκε στο Ιράκ και στις τρομερές επιπτώσεις που έχει αυτό το γεγονός στην οικογενειακή ζωή του μεγαλύτερου αδερφού του, Τζακ. Όταν ένας στρατιώτης σκοτώνεται μια σειρά από ζωές άλλων ανθρώπων καταστρέφονται. Γίνονται και αυτές απώλειες πολέμου και υφίστανται τις επιδράσεις της πολιτικής που προκαλεί τον πόλεμο. Στο μυθιστόρημα η διαδικασία αυτή αναπαρίσταται στον χαρακτήρα του ταγματάρχη Ρίτσαρντς, ενός αξιωματικού που το καθήκον του είναι να ενημερώνει τους συγγενείς και τα αγαπημένα πρόσωπα αυτών που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν στο μέτωπο. Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του έναν αποτυχημένο στρατιώτη, μολονότι αντιμετωπίζει καθημερινά το δράμα των παράπλευρών απωλειών ενός πολέμου και βλέπει καθαρά το πώς αυτές οι απώλειες εξαπλώνονται στη χώρα. Στο μυθιστόρημα είναι ο αδερφός του Τομ αυτός που υποφέρει περισσότερο και κουβαλά το βάρος ότι είναι ο τελευταίος επιζών από την οικογένειά του και πρέπει να το αντιμετωπίσει μόνος του. Δεν καλείται μόνο να ζήσει με τη θλίψη της απώλειας του αδερφού του αλλά και να αντιμετωπίσει τις ευρύτερες πολιτικές επιπτώσεις του γεγονότος ότι ο αδελφός του ήταν στρατιώτης. Δεν είναι φυσικά ικανός να κουβαλήσει όλο αυτό το «διπλό» βάρος. Αλλά ποιος θα ήταν; Ο Τζακ είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Το φορτίο που κουβαλά είναι εξωπραγματικό.
Ο πόλεμος του Ιράκ λαμβάνει χώρα παράλληλα με την εξάπλωση της επιδημίας των τρελών αγελάδων που κατάστρεψε οικονομικά πολλούς Βρετανούς αγρότες. Πώς συνδέονται αυτά τα δύο γεγονότα και ποιες οι επιπτώσεις τους στην κοινωνία της Μεγάλης Βρετανίας;
Ο πόλεμος δεν προκαλεί μόνο νεκρούς και τραυματίες. Μολύνει. Είναι προφανείς oι παράλληλες γραμμές μεταξύ των επιπτώσεων μιας επιδημίας και των μιασματικών επιπτώσεων ενός πολέμου, ο οποίος μολύνει τα πάντα γύρω του. Στον πόλεμο οι άνθρωποι σκοτώνονται με τον ίδιο εύκολο τρόπο με αυτόν που θανατώνονται οι άρρωστες αγελάδες. Αυτό δείχνει δηλαδή το πόσο φτηνή έχει γίνει η ζωή. Ωστόσο, στο μυθιστόρημα το θέμα θίγεται με πιο πολύπλοκο τρόπο. Στο ζήτημα της επιδημίας των τρελών αγελάδων απαντούν συμβολισμοί και συνδηλώσεις. Για τον μέσο Άγγλο, ελάχιστες εικόνες συμβολίζουν την αίσθηση της ειρηνικής ζωής όσο η εικόνα ενός αγρού όπου βόσκουν αγελάδες. Όταν ο Τομ – ο άνθρωπος που συνειδητά εγκατέλειψε την οικογενειακή ζωή για να γίνει στρατιώτης- πεθαίνει στο Ιράκ, οι τελευταίες του σκέψεις είναι οι αγελάδες της οικογενειακής του φάρμας. Στο μυαλό του δηλαδή επιστέφει στο περιβάλλον απ’ όπου προέρχεται.
Οι ήρωές σας δείχνουν εξορισμένοι από τον μοντέρνο τρόπο ζωής. Πιστεύετε ότι συχνά οι άνθρωποι μένουν προσκολλημένοι σε κανόνες ζωής που δεν ισχύουν πια; Είναι αυτό ένα από τα μικρά έστω δράματα της καθημερινότητας;
Συμφωνώ ότι πολλοί άνθρωποι είναι «εξορισμένοι» με τον τρόπο που περιγράφετε. Η ζωή είναι αρκετά μεγάλη και ευμετάβλητη σε ιστορικές αλλαγές που κάνουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής ξεπερασμένο. Όπως ο Τομ επέλεξε να γίνει στρατιώτης για να απομακρυνθεί από το οικογενειακό περιβάλλον, έτσι και ο Τζακ προσπαθεί να αποκολληθεί από το αγρόκτημα το οποίο ανήκε στην οικογένειά του επί δεκαετίες. Η διαδικασία αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη δραματική, σίγουρα όμως είναι ψυχοφθόρα.
Ο Τζακ είναι στοιχειωμένος από τον αδερφό του, νεκρό η ζωντανό. Σε τι αποσκοπεί στο μυθιστόρημα η εμφάνιση του φαντάσματος του Τομ στο τέλος;
Το μυθιστόρημα αναφέρεται κυρίως στη σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας, του Τζακ και της Έλλης. Συγχρόνως όμως είναι και η ιστορία δύο αδερφών. Εξαρχής ήθελα να εξερευνήσω τη σχέση δύο αδερφών, ιδίως ενός ζωντανού και ενός νεκρού. Οι νεκροί γενικά στοιχειώνουν τους ζωντανούς. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η εμφάνιση του φαντάσματος του Τομ λαμβάνει χώρα στο μυαλό του Τζακ. Δεν μπορώ να περιγράψω επακριβώς πώς συνέβη αυτό. Δεν ήταν κάτι που είχα προσχεδιάσει.
Ζούνε και οι δύο αδερφοί στη σκιά του πατέρα τους;
Ναι, και οι δύο ζουν στη σκιά του πατέρας τους, ιδίως ο Τζακ. Ο Τομ εγκατέλειψε την οικογένειά του σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ενώ ο Τζακ έμεινε με τον πατέρα του και μετά τον θάνατο της μητέρας του. Ο Τζακ είναι στοιχειωμένος από τον τραγικό θάνατο του πατέρα του – ο οποίος αυτοκτόνησε- πολύ πιο έντονα από τον Τομ.
Ποια είναι η θέση της Έλλης ανάμεσα στους δύο αδερφούς;
Η θέση της Έλλης είναι πλάι στον Τζακ, αδιαμφισβήτητα. Είναι η σύζυγος του, γνωρίζονται από τα παιδικά τους χρόνια, και ενδόμυχα η Έλλη είναι ανακουφισμένη από την απουσία του Τομ καθώς ζηλεύει κάπως τη στενή σχέση των δύο αδερφών. Μια σχέση που παραμένει στενή παρά την απουσία του Τομ και την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των δύο αδερφών επί σειρά ετών. Διαισθάνεται το πόσο βαραίνει στον Τζακ η απουσία του αδερφού του. Ο θάνατος του Τομ κανονικά θα έπρεπε να σημαίνει για εκείνη την οριστική απουσία του από τη ζωή του αδερφού. του. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Η «επιστροφή» (του πτώματος) του Τζακ υποδηλώνει ξανά την παρουσία του στις ζωές τους. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο σχέσεων είναι το κεντρικό δράμα στο μυθιστόρημα. Εξαιτίας αυτής της σύγκρουσης βλέπουμε στην αρχή τον Τζακ να βαστάει έναν γεμάτο όπλο.
Ένας κριτικός έγραψε ότι το Μακάρι να ήσουν εδώ είναι σαν να παρακολουθείς μια επική ιστορία γυρισμένη με τη μορφή θεάτρου σκιών. Θα συμφωνήσετε;
Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω επακριβώς αυτό το σχόλιο. Αν σημαίνει ότι καταπιάνομαι με τα μεγάλα ζητήματα μέσα από τις οικίες διαπροσωπικές σχέσεις, τότε συμφωνώ. Αυτό προσπαθώ να κάνω πάντα.
Θα περιγράφατε τον εαυτό σας σαν ένα συγγραφέα του συνηθισμένου και του καθημερινού;
Πάντα με ενδιέφερε να εξερευνώ τους μικρόκοσμους, τους συνηθισμένους κόσμους της καθημερινότητάς μας και τους τρόπους με τους οποίους συνδέονται αυτοί με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Μερικές φορές, όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημα, αυτοί οι δύο κόσμοι συγκρούονται με καταστροφικά αποτελέσματα.. Πάντα ξεκινώ από τον οικείο, προσωπικό κόσμο (των χαρακτήρων μου) και πάντα σε αυτόν επιστρέφω. Μέσα από αυτό προσπαθώ να εξερευνήσω κάτι εσωτερικό: αυτό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, αυτό που συνήθως αποκαλούμε «ανθρώπινο».
Ως συγγραφέας, κατά πόσο ταυτίζεστε με την εργατική τάξη που συνήθως πρωταγωνιστεί στα βιβλία σας;
Η βρετανική κοινωνία συχνά θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται από τους κάθετους ταξικούς διαχωρισμούς. Στα γραπτά μου προσπαθώ να υπερβώ τις ταξικές κατηγορίες. Το «ανθρώπινο» εξάλλου δεν υπόκειται σε ταξικούς διαχωρισμούς. Προσπαθώ να γράψω για πράγματα που είναι κοινά για όλους μας. Ναι, συνήθως με απασχολούν οι λιγότερο ευνοημένοι, αυτοί που θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως «εργατική τάξη». Όμως δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες και τα γραπτά μου αναφέρονται σε μια ευρεία γκάμα κοινωνικών θεμάτων. Στο μυθιστόρημά μου Αύριο για παράδειγμα, πρωταγωνιστεί μια εύπορη οικογένεια. Στο Μακάρι να ήσουν εδώ υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο που ασχολείται με την εύπορη οικογένεια που αγοράζει τη φάρμα του Τζακ.
Είπατε κάποτε ότι κατά τη γνώμη σας δεν υπάρχει αυτό που συνήθως αποκαλούμε «σύγχρονο μυθιστόρημα». Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε λίγο καλύτερα;
Δεν εννοούσα ότι ο όρος «σύγχρονο μυθιστόρημα» στερείται νοήματος. Συνήθως σημαίνει ένα μυθιστόρημα που έχει γραφτεί πολύ πρόσφατα. Όμως ακόμα και τα μυθιστορήματα που γράφτηκαν – δηλαδή ολοκληρώθηκαν- πολύ πρόσφατα τα χωρίζει ένα συνήθως μεγάλο διάστημα από τότε που ξεκίνησαν να γράφονται. Έτσι κανένα μυθιστόρημα δεν αναφέρεται κυριολεκτικά στο «τώρα». Στην πραγματικότητα μια από τις μεγάλες αρετές ενός μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός ότι αναφέρεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα–αφορά δηλαδή ολόκληρες ζωές ή ακόμα και γενιές∙ ότι αναφέρεται στο πέρασμα του χρόνου και στις αλλαγές που προκαλεί, στη διαλεκτική ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα μυθιστορήματα δεν μπορούν να έχουν αμεσότητα, όμως αυτό είναι κάτι διαφορετικό από τη έννοια του «σύγχρονου». Πολλές φορές αυτά τα δύο συγχέονται λανθασμένα. Πιστεύω ότι είναι δουλειά της δημοσιογραφίας η ενασχόληση με το σύγχρονο με την έννοια του «τώρα». Σε αρκετές περιπτώσεις η δημοσιογραφία συγχέεται με την μυθοπλασία, και αυτό συχνά έχει ως αποτέλεσμα μέτρια ή και κακά μυθιστορήματα.
Όταν εκδόθηκε ο Τελευταίος γύρος αρκετοί συνέκριναν την αφηγηματική τεχνική σας με αυτή του Φώκνερ. Ποια η σχέση σας με το έργο του;
Ο Φώκνερ είναι ένας συγγραφέας που θαυμάζω και δεν απέκρυψα ποτέ ότι υπάρχουν απόηχοί του στον Τελευταίο γύρο. Εξάλλου και για την Υδάτινη χώρα κάποιοι έγραψαν ότι είναι ένα φωκνερικό βιβλίο, ενώ άλλοι κριτικοί εντόπισαν επιδράσεις από τον Χάρντυ, τον Μέλβιλ και άλλους συγγραφείς. Η αλήθεια είναι ότι οι συγγραφείς απηχούν άλλους συγγραφείς, αυτή είναι εξάλλου η φύση της λογοτεχνίας. Και αυτό συμβαίνει επειδή τα μεγάλα ζητήματα της ζωής είναι κοινή περιουσία για όλους τους συγγραφείς,
Έχετε ξεκινήσει να γράφετε κάποιο νέο βιβλίο; Αν ναι, σε τι αναφέρεται;
Αυτό τον καιρό γράφω διηγήματα, κάτι που είχα να κάνω πολύ καιρό. Είμαι χαρούμενος γιατί ως συγγραφέας ξεκίνησα γράφοντας διηγήματα και όλο αυτό ο διάστημα αναρωτιόμουν αν κάποτε θα επέστρεφα σε αυτό το είδος της γραφής.
Πόσο σημαντική ήταν για σας η βράβευσή σας με το Booker;
Δεν γράφω για να κερδίζω βραβεία, σίγουρα όμως ήταν σημαντικό. Θεωρώ επίσης ότι κέρδισα το βραβείο σε μια πραγματικά καλή περίοδο της καριέρας μου. Κάποιοι υποστήριξαν ότι θα έπρεπε να έχω κερδίσει το Booker για την Υδάτινη χώρα, η οποία ήταν υποψήφια στη μικρή λίστα, δέκα χρόνια πριν τον Τελευταίο γύρο, όμως θεωρώ ότι τότε δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις που επωμίζεσαι και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσα να ευχαριστηθώ τη βράβευση όσο θα το ήθελα
Έχετε έρθει ξανά στην Ελλάδα; Θα γνωρίζετε φαντάζομαι ότι η χώρα μαστίζεται από τη οικονομική κρίση, η οποία έχει πλήξει και χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία. Πώς το αντιμετωπίζει η βρετανική κοινωνία;
Έχω περάσει αρκετές μέρες στην Ελλάδα. Δεν μου είναι ξένη ως χώρα, αντίθετα είναι μια χώρα που με ενδιαφέρει και συμπάσχω για την κρίση που αντιμετωπίζει. Ενδεχομένως, εξαιτίας παραγόντων που σχετίζονται με τη γεωγραφική της θέση, υπήρχε πάντα μια τάση να τίθεται η Ελλάδα στο περιθώριο παρά τα όσα έχει προσφέρει στην Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της λέξης «Ευρώπη». Αυτά που περνάει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, πόνο και αχρείαστη ταπείνωση, οφείλεται στην επανεμφάνιση της προσπάθειας περιθωριοποίησης της χώρας.
Στη Μεγάλη Βρετανία αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο άκρο της Ευρώπης. Το προτιμούμε – και σε αυτή τη φάση είμαστε ευγνώμονες που δεν γίναμε μέλος του Ευρώ. Εντούτοις, σίγουρα αντιμετωπίζουμε και εμείς οικονομικά προβλήματα τα οποία αδυνατούμε να επιλύσουμε. Το πιο κραυγαλέο (αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Μεγάλη Βρετανία) είναι το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Τα ιδεώδη και οι δομές του κοινωνικού κράτους που εγκαινιάστηκαν στη δεκαετία του 1940 έχουν χαθεί. Εξελισσόμαστε σε μια τραυματισμένη και βαθειά διχασμένη κοινωνία.
Σημ: την Τετάρτη 15 Μαΐου στο βιβλιοπωλειο Ιανός, στις 20:00, ο Γκράχαμ Σουίφτ θα συζητήσει για το έργο του με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη.