της Ελένης Στελλάτου (*)
Το είδε που στεκόταν στην μέση του δρόμου. Μικροσκοπικό και γκρι. Ούτε που θα καταλάβαινε μέσα στο σκοτάδι ότι το μηδαμινό εξόγκωμα στο οδόστρωμα, που η σόλα του παπουτσιού του έφτανε να το καλύψει ολόκληρο, ήταν κάτι διαφορετικό από ένα ακόμη σκουπίδι που είχε παρασύρει ο απογευματινός παγωμένος αέρας, ούτε που θα το είχε υποψιαστεί, αν βέβαια εκείνο δεν χάλαγε τον κόσμο νιαουρίζοντας.
Τριγύρω κανένα άλλο σημάδι ζωής, μόνο τα λαμπάκια που αναβόσβηναν στα παράθυρα των σπιτιών, σκέτα ή μπλεγμένα με ψεύτικες γιρλάντες πράσινες, στερεωμένα εκεί από τους ενοίκους ώστε να φαίνεται πόση πολλή χαρά είχαν ήδη ή περίμεναν να έρθει ή θυμόντουσαν ότι είχαν κάποτε τέτοιες μέρες. Και δίπλα, μισάνοιχτος ο κάδος των σκουπιδιών έχασκε κάτω από την λάμπα του δήμου, που το ξεψυχισμένο της φως έπεφτε σαν κουρτίνα θαμπή σε αυτόν τον δρόμο, την οδό Διαγόρα, η οποία διαπερνούσε την συνοικία από την μιαν άκρη ως την άλλη σαν μια τεράστια αρτηρία, που τα πρωινά ήταν γεμάτη από τον πλούσιο σφυγμό της εργάσιμης μέρας, με βιαστικά αυτοκίνητα και νοικοκυρές που πηγαινοέρχονταν χωμένες σε παπλωματένια μπουφάν, σέρνοντας καροτσάκια λαϊκής μέχρι το σούπερ μάρκετ, εφτά τετράγωνα πιο πέρα, αλλά εκείνη την ώρα, περασμένες έξι το απόγευμα μιας Τετάρτης, είχε στραγγίξει εντελώς από τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας. Στο επόμενο τετράγωνο ήταν το σπίτι του.
Το μικρό γατί βρισκόταν πέραν πάσης αμφιβολίας στο έλεος του επόμενου διερχόμενου αυτοκινήτου, αν δεν εμφανιζόταν κάποιο ευσπλαχνικό χέρι να βάλει τέρμα στα βάσανά του, ένα τρεμάμενο χνούδι που ισορροπούσε με δυσκολία, ένα βηματάκι από δω, ένα βηματάκι από κει, πλάι στον κάδο. Πέρασε και τις δύο τσάντες στον αριστερό του αγκώνα, έσκυψε μέχρι κάτω παρά τον πόνο στην μέση που κλυδωνιζόταν ανάμεσα στο ήπιο και το αβάσταχτο τελείως απρόβλεπτα τις τελευταίες μέρες, το άρπαξε μέσα στη χούφτα του και ένιωσε αμέσως, όπως ήταν φυσικό, τους μεγάλους, τρανταχτούς χτύπους της καρδιάς που κρατούσε ακόμη στη ζωή αυτόν τον μικρό σωρό από λεπτά κόκκαλα και παγωμένο δέρμα.
Η μία από τις δύο τσάντες είχε αρχίσει να σκίζεται από την γωνία του χάρτινου κουτιού με το απορρυπαντικό σε σκόνη για πλύσιμο στο χέρι, βάρους εννιακοσίων γραμμαρίων, που η ιδιοκτήτρια του μίνι μάρκετ είχε βάλει στην ίδια σακούλα με την ζάχαρη και την κομπόστα ροδάκινο, σαν να μην υπήρχαν αρκετές σακούλες όταν ένας πελάτης τις χρειάζεται. Θα της είχε ζητήσει και άλλη, είχε πάντα αρκετή οξυδέρκεια, συνήθως πολύ περισσότερη από όση χρειαζόταν στην καθημερινή ζωή ενός συνταξιούχου θα έλεγαν ενοχλημένοι όλοι οι καταστηματάρχες της περιοχής αν ζητούσε κανείς τη γνώμη τους, αλλά φυσικά η οξυδέρκεια ενοχλεί στις μέρες μας, πολύ προτιμότερη η αφηρημάδα κι ας είναι συχνά επιζήμια ή και επικίνδυνη για αυτόν που την κουβαλά, δεν ενδιαφέρει αυτό τους κυρίους καταστηματάρχες που χαμογελούν καθώς γεμίζουν τις τσάντες χτυπημένα μήλα ή συνοδεύουν φιλικά τους πελάτες ως την πόρτα για να μην κόψουν απόδειξη ή ανεβάζουν εξωφρενικά τις τιμές στις κάλτσες ή τις καραμέλες για τον πονόλαιμο.
-Οκτώ και είκοσι, είπε η ιδιοκτήτρια.
-Πού είναι η απόδειξη παρακαλώ;
Και τότε η ιδιοκτήτρια του μίνι μάρκετ αναγκάστηκε να τα χτυπήσει ένα ένα στην ταμειακή μηχανή οπότε στην οθόνη φάνηκε να γράφει οκτώ και δεκαοκτώ, αυτό δηλαδή που η ταμίας θα του ζητούσε να πληρώσει εάν εκείνη την στιγμή βρισκόταν στο σούπερ μάρκετ, εφτά τετράγωνα πιο πέρα, αφού ένα ευρώ που ήταν το κόστος της ζάχαρης συν τρία και δεκαοκτώ που ήταν το κόστος του απορρυπαντικού συν ένα και σαράντα η κομπόστα ροδάκινο συν δύο και εξήντα που κόστιζαν τα μήλα έδιναν άθροισμα οκτώ και δεκαοκτώ, από αρχαιοτάτων χρόνων.
-Γιατί λέτε οκτώ και είκοσι αφού τα πράγματα κοστίζουν οκτώ και δεκαοκτώ, μήπως χρεώνετε τις σακούλες;
-Όχι
-Τότε γιατί λέτε οκτώ και είκοσι;
Η ιδιοκτήτρια ψαχούλεψε τα κέρματα ώσπου βρήκε ένα δίλεπτο, φυσικά και θα το έβρισκε, δεν καταργήθηκαν εξάλλου και τα δίλεπτα, όχι ακόμα, έπειτα άνοιξε μια πλαστική τσάντα, έβαλε μέσα το απορρυπαντικό, την ζάχαρη και την κομπόστα και την ακούμπησε δίπλα στην τσάντα με τα μήλα, ενώ εκείνος έβαζε τα ρέστα από το δεκάευρω στο πορτοφόλι των κερμάτων, τι θράσος, τι ξεδιαντροπιά που μπορεί να κρύβεται σε ένα δίλεπτο, πώς μετά να έχει κανείς εμπιστοσύνη με όλους αυτούς τους θρασύδειλους που θεωρούν ότι μπορούν να κλέβουν κατάμουτρα και να γελούν μετά εις βάρος σου, εκείνη την στιγμή λοιπόν έπρεπε να είχε ζητήσει και τρίτη τσάντα αλλά ας όψεται η σύγχυση.
Ας όψεται και ο κύριος μηχανικός που θα επιδιορθώσει το μηχανάκι του μετά τις γιορτές, επειδή οι μέρες των γιορτών είναι αργία, αργία και διακοπές με την οικογένεια επί δέκα μέρες, δυστυχώς κύριε Χριστόφορε, δεν προλαβαίνουμε τώρα, επειδή μπορεί να φταίει και ο στρόφαλος, βλέπετε πόση δουλειά έχει μαζευτεί εδώ πέρα, θα το δούμε μετά τις γιορτές, με ηρεμία. Ασφαλώς μαζεύεται πολλή δουλειά εάν έχει κανείς το νου του να φύγει διακοπές και δε δίνει δεκάρα για το αν τα μηχανάκια είναι απαραίτητα σε συνταξιούχους τραπεζικούς υπαλλήλους που ζουν μόνοι, παρέα με την δισκοπάθειά τους και τους διαξιφιστικούς της πόνους που αυτές τις παγωμένες, βροχερές, γιορτινές μέρες κάνουν πανηγυρικά την εμφάνισή τους και δεν τους επιτρέπουν να περπατήσουν τα εφτά τετράγωνα που τους χωρίζουν από το σούπερ μάρκετ ώστε να κάνουν τις αγορές τους με στοιχειώδη αξιοπρέπεια.
Βγαίνοντας με τις σακούλες στα χέρια πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Το σκοτάδι είχε πια πέσει επειδή η ώρα έχει πάει κιόλας έξι. Τουλάχιστον είχε σταματήσει από ώρα η βροχή. Ο κεντρικός δρόμος ήταν σχεδόν άδειος αλλά τα καταστήματα ήταν ανοιχτά και οι βιτρίνες φωτεινές, γεμάτες λαμπάκια και στολίδια επειδή σε μια εβδομάδα έρχονταν τα Χριστούγεννα, το βιβλιοπωλείο, το πρακτορείο προπό, η κλειστή πόρτα του μικροβιολογικού ιατρείου με μια τεράστια κόκκινη κορδέλα στην πρόσοψη και το μαγαζί γυναικείας και ανδρικής εσωτερικής ένδυσης που είχε τις μάλλινες κάλτσες έξι και πενήντα το ζευγάρι.
-Φυσικά όχι, είχε απαντήσει στην ιδιοκτήτρια δύο μήνες πριν, θυμόταν πολύ καλά πως δεν κόστιζαν πάνω από τέσσερα και είκοσι στον επάνω όροφο του σουπερ μάρκετ, μας θεωρείτε ανόητους από ότι φαίνεται, της είχε πει και της είχε γυρίσει την πλάτη. Να που είχε γεμίσει την βιτρίνα της περιμετρικά με μια μεγάλη γιρλάντα πλεγμένη με δεκάδες λαμπάκια που αναβόσβηναν, λες και δεν ήταν το μαγαζί με πυτζάμες και εσώρουχα της οδού Αναξίμανδρου, αλλά κάποιο υποκατάστημα των Harrods, τι να πει κανείς πια, ορίστε που μέσα είναι υποφωτισμένο, για να ισοσκελίσει τον λογαριασμό της ΔΕΗ του Δεκεμβρίου κάθεται και περιμένει τους πελάτες με τα μισά φώτα σβηστά, ασφαλώς πρέπει να κάνετε κάποιες οικονομίες αν θέλετε την βιτρίνα σας αναμμένη κυρία ιδιοκτήτρια, εκτός κι αν βγάζετε αρκετά πουλώντας έξι και πενήντα τις κάλτσες των τεσσάρων και είκοσι, το πιο πιθανό μάλιστα χωρίς απόδειξη.
Και η απόδειξη του μίνι μάρκετ; Στην επάνω δεξιά εξωτερική τσέπη του μπουφάν δεν ήταν πάντως. Ούτε στην πάνω αριστερή. Μήπως σε κάποια από τις εσωτερικές; Ακούμπησε τις τσάντες μπροστά από την φωτισμένη βιτρίνα και βάλθηκε να ψάχνει τις τσέπες του.
-Κύριε, δώσε κάτι, δώσε ένα ευρώ.
Μια μηχανή πέρασε βιαστικά με εξωφρενικό θόρυβο εκείνη την στιγμή, τι πράγμα; απάντησε γιατί δεν καλοάκουσε, ευτυχώς ανέσυρε την ελαφρώς τσαλακωμένη απόδειξη από την δεξιά πλαϊνή τσέπη και την επισύναψε στην δεσμίδα των αποδείξεων από δεκαεπτά έως είκοσι τρεις Δεκεμβρίου, με κάποια ανακούφιση.
-Τι θέλετε;
-Δώσε ένα ευρώ.
Το κορίτσι είχε απλώσει το χέρι και κάθε φορά που αναβόσβηναν τα λαμπάκια του καταστήματος εσωτερικής ένδυσης μια φωτεινή άλως άναβε και έσβηνε πίσω από το κεφάλι της και τα ξερά, μπερδεμένα μαλλιά της, α, να και η μητέρα προφανώς, καθισμένη κάτω στο πεζοδρόμιο πάνω σε χαρτόνι, πάρα πολύ απασχολημένη με το να περιμένει να της πέσουν χρήματα από τον ουρανό, απλώνει και αυτή προς το μέρος του το χέρι της με το οποίο πιθανότατα έχει ψαχουλέψει ξεδιάντροπα ράφια καταστημάτων, καλάθια καλλυντικών, τσάντες γυναικών στη λαϊκή και πολλές, πάρα πολλές ανυποψίαστες τσέπες, εκτός βέβαια από την δική του.
-Όχι, απάντησε και ανέβασε το φερμουάρ του μπουφάν του ως πάνω.
Στην γωνία αποφάσισε να στρίψει αριστερά και μετά δεξιά, ώστε να πάρει τον παράλληλο δρόμο, την κάπως σκοτεινή αλλά ήσυχη οδό Διαγόρα για τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν από το σπίτι του. Προτού προλάβει καλά καλά να στρίψει, το άκουσε να νιαουρίζει.
Το σπίτι του ήταν το δεύτερο σε μια μακριά σειρά παλιών μονοκατοικιών κυρίως ισόγειων και είχε ακόμη την μεταλλική πόρτα εισόδου που είχε τοποθετηθεί κατά την κατασκευή της, εξήντα χρόνια πριν δηλαδή, δικαίως λοιπόν δεν θα μπορούσε να την ανοίξει κανείς εκτός από αυτόν που την ήξερε και τον ήξερε, αφού το κλειδί δεν έμπαινε στην κλειδαριά αν πρώτα δεν τραβούσε την πόρτα προς το μέρος του ώστε να εφάπτεται στην κάσα, έπειτα εισάγοντας το κλειδί να κάνει μισή στροφή αριστερά και έπειτα ολόκληρη δεξιά αλλά αυτός φυσικά τα γνώριζε όλα αυτά και κατάφερε στα σκοτεινά, επειδή ποτέ δεν άναβε το εξωτερικό φως της εισόδου, να ξεκλειδώσει παρά το κρύο που του είχε κοκαλώσει τα δάχτυλα και παρά το ότι δεν είχε ελεύθερα τα χέρια του. Ξεκλείδωσε λοιπόν, έσπρωξε την πόρτα, ακούμπησε κάτω όσα κρατούσε και είπε ήσυχα:
-Έχουμε νέο μωρό.
Το γκρι γατάκι έκανε μερικά βήματα πάνω στο χαλί. Στο χαμηλό φως του λαμπατέρ, τρέχοντας προς το μέρος τους από τα ράφια της βιβλιοθήκης, από τον παλιό μπεζ καναπέ, από το ύψος του χλιαρού καλοριφέρ, από τα πλαϊνά τραπεζάκια σαλονιού, από την μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας, από τα μαξιλάρια κάτω από το μεγάλο τραπέζι, από τις τέσσερις καρέκλες με τα κόκκινα καλύμματα και από τα μπράτσα της πράσινης πολυθρόνας, τους υποδέχτηκαν οι υπόλοιπες γάτες.
(*) Η Ελένη Στελλάτου (Αθήνα, 1978) είναι πτυχιούχος Φαρμακευτικής. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων ”Το Κόκκινο και το Άσπρο” εκδόθηκε τον Μάρτιο 2018 από τις εκδόσεις Πόλις, ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.