Της Άννας Αφεντουλίδου (*)
Με τον Γιώργο Συμπάρδη μάς συνδέει μια βαθιά φιλική σχέση, παρόλο που η προσωπική μας γνωριμία αριθμεί λίγα μόνο χρόνια. Προτού όμως γνωρίσω τον συγγραφέα και προτού συνδεθώ μαζί του με όλα αυτά τα οποία μπορούν να συνδέσουν δύο ανθρώπους που εκτιμούν και θαυμάζουν τα ίδια πράγματα, είχα γνωρίσει το Μέντιουμ∙ την ανώνυμη αφηγήτριά του, που μοιάζει να αναζητά την ταυτότητά της μέσα από τη σχέση με την αδερφή της εισδύοντας στον δικό της μικρόκοσμο και η οποία πατά με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και το άλλο σε μια ονειρική αχλύ, που η μία της πλευρά είναι απολύτως γήινη και η άλλη αφήνεται στη φαντασία μας∙ αλλά και την μυστηριώδη Άννα, το ιδιαίτερο αυτό πλάσμα με τη διττή φύση, που θα μπορούσε –γιατί όχι;− να είναι ένα Μέντιουμ, με όποιες υπερβατικές ή παρεκκλίνουσες εκδοχές θέλουμε να το νοηματοδοτήσουμε. Έπειτα γνώρισα τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή Γιώργο στον Άχρηστο Δημήτρη και την περιπετειώδη πορεία αυτογνωσίας του, καθώς ανοιγοκλείνει η πόρτα της ζωής του και μπαινοβγαίνουν τα πρόσωπα που τον επηρεάζουν, τον κατευθύνουν ή τον ανα-προσανατολίζουν, στην πορεία κατακύρωσης της προσωπικής του ταυτότητας, λες και ο αφηγητής μόνο μέσω ενός Άλλου, κυρίως του Δημήτρη, μπορεί να κάνει το ταξίδι αυτό της αυτοπραγμάτωσης. Έπειτα, ο Ζαχαρίας Μπαρλαμπάς μάς συστήθηκε μέσα από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή της Υπόσχεσης Γάμου, ένας μυθιστορηματικός ήρωας που θυμίζει τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι αν και στην περίπτωση αυτή, ο Μίνσκιν δεν είναι καθόλου ένας πρώην ή/και ένας εν δυνάμει «πρίγκιπας», αλλά ένας αντι-ήρωας που παλεύει με τον ρεαλισμό μιας συνεχώς διαφεύγουσας πραγματικότητας, πρόσωπο κατεξοχήν ενός μετανεωτερικού κόσμου καταδικασμένου για πάντα σε ταυτότητες αντιφατικές και κατακερματισμένες. Τρία χρόνια αργότερα, στις Μεγάλες Γυναίκες ο τριτοπρόσωπος αφηγητής εστιάζει μέσα από την μεσήλικη οπτική της πρωταγωνίστριας Σοφίας στον νεαρό Σταύρο αλλά και στον καταλύτη ιερέα, προσπαθώντας να αποτυπώσει τον άλυτο αλγόριθμο αναζήτησης μιας διαυγούς αλήθειας ή για να το πω πιο απλά, για να μας δείξει την μάταιη αναζήτηση της αίσθησης ασφάλειας, αφού η τακτοποιημένη μικροαστική καθημερινότητα είναι, για τους περισσότερους από εμάς, οριστικά πλέον χαμένη.
Σήμερα μιλάμε για το 5ο βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη, Αδέλφια. Ο αφηγητής γίνεται πάλι πρωτοπρόσωπος και είναι ο μικρότερος γιος μιας τετραμελούς οικογένειας. Τον χωρίζουν 3 χρόνια από τον μεγαλύτερο αδερφό του Θανάση, του οποίου την εφηβεία κυρίως παρακολουθούμε, περίπου από τα 12 έως και τα 20 του χρόνια, μέσα από τα μάτια του αφηγητή, με κάποιες αναχρονίες: τόσο πρόδρομες όσο και αναδρομικές διηγήσεις. Πρόκειται για την πορεία ενηλικίωσης του μικρού γιου, η οποία όμως γίνεται και πάλι μέσω ενός Άλλου, του μεγάλου αδερφού, τον οποίο αγαπά, θαυμάζει αλλά και ανταγωνίζεται∙ ίσως και μισεί, με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο, στον οποίο παραμένουν δέσμια κάποια αδέλφια, κάποτε για λίγο, κάποτε και για όλη τους την ζωή. Η ιστορία του μυθιστορήματος κεντράρει λοιπόν, σε μία τετραμελή οικογένεια που ζει στην περιοχή της Ελευσίνας περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Αν και όχι μόνο.
Ο πατέρας «δουλευτής», όπως χαρακτηρίζεται, μικροαστικής καταγωγής, διατηρεί ένα καφενείο, η μητέρα δεν εργάζεται, προέρχεται από οικογένεια αστικής καταγωγής, η οποία έχει χάσει την οικονομική της άνεση, αλλά έχει διατηρήσει το γούστο, την λεπτότητα και εκείνη την σιωπηρή αποδοχή της μοίρας, την οποία οι άνθρωποι, που κάποτε γνώρισαν μια ζωή διαφορετικής ποιότητας, ξέρουν να αποδέχονται. Ο πατέρας αυταρχικός, κυριαρχικός και σιωπηλός προσηλώνεται στον στόχο της προόδου για τα παιδιά του, η οποία ταυτίζεται με την κοινωνική ανέλιξη κυρίως μέσω της μόρφωσης, όσο εκείνος δουλεύει και οικοδομεί την οικογενειακή πρόοδο με την αναβάθμιση του Οίκου. Σημαίνουσα είναι γενικότερα στο βιβλίο η έννοια της πίστης στην «πρόοδο», που προφητικά φαίνεται ότι θα ενσαρκώνεται με μια συνεχώς προοδεύουσα αν-οικοδόμηση.
Ο μεγάλος γιος Θανάσης, χαρισματικός μαθητής, σημαιοφόρος στην ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού, αντιτάσσεται στις επιθυμίες του πατέρα, μέσα από μια άγρια εξεγερμένη εφηβεία, διεκδικώντας ουσιαστικά ωστόσο τη θέση εκείνου: ενώ κάνει φαινομενικά τις αντίθετες επιλογές, γίνεται αυτό που και ο πατέρας του είναι: ένας «χτίστης», με τη φιλοδοξία να χτίζει με τον δικό του τρόπο τη στέρεα κατασκευή μιας νέας εποχής, ακόμη κι αν εγγενώς είναι καταδικασμένη: τα θεμέλιά της είναι ρηχά, τα υλικά φθαρτά, σαθρά ή ξαναχρησιμοποιημένα και άρα η επιφαινόμενη πρόοδος βραχύβια, αυτοαναιρούμενη και παγιδευμένη τελικά στην αποτυχία. Ο μικρός γιος προσεταιρίζεται την μητέρα: εκείνης μοιάζει, με εκείνη μοιράζεται το ίδιο γούστο, ανάλογες παρέες, παρόμοιες αγωνίες, τον ίδιο εν τέλει κόσμο. Καθώς το μυθιστόρημα προοδεύει χτίζοντας τα 31 του κεφάλαια, παρακολουθούμε να μετατοπίζεται ο κεντρομόλος άξονας του τυπικού οικογενειακού σχήματος: δύο παράλληλες φυγόκεντροι ορίζουν την δυναμική του∙ ο άξονας πατέρα-μεγάλου γιου και ο άξονας μητέρας-μικρού. Ο δεύτερος άξονας προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία, την οποία ο πρώτος με τις συνεχείς βίαιες συγκρούσεις διαρρηγνύει. Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα αναπτύσσεται και η αδελφική σχέση που θα περάσει από διάφορα στάδια, από την απόλυτο θαυμασμό ως και την εμφύλια διαμάχη. Και σ’ αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η ιστορία στο βιβλίο του Συμπάρδη μάς αφορά όχι μόνο για την ατομική περιπέτεια των ανθρώπων της, αλλά και επειδή ενσαρκώνει, κατά κάποιον τρόπο, και την περιπέτεια της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο και μέχρι περίπου την περίοδο της δικτατορίας. Χωρίς η αφήγηση να εστιάζει στο πολιτικό ή ιστορικό επίπεδο, ωστόσο -και ίσως κάπως περισσότερο από ό, τι σε άλλα βιβλία του Συμπάρδη- πλαισιώνει την ατομική και οικογενειακή αυτή ιστορία στην κρίσιμη εκείνη περίοδο που θεμελίωσε με πολλούς τρόπους το οικοδόμημα της σημερινής μας εποχής.
Ωστόσο. Ο συγγραφέας θεωρώ ότι κατορθώνει και κάτι ακόμη με τα Αδέλφια: να αναγάγει, -κάτι που είχε γίνει σε σημαντικό βαθμό και στις Μεγάλες Γυναίκες- την διαμάχη ανάμεσα στο Εγώ και τον Άλλον, από το ατομικό στο συλλογικό και μετά στο διαχρονικό, δηλαδή σε ένα επίπεδο υπαρξιακού συμβολισμού, έτσι ώστε να προεξέχει ως μια πάλη ανάμεσα στο επιθυμητό και το αποδεκτό, ανάμεσα στην ελευθερία και τη σύμβαση.
Και κάτι ακόμη που ίσως είναι ένας υποκειμενικός συνειρμός, αλλά δεν μπορώ να μην τον καταθέσω: διαβάζοντας τα Αδέλφια έκανα αυτοματικά δύο συνάψεις με το έργο του Δημήτρη Χατζή. Βιάζομαι να διευκρινίσω: δεν λέω ότι πρόκειται για παρόμοια λογοτεχνία στους τρόπους, το ύφος ή στη γλώσσα της. Ωστόσο πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε δύο σημαντικές παρατηρήσεις: Η πρώτη έχει να κάνει με το στίγμα του τόπου που δεξιώνεται μεγάλο μέρος των ιστοριών τους. Διαβάζοντας κανείς το έργο του Δημήτρη Χατζή διαπιστώνει ότι από τα 27 χρόνια της υποχρεωτικής του παραμονής μακριά από την Ελλάδα, (θυμίζω ότι έζησε στην Υπερορία από το 1948 έως και το 1975) σχεδόν τίποτα δεν πέρασε από εκείνους τους μακρινούς τόπους της εξορίας στο έργο του: οι ιστορίες του αναπνέουν στην πατρίδα, στη γενέθλια γη. Με τον δικό του τρόπο και ο Γιώργος Συμπάρδης επιστρέφει συχνά, όχι αποκλειστικά βέβαια αλλά αρκετά εξακολουθητικά, στην Ελευσίνα, παρόλο που, απ’ όσο γνωρίζω, ζει αρκετά χρόνια μακριά της ή εν πάση περιπτώσει έζησε εκεί συνεχόμενα λίγα χρόνια της ζωής του -δε λησμονώ ότι πρόκειται βεβαίως για τα καθοριστικά εκείνα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας. Δεν θέλω όμως να επιμείνω περισσότερο γύρω από τη συσχέτιση αυτή και να ξεστρατίσω από το θέμα μας. Το δεύτερο στοιχείο συνάφειας είναι συναισθηματικής και υφολογικής τάξεως: είναι το μέγεθος της αναγνωστικής συγκίνησης που απορρέει από πολύ απλά αφηγηματικά υλικά αλλά ωστόσο πολύ προσεκτικά διαλεγμένα και δουλεμένα, από ήρωες που μοιράζονται την κοινοτοπία μιας μέσης καθημερινότητας, όχι από ακραίες βιωματικά καταστάσεις ή από αυτό που συνήθως εννοούμε όταν λέμε: οριακές προσωπικότητες. Και ίσως στο βιβλίο αυτό ο Συμπάρδης να το κατορθώνει στον μεγαλύτερο βαθμό. Διαβάζοντας το τέλος του μυθιστορήματος, ένιωσα την ίδια συγκίνηση που είχα νιώσει για τους ήρωες του Διπλού Βιβλίου, σε τρεις φορτισμένες και άλλο τόσο απλές και βαθιά ανθρώπινες στιγμές του. Πιστεύω ότι όποιος το διαβάσει, θα καταλάβει τι ακριβώς εννοώ. Γι’ αυτό και δεν θέλω να πω πάνω σ’ αυτό τίποτε άλλο. Για να μη χαλάσω την προσδοκία της αναγνωστικής αγωνίας.
Ο Συμπάρδης, είχα πει και με άλλη ευκαιρία, χαράσσει ένα ιδιότυπο παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού με τον αναγνώστη του. Και κάθε φορά με κάθε του βιβλίο αυτό το καταστρώνει και με διαφορετικό τρόπο.
Η πρώτη του νουβέλα, το Μέντιουμ, σε προϊδέαζε από την αρχή ότι «εδώ κάτι παράξενο συμβαίνει». Ότι υπάρχει ένα μυστήριο, μια απειλή, μια διακινδύνευση- πως τα πρόσωπα δεν είναι αυτό που φαίνονται- ότι κρύβουν την βαθύτερη ταυτότητά τους ή ακόμη και την αγνοούν. Ο γρίφος του Συμπάρδη στον Άχρηστο Δημήτρη υποκρύπτεται κάτω από μια πιο προσεκτική αληθοφάνεια, ο οποίος όμως διαφαίνεται ανάμεσα από τα ρήγματά της-εκεί όπου ο αφηγητής μάς επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε. Στην Υπόσχεση Γάμου τα ρήγματα αυτά καλύπτονται κάτω από τη συσσώρευση των πληροφοριών, με τις οποίες οι εναλλασσόμενες εσωτερικές εστιάσεις του τριτοπρόσωπου αφηγητή πλαγιοκοπούν τον αναγνώστη.
Στις Μεγάλες Γυναίκες το αφηγηματικό δρομολόγιο χαράσσεται ευκρινέστερα, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, ενώ φαινομενικά υιοθετεί μια εξωτερική αποστασιοποιημένη εστίαση, ουσιαστικά ταυτίζεται με την εσωτερική της πρωταγωνίστριάς του Σοφίας. Και όπως κάνει η Σοφία έτσι κι ο αφηγητής μάς οδηγεί εκεί που θέλει. Μας λέει ό,τι η ίδια επιλέγει και αφήνει στο σκοτάδι αυτό που δεν θέλει να μας αποκαλύψει. Με έναν ομόλογο τρόπο και ο ανώνυμος πρωταγωνιστής στα Αδέλφια μάς προσφέρει εκείνη τη φέτα ζωής και πραγματικότητας, που η εναλλασσόμενη οπτική του παιδιού, του εφήβου και του ενηλίκου –πάντα από την πλευρά του μικρού αδερφού- μας επιτρέπει. Τόσο όσο εκείνος θέλει. Τόσο όσο εκείνος μπορεί ή αντέχει.
Κι ενώ στο προηγούμενο βιβλίο του Συμπάρδη εξέλιπαν οι σκηνές της έντασης∙ το σαρκικό πάθος, η έλλειψη, η απόγνωση ποτέ δεν εκφράζονταν, στα Αδέλφια οι ήρωες παθαίνουν, ξεσπούν, χειροδικούν, κάνουν έρωτα. Κι ενώ ο συγγραφέας εξακολουθεί να συμπεριφέρεται στους ήρωές του με ευγένεια, σχεδόν τρυφερότητα, ωστόσο είναι λιγότερο επιεικής –τουλάχιστον κάποιες στιγμές, τουλάχιστον για κάποιους από αυτούς.
Το θέμα του πάθους και της αγάπης, επανέρχεται όπως και στα άλλα βιβλία του Συμπάρδη και η γυναίκα προβάλλει ως μητέρα, σύζυγος, παιδί-ερωμένη. Ο συγγραφέας εξακολουθεί να υψώνει φράγματα προς τον ψυχισμό των ηρώων του λες και ο ίδιος τον αγνοεί ή προσπαθεί να τον προσπελάσει ζητώντας την βοήθεια του αναγνώστη.
Ο φόβος και η ντροπή. Ο θυμός και η αγάπη. Η ασφάλεια και ο κίνδυνος. Πώς ορίζονται; Ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές τους; Πόσο ασήμαντοι ή φιλήσυχοι είναι οι «απλοί» άνθρωποι; Πόσο ασφαλείς είμαστε και πόσο αδιατάρακτη είναι η φαινομενικά ήσυχη ζωή των ανθρώπων; Κάτω από την επιφάνεια, ποιο βάθος παθών κρύβουμε, χωρίς πολλές φορές να το καταλαβαίνουμε κι εμείς οι ίδιοι; Ομόλογα ερωτήματα απασχολούν τον Γιώργο Συμπάρδη σε όλες τις αφηγήσεις του, μικρότερες ή μεγαλύτερες.
Το θύμα και ο θύτης εναλλάσσονται, για όσους αναγνωρίζουν το πάθος και δέχονται να σηκώσουν το βάρος του. και πάλι ο συγγραφέας ζυγίζει τις ικανότητες αλλά και τις αντοχές του αναγνώστη σε αμφίρροπη ζυγαριά, λειτουργώντας σαν εκκρεμές ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στον θετικό και αρνητικό πόλο, καθώς τον δυσκολεύει να αποδώσει ένα τελικό πρόσημο. Εξάλλου, κεντρικό σημείο αναφοράς είναι και πάλι η αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι», όπως και ανάμεσα στο «αληθινό» και το «επινοημένο», η συνεχής αμφισβήτηση του αληθούς και του φανταστικού, ποια είναι η λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει το γεγονός ως εμπειρικό βίωμα και την ερμηνεία ή τις διαστάσεις του ως ένα ανακατασκευασμένο μυθοπλαστικό του έκδοχο.
Υπάρχει ένα κέντρο γύρω από το οποίο πλέκεται με αρκετά περίτεχνο τρόπο η βαθύτερη αντίφαση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, στη ζωή και στην αφήγηση. Ενδεικτικός σχετικά με το χαρακτηριστικό αυτό είναι και ο τρόπος με τον οποίο τιτλοφορούνται τα κεφάλαια του βιβλίου:
«Το τελευταίο ποδαρικό»−«Αρχή μ’ ένα σουγιά», «Οικογενειακές φωτογραφίες»−«Μυστική ζωή», «Στο υπόγειο με πυρετό»−«Καμίνια», «Οι φίλοι» και το «Ποιος αγαπάει τις γυναίκες», «Τα αδέλφια» και στο τέλος «Κόκκινη κλωστή δεμένη» που δείχνει αυτό το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας σημείωνε και αλλού: ποτέ και τίποτα δεν τελειώνει τελειωτικά, η ζωή ξαναγυρίζει σε άλλον κύκλο, η αφήγηση επανέρχεται, για να πει ξανά τα ίδια (πώς αλλιώς;), για να μιλήσει ωστόσο και πάλι διαφορετικά.
Ο Συμπάρδης έχοντας διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο, δικό του ύφος, ακολουθεί και σ’ αυτό το βιβλίο τις αναπνοές ενός μουσικού λόγου, αλλά με μεγαλύτερη προσήλωση, σχεδόν περιπάθεια. Το έχω σημειώσει και για άλλα του βιβλία ότι ο Συμπάρδης ασκεί ένα λόγο εν μέρει ποιητικό, μια που οι εικόνες του προσπαθούν να πουν ό, τι οι ήρωές του κρύβουν, ενώ σε καίριες στιγμές της μυθοπλασίας, η μουσικότητα του λόγου γίνεται αντικείμενο της προσοχής, χωρίς να υπονομεύει, ούτε μια στιγμή, την αφηγηματική αναπαράσταση. Υπάρχει ένα είδος χαρακτηριστικής και ιδιαίτερης ανασύνταξης του ρυθμού και της σημασίας. Δίνω ένα μικρό παράδειγμα:
Πόλος έλξης και πρόσωπο σημασίας μεγάλης, εκείνον τον καιρό, η ιδιοκτήτρια του πρακτορείου. Η κυρία Δουκάκη –έτσι μας είχε επιβληθεί η ιδιοκτήτρια, με το επίθετό της− ως χήρα που ήταν πενθούσε, αλλά τα μαύρα ρούχα που συχνάλλαζε, το μερσεριζέ πουκάμισο με τα γιακαδάκια, η μερσεριζέ μπλούζα της, καμιά φορά και ολόκληρο το φόρεμα και πάντως κάποιο μέρος του, συνήθως το πάνω από το στήθος μέρος του, ήταν από δαντέλα. Πυκνή το χειμώνα και το καλοκαίρι αραιά δουλεμένη, αν και κάλυπτε όλον τον λαιμό μέχρι επάνω ψηλά, και φίνα η δαντέλα. […] Μεγάλη εύνοια το κομματάκι που κατά καιρούς έκοβε με το μαχαιράκι της από μία πλάκα σοκολάτας και μου πρόσφερε. Ίδια πάντοτε, πικρή, σχεδόν χωρίς ζάχαρη και χωρίς σπουδαία γεύση, ήταν η σοκολάτα, αλλά από το χέρι της κι από την πλάκα σοκολάτας με την οποία τάιζε το καλοθρεμμένο και νωθρό γατί της, τον Ματού στο όνομα, τον πολυαγαπημένο. Τίποτα το περίεργο, τίποτα άλλο εκτός από την τροφή του Ματού κι από τις δαντέλες της.
Ένα σημείο, τέλος, στο οποίο εντοπίζω μία μετατόπιση, σχεδόν αλλαγή, αναφορικά με τα άλλα του βιβλία είναι ότι εδώ φαίνεται σαν να απουσιάζει η βαθύτερη ζω-ική αισιοδοξία ότι η περίπτωση να αλλάξουμε είναι πιθανή. Παρόλη την έλλειψη και εδώ της κάθαρσης –και πάλι σταθερό χαρακτηριστικό του Γιώργου Συμπάρδη− σε ένα δράμα που κλυδωνίζεται ανάμεσα στη συγχρονική πραγμάτωση και στη διαχρονική αποτύπωσή του, στο βιβλίο αυτό μοιάζει σαν να είναι αργά, για να αλλάξουμε την θέση μας στην αίθουσα των σχέσεών μας με τους άλλους. Γιατί ο φόβος, η ενοχή και το αναπότρεπτο και μη αναστρέψιμο είναι εδώ και μας τρώνε τα σωθικά.
Δεν θα αποκαλύψω, όπως είπα και παραπάνω, την καμπή του τέλους, για να μην προσβάλλω την υπομονή της αναγνωστικής προσδοκίας, προδίδοντας το μυστικό της, αλλά θα σημειώσω πως μου έφερε στον νου μια φράση μιας απ’ τις καλύτερες θαρρώ νεοελληνικές γκράφικ μικροϊστορίες, όπου ο Προμηθέας δεσμώτης στον βράχο κοιτά τον σκεπτικό και σκυφτό δίπλα του αετό και τον ρωτά:
−Τι σε τρώει αετέ;
Κι εκείνος του απαντά θλιμμένα
–Ότι σου δίνω νόημα, Προμηθέα…
Τα δύο αδέλφια, ο αφηγητής και ο μεγαλύτερος αδελφός του Θανάσης εναλλάσσονται στους ρόλους του Προμηθέα και του αετού: ποιος είναι ο αθώος και ποιος ο φταίχτης; Ποιος είναι ο κυρίαρχος και ποιος ο κυριαρχούμενος; Και γιατί η σχέση αυτή δεν λέει τόσα χρόνια τώρα να επιλυθεί ή έστω να καταλαγιάσει; Αρκεί να ρίξουμε μια προσεκτική ματιά γύρω μας ή μια βαθύτερη μέσα μας, στη σύγχρονη, δηλαδή συλλογική αλλά και ατομική πραγματικότητα, για να διαπιστώσουμε ότι η απάντηση στο ερώτημα, όχι μόνο κάθε άλλο παρά προφανής είναι, αλλά ότι ίσως και να αναζητούμε απόκριση σε μια ερώτηση καταδικασμένη στο διηνεκές να παραμείνει αναπάντητη.
(*)Ομιλία στην πρώτη παρουσίαση του μυθιστορήματος (βιβλιοπωλείο Πλειάδες) στις 31 Οκτωβρίου 2018