Της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη.
Τον τελευταίο καιρό είμαι κάπως αποδιοργανωμένη. Θυμόμουν ότι έπρεπε να πάω στο Μέγαρο Μουσικής την Πέμπτη στις 8 αλλά δεν ήμουν σίγουρη γιατί. Πήρα τηλέφωνο την κουμπάρα μου που είχαμε κανονίσει να κατεβούμε μαζί. Η γραμμή ήταν κακή. ‘Τα λέμε στις 8. Κότα’ μου είπε και έκλεισε.
Βρήκα μια ταξιθέτρια που μάλλον την είχαν χτυπήσει τα παπούτσια της.
‘….κότα’ της είπα.
‘Δεν σας καταλαβαίνω. Ακριβώς δίπλα έχει ένα κοτέτσι αλλά λειτουργεί ως πρεσβεία.’
‘Για τα βραβεία του Αναγνώστη.’ Της είπα.
‘ Α την αίθουσα Νίκου Σκαλκώτα θα ψάχνετε. Μα καλά δεν ξέρετε το Νίκο Σκαλκώτα;’
‘Δεν ήξερα ότι έχει γίνει και αίθουσα.’ της απάντησα προσπαθώντας να διατηρήσω κάποιο τουπέ γιατί είχε πολύ σκαλί μπροστά μου και δε μπορούσα να το κατέβω χωρίς έναν κάποιο αέρα.
‘Πάρτε ένα δελτίο εισόδου.’ Μου είπε η ταξιθέτρια.
‘Μα είμαι συνεργάτης του περιοδικού.’
‘Δε μου φαίνεστε και πολύ συνεργάσιμη.’ Μου είπε και μου έδωσε ένα απόκομμα.
Κατέβηκα τις σκάλες όπως στα καλλιστεία- περιμένοντας να σκοντάψω στο επόμενο σκαλί.
Ξαναπήρα την κουμπάρα μου να της πω πως είχα καταφέρει να γίνω ρεζίλι πριν καλά καλά ξεκινήσει η βραδιά.
‘Τώρα σε μισό λεπτό είμαι εκεί.’ Μου είπε. Η κουμπάρα μου είναι μεγάλη οπαδός της θεωρίας της σχετικότητας οπότε συμπέρανα πως έψαχνε να παρκάρει και σε συμβατικό χρόνο θα έκανε τουλάχιστον 20 λεπτά να έρθει.
Όσο την περίμενα ήμουν αποφασισμένη να μην ξαναγίνω ρεζίλι. Ακούς εκεί να μου πει η άλλη πως δεν ήξερα το Νίκο Σκαλκώτα.
Στο φουαγιέ το μάτι μου έπεσε σε έναν κορδωμένο σούργελο. Κάθε χρονιά υπάρχουν εκκεντρικά άτομα αλλά μάλλον φέτος θα δινόταν βραβείο και για τον καλύτερο χιπστερ- είχε ένα παχύ μουστάκι, ίσιο μαλλί κουρεμένο καρέ με μια γελοία πλαϊνή χωρίστρα και φορούσε ένα κουστούμι τουλάχιστον 2 αιώνων φουλ κομπλέ με γιλέκο, σακάκι και μαντίλι.
‘Είμαι γκολ’ μου είπε καθώς τον πλησίαζα. Ή ίσως και να μου είπε κάτι άλλο αλλά από τον αγώνα μου να κατέβω τα σκαλιά, το γεγονός ότι σε λίγο ξεκινάει το μουντιάλ και το ότι στεκόταν ακριβώς δίπλα στο μπαρ σε μια συστάδα άδεια κρασοπότηρα εγώ αυτό κατάλαβα. Δε θα διαφωνούσα μαζί του.
‘Φυσικά και είστε’ του απάντησα.
‘Το Παλτό είναι δικό μου.’
‘Τι λέει ο βλάκας Ιούνιο μήνα’, σκέφτηκα κοιτάζοντας το εντελώς άδειο βεστιάριο λίγο πιο κάτω.
‘Έχω γράψει και τον Επιθεωρητή.’ Μου είπε.
‘Αγάπη μου, εδώ είναι Ελλάδα. Όλους τους επιθεωρητές γραμμένους τους έχουμε.’ Σκέφτηκα πάλι από μέσα μου και του έγνεψα να συνεχίσει.
‘Ή μήπως έχετε ακουστά τα Παντρολογήματα μου;’
‘Οι μισοί εδώ μέσα έχουν παντρευτεί και χωρίσει 4-5 φορές’ ήθελα να του πω. ‘Τι με νοιάζει εμένα;’
‘Θα μου επιτρέψετε να σας συνοδεύσω;’ Με ρώτησε στο τέλος.
‘Περιμένω την κουμπάρα μου.’ Του είπα.
‘Με μεγάλη μου χαρά θα σας συνοδεύσω και τις 2.’
‘Να σας ρωτήσω’ είπα μαζεύοντας θάρρος από την κάπως παρωχημένη του ευγένεια ‘μήπως ξέρετε το Νίκο Σκαλκώτα;’
‘Μόνο σαν αίθουσα.’ Μου απάντησε. ‘Αλλά δεν είμαι από εδώ.’
Η κουμπάρα μου κατέφθασε μετά από λίγο.
Τους σύστησα αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλον. Είναι ένα παλιό κόλπο της κουμπάρας μου να καταφέρνει να την περνάνε για σνομπ όταν αγχώνεται και δε μπορεί να αρθρώσει λέξη.
Η εκδήλωση ξεκίνησε αμέσως.
‘Τι έκτακτη παρουσιάστρια!’ μουρμούρισε δίπλα μου ο κύριος Γκολ.
‘Ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσετε το μονόκλ σας. Αυτός είναι ο διευθυντής του περιοδικού.’ Του ψιθύρισα.
‘Όχι για την ξανθιά λέω.’ Μου είπε. ‘ Τι ωραία φωνή. Τι παρουσία. Θέλω να γράψω γι’αυτήν.’
‘Μην κάνετε τον κόπο.’ Του είπα ‘Παίζει μόνο κάτι Πίντερ, κάτι Σαίξπηρ, κάτι τέτοια.’
‘Μα και εγώ είμαι μεγάλος συγγραφέας.’ Μου είπε με παράπονο.
‘Όλοι μας ανεξαιρέτως εδώ μέσα είμαστε μεγάλοι συγγραφείς.’ Του είπα και τον χτύπησα καθησυχαστικά στην πλάτη.
‘Είμαι ο Γκολ’ μου ξαναείπε.
‘Σιγά μην είσαι και ο Σαρλ Ντε Γκωλ’ του είπα. ‘Σκάσε τώρα γιατί μας στραβοκοιτάζουν.’
Εν τω μεταξύ βραβευόταν για το σύνολο του έργου του ο Δημήτρης Μαρωνίτης.
‘Αυτόν’ κατατόπισα τον Γκολ ’τον μισούμε όλοι. Έχει μεταφράσει την Οδύσσεια που μας κάνανε στο σχολείο.’
‘Μελετούσατε Όμηρο στο σχολείο;’ Ρώτησε έκπληκτος ο Γκολ. ‘ Μα τότε σίγουρα δεν θα έχετε ιδέα για το έργο του.’
‘Ακριβώς. Σκάσε επιτέλους να ακούσουμε τι λέει.’ Ο κύριος Μαρωνίτης μας εξηγούσε τι διαφορά μεταξύ διαβάσματος και ανάγνωσης.
‘Δεν το είχα σκεφτεί πως υπάρχει διαφορά.’ Ψιθύρισα στον Γκολ. ‘Τι λες;’
‘Λέω πως αυτός ο κύριος Μαρωνίτης κάνει πάρα πολύ μικρά γράμματα. Είπε πως θα μας διαβάσει δυο σελίδες και μιλάει ένα τέταρτο.’
Στη συνέχεια ακολούθησε η τελετή απονομής των βραβείων. Το βραβείο Εικονογραφημένου Βιβλίου για Παιδιά απονεμήθηκε στη Βούλα Μάστορη που δεν ήταν παρούσα. Το παρέλαβε εκ μέρους της ο Ψυχογιός.
‘Οι Έλληνες συγγραφείς έχουν άλλη κλάση.’ Μου ψιθύρισε ο Γκολ. ‘Μου φαίνεται αδιανόητο να σνομπάρει τόσο την τελετή που να στέλνει να παραλάβει το βραβείο ο ψυχογιός της. Φανταστικό!’
‘Πού να σου εξηγήσω τώρα.’ Του είπα. ‘Μη μιλάς τόσο δυνατά ακούγεσαι.’
‘Χριστέ μου.’ Είπε μετά από λίγο ο Γκολ. ‘ Πώς ντύνονται έτσι οι Έλληνες συγγραφείς; Μήπως θα ήταν καλύτερα τα βραβεία να ήταν χρηματικά ή τουλάχιστον να τους περνούσατε πρώτα από έναν στυλίστα;’
Δεν είχα να απαντήσω κάτι. Χειρότερο από την εύστοχη του παρατήρηση ήταν το γεγονός ότι όλοι φορούσαμε τα καλά μας.
‘Αχ είναι πολύ συγκινητική τελετή. Κρίμα που πρέπει να φύγω.’ Είπε και εξαφανίστηκε.
‘Μιλάς τόση ώρα μόνη σου’ με σκούντηξε η κουμπάρα μου. ‘Του χρόνου δεν υπάρχει περίπτωση να έρθω μαζί σου. Με έχεις κάνει ρεζίλι.’
‘Ρε συ Έλενα’ τι ρώτησα ‘Μιλούσε με αυτόν τον συγγραφέα που να τον λένε Γκολ και να έχει γράψει τα Παντρολογήματα, το Παλτό και τον Επιθεωρητή. Τον ξέρεις;’
Η κουμπάρα μου έβαλε τα γέλια. ‘Καλό’ μου είπε.
Είχα πλέον απηυδήσει. ‘Πάντως το Νίκο Σκαλκώτα τον ξέρω.’ Της είπα θυμωμένα και δεν της ξαναμίλησα μέχρι που αναγκάστηκε να με κεράσει μια κόκα κόλα για να με καλοπιάσει.