Για το τραγούδι “πότε θα κάνει ξαστεριά” (της Ευγενίας Περυσινάκη)

0
15224

της Ευγενίας Περυσινάκη (*)

 

Το βιβλίο του Γιώργου Ανδρειωμένου «Πότε θα κάνει Ξαστεριά».  Από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση, των εκδόσεων Σιδέρη, αποτελεί μια διεξοδική και εμπεριστατωμένη μελέτη 374 σελίδων. Πρόκειται για μια πρωτότυπη φιλολογική  έρευνα που εστιάζει το ενδιαφέρον της στην προέλευση και τη διάδοση του περιώνυμου ριζίτικου τραγουδιού, με γνώμονα τις παραστατικές του αναφορές, τοποθετημένες στο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο που, στην εκάστοτε συγκυρία, επηρεάζει και την προσαρμογή του μηνύματός του, απέναντι στα ζητήματα που η κάθε εποχή του θέτει. Κοινή συνισταμένη των ετερόκλητων χρήσεων του άσματος αποτελεί η αποφασιστικότητα των ερμηνευτών και των αποδεκτών του, για αγώνα και δικαίωση, η οποία, ως προϊόν διαφορετικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συγκυριών γνωρίζει ποικίλες μεταμορφώσεις. Η μελέτη του Γιώργου Ανδρειωμένου παρακολουθεί το μακρύ ταξίδι του τραγουδιού στο χώρο και το χρόνο, καθώς οι εποχές, οι συγκυρίες και τα αιτήματα μεταβάλλονται, ανιχνεύοντας παράλληλα το σύνολο των ιδεολογικών ρευμάτων που αυτό συντροφεύει και τους στόχους που υπηρετεί.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζονται κάτω από τον ξάστερο ουρανό τα Λευκά Όρη, στην κορυφή των οποίων διακρίνονται λίγα χιόνια, προφανώς κατά την έναρξη της Άνοιξης, ίσως το Φλεβάρη, τότε που τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν.

Ως προς τη δομή του το έργο χωρίζεται σε 9 κεφάλαια τα οποία συνοδεύονται από εκτενές επίμετρο. Μετά τις ευχαριστίες προς τα πρόσωπα που συνέβαλαν με τη βοήθειά τους στη μελέτη αυτή, στο κεφάλαιο Προοικονομία ο συγγραφέας διατυπώνει ρητά το ερευνητικό του ερώτημα: Πώς ένα τραγούδι, με καθαρά τοπικό χαρακτήρα, μπορεί να γνωρίσει πανελλήνια διάδοση, αλλάζοντας παράλληλα σημασία, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία, λαμβάνοντας ως  παράδειγμα το πασίγνωστο ριζίτικο τραγούδι Πότε θα κάνει ξαστεριά. Το κλειδί των απαντήσεων σε αυτό το ερώτημα θα βρει ο αναγνώστης στις σελίδες του παρόντος πονήματος, όπου εξετάζονται οι χρήσεις του άσματος, σε ένα ευρύ χρονικό πλαίσιο, ενταγμένες σε διαφορετικές κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, από την εποχή του Βυζαντίου ως τη σύγχρονη μνημονιακή εποχή. Εδώ παρατίθενται επίσης η μεθοδολογία του μελετητή και οι πηγές που στηρίζουν τα ευρήματα της έρευνας, οι οποίες εντοπίζονται στην προφορική παράδοση, σε έντυπο υλικό, πρωτογενή και δευτερογενή βιβλιογραφία ενός ευρέος φάσματος επιστημών, αλλά και στο Διαδίκτυο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ο ερευνητής με θαυμαστό τρόπο καταφέρνει να δαμάσει όλο αυτό το υλικό σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη που συνοδεύεται, στο επίμετρο, από πλούσιες σε εύρος και βάθος σημειώσεις (91 σελίδες), οι οποίες παρέχουν στον αναγνώστη την αναγκαία τεκμηρίωση καθώς και όλα εκείνα τα στοιχεία στα οποία θα στηριχτεί ο ερευνητής  του μέλλοντος. Επικουρικά παρατίθενται και οι παραλλαγές της «Ξαστεριάς», 25 στον αριθμό, ταξινομημένες κατά ομάδες και χρονολογική σειρά δημοσίευσης, με πλούσιο και άρτια οργανωμένο κριτικό υπόμνημα που περιλαμβάνει ανά στίχο το σύνολο των διαφορετικών γραφών που απαντούν σε συλλογές και μαρτυρίες. Έπεται η βιβλιογραφία, (εξαιρετικά πλούσια, εκτεινόμενη σε 79 σελίδες), μελετών, άρθρων, αρχειακού, κινηματογραφικού, τηλεοπτικού, ακουστικού και διαδικτυακού υλικού, με λήμματα οργανωμένα ανά αλφαβητική, θεματική αλλά και χρονολογική κατηγορία. Το επίμετρο συμπληρώνεται από γλωσσάριο των ιδιωματικών λέξεων και τοπωνυμίων που απαντούν στα τραγούδια, φωτογραφικό υλικό και ευρετήριο.

Ο μελετητής διαχειρίζεται με μεγάλη δεξιοτεχνία και σοφία έναν τεράστιο όγκο δεδομένων, προσεγγίζοντας το αντικείμενό του ως όλον, χωρίς να παραμελεί αυτό που πολλοί παραβλέπουν, την παραστατική λειτουργία του άσματος. Εντός του θεωρητικού πλαισίου που εστιάζει στην παράσταση – αναπαράσταση, η οποία πέρα από το χώρο της τέχνης, ιδιαίτερα του θεάτρου, και βρίσκει εφαρμογή σε ένα ευρύ πλαίσιο επιστημών, εξετάζονται οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών των δρωμένων και ο αντίκτυπος των διαδραματιζόμενων γεγονότων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η στόχευση της ερμηνείας, ο χώρος  και ο χρόνος συγκαταλέγονται στους παράγοντες που δικαιολογούν τις επιλογές της εκάστοτε διασκευής του τραγουδιού, με έμφαση στη δυναμική, την απήχηση και τη συναισθηματική αντίδραση του κοινού.  Με αφετηρία τις πρώτες παραστάσεις των βυζαντινών χρόνων (illo tempore), στις ρίζες των Λευκών Ορέων, ο αναγνώστης ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι στο χρόνο με όχημα την «Ξαστεριά» φτάνοντας ως τη σύγχρονη πολιτική και οικονομική συγκυρία και το αγωνιστικό εδώ και τώρα (hic et nunc) της Ελλάδας των μνημονίων. Με τον τρόπο αυτόν, αναδεικνύεται μετ’ επιτάσεως η παραστατικότητα του τραγουδιού και ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται, απεντάσσεται και επανεντάσσεται «εντός συγκεκριμένων συμφραζομένων», καθώς και το νέο νόημα που λαμβάνει εντός αυτών. Όλα αυτά τα νοήματα ο συγγραφέας καταφέρνει να τα εκφράσει με δύναμη και ενάργεια, καθιστώντας το περιεχόμενο της έρευνάς του εύληπτο ακόμη και στο μη ειδικό αναγνώστη.

Στο κεφάλαιο Εισαγωγικά τίθεται το πλαίσιο του χώρου και του χρόνου, όπου ως παράδειγμα το άσμα της «Ξαστεριάς» εντάσσεται σε μια ευρύτερη κατηγορία τραγουδιών που ξεπέρασαν το στενό πλαίσιο του τόπου που τα γέννησε, γνωρίζοντας ευρύτατη διάδοση, με μακρά χρονική διαδρομή και ποικίλες δηλωτικές και συνυποδηλωτικές θεωρήσεις. Έτσι ξεκινά το ταξίδι, που αρχικά τοποθετεί σε ένα πλαίσιο επικό το τραγούδι, ενταγμένο από ορισμένους μελετητές στον κύκλο των θηρευτικών ασμάτων που απαντούν στην περιοχή του Ομαλού. Στο κεφάλαιο Οι τελευταίοι στίχοι του άσματος και το ερμηνευτικό τους πρόβλημα, ο ερευνητής συνδέει τους καταληκτικούς στίχους (να κάμω μάναις δίχως γιους, γυναίκες δίχως άνδρες κτλ.) με τα διαδεδομένα στην Κρήτη και στην υπόλοιπη Ελλάδα τραγούδια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου. Είναι τόσο επιτατική η επιθυμία του κυνηγού τραγουδιστή να επιτευχθεί ο στόχος του, ώστε δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει καταληκτικά στίχους από ένα άσμα διαφορετικού είδους, προκειμένου να εκφράσει τη βεβαιότητα για την ευόδωσή του. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται μια παραλλαγή της «Ξαστεριάς» που ορισμένοι εξέχοντες μελετητές θεωρούν ως τραγούδι του κυνηγού, που αδημονεί για το κυνήγι της πέρδικας, ή το τραγούδι του μονομάχου, που παραθέτει ως ενδεχόμενη έκβαση ακόμη και το θάνατο του άδοντος:

 

Πότε να κάμει ξαστεριά, πότε να φλεβαρίσει

να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου

και ν’ ανεβώ ’ς τον Ομαλό ’ς τη στράτα τω Μουσούρω,

να στέσω το καλύβι μου ’ς τον καθαρόν αέρα,

και πότε λίγο χαμηλά να κάνω μια σπεράδα,

να βρω δικούς κι αδερφοχτούς, ψωμί κρασί να φέρουν,

κι’ α λάχι οχθρός να παίξωμε, σημάδι με σημάδι,

να κάμω μάναις δίχως γυιούς, γυναίκες δίχως άντρες,

κι’ ας κάμω και την αγαπώ τα μαύρα να φορέσει.

 

Στο τραγούδι αναγνωρίζεται η ύπαρξη του ηρωικού στοιχείου, το οποίο στις μετέπειτα αναπαραστάσεις κυριάρχησε. Αυτή την πτυχή του άσματος πραγματεύεται ο ερευνητής στο εκτενές κεφάλαιο που έπεται: Τραγούδι με μαχητικό – ηρωικό περιεχόμενο. Η συζήτηση αφορά στις διαφορετικές ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την προέλευση της «Ξαστεριάς», ξεκινώντας με την  άποψη ορισμένων μελετητών που την συνδέουν με ριζίτικο της βυζαντινής περιόδου, το οποίο φέρει ομοιότητες με αυτήν, ιδιαίτερα στον εναρκτήριο και τους καταληκτικούς στίχους, με εντοπισμό, στο Οροπέδιο του Ομαλού:

 

Χριστέ! να ζώνουμουν σπαθί και να ’πιανα κοντάρι,

να πρόβαινα ’ς τον Ομαλό ’ς τη στράτα τω Μουσούρω,

να σύρω τ’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι,

να κάμω μάναις δίχως γυιούς, γυναίκες δίχως άντρες,

να κάμω και μικρά παιδιά να χάσουν τση μανάδες.

 

Μέσα από συγκριτική προσέγγιση ριζίτικων που αφορούν στην αγωνιστικότητα των κατοίκων του Οροπεδίου και παράθεση πρωτογενών και δευτερογενών μαρτυριών η «Ξαστεριά» συσχετίζεται με τον αγώνα και το μίσος των Κρητών ενάντια στους Ενετούς  κατακτητές αλλά και τους αρχοντορωμαίους, απόγονους παλαιών βυζαντινών οικογενειών, που καταπίεζαν τους ντόπιους πληθυσμούς, καταστέλλοντας με βιαιότητα τις εξεγέρσεις τους.

Σε μια δεύτερη εκδοχή, η «Ξαστεριά», με κοινό σημείο αναφοράς το Οροπέδιο του Ομαλού, συνδέεται με άσματα των Ριζών για τη ζωοκλοπή και την εξ αυτών προκληθείσα, στις αρχές του 17ου αιώνα, βεντέτα ανάμεσα στις οικογένειες των Σκορδύλιδων και των Μουσούρων, με αφορμή τη δολοφονία ενός βοσκού των πρώτων και την αρπαγή των κοπαδιών τους. Η υπόθεση της προέλευσης της «Ξαστεριάς» από τέτοιου είδους άσματα ως προϊόντος έκφρασης σφοδρής επιθυμίας για εκδίκηση, αν και όχι επαρκώς στοιχειοθετημένη, δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί, εκδοχή για την οποία παρατίθεται έντυπη και διαδικτυακή βιβλιογραφία, με εκτενή προσέγγιση της φύσεως της βεντέτας.

Ο ηρωικός και πολεμικός χαρακτήρας της «Ξαστεριάς» οδήγησε πολλούς μελετητές να συνδέσουν την προέλευση του άσματος με τον αγώνα των Κρητών για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, τους Χαΐνηδες, την κρητική επανάσταση 1866-1869 και το Αρκάδι. Ορισμένοι μελετητές μάλιστα την θεωρούν κλέφτικο τραγούδι, άλλοι πάλι αποδίδουν τη σύνθεσή της στον  αγωνιστή Στέφανο Χάλη, ενώ έχει συνδεθεί και με το αντάρτικο σώμα των Δαιμόνων, που το καλοκαίρι του 1770 ενεργούσε νυχτερινές επιθέσεις εναντίον των Τούρκων, εξορμώντας από τα ψηλότερα στα χαμηλότερα (τα ομαλά) σημεία του νησιού, άποψη που δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται επαρκώς, ούτε τυγχάνει ευρείας αποδοχής από τους μελετητές.

Το ηρωικό και πολεμικό πλέον τραγούδι, στο κεφάλαιο Μεταγενέστερες Εκδοχές και Χρήσεις της «Ξαστεριάς» ταξιδεύει συνοδεύοντας τον πόθο των Κρητών μαχητών για ελευθερία, στον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στις αντίστοιχες παραλλαγές, ο Ομαλός αντικαθίσταται από τα τοπωνύμια των πολεμικών επιχειρήσεων, δίνοντας στο τραγούδι έναν εξαιρετικά επικαιρικό χαρακτήρα:

 

Πότες θα κάμει ξαστεριά πότες θα φλεβαρίσει

να πάρω το ντουφέκι μου την ώμορφη πατρώνα

να κατεβώ στον Περλεπέ στη στράτα των Βουλγάρων

να κάνω μάναις δίχως γυιούς γυναίκες δίχως άνδρες κτλ.

 

Ως κατεξοχήν αντιστασιακό τραγούδι, αναπροσαρμόστηκε προκειμένου να εκφράσει το πάθος για εκδίκηση κατά των Γερμανών, στη μάχη της Κρήτης και τη Γερμανική κατοχή:

 

Πότε να κάμη ξαστεριά, πότες να φλεβαρίση

να πάρω το τουφέκι μου την όμορφη πατρόνα

να κατεβώ στο Μάλεμε στην αρεοκαθέστρα

για να σκοτώσω Γερμανούς και να αιχμαλωτίσω.

 

Ο καταληκτικός στίχος απαντά και σε μια διαφορετική παραλλαγή, προσδίδοντας για πρώτη φορά και πολιτικό χαρακτήρα στο άσμα, καθώς η εκδίκηση δεν θα αφορά μονάχα Γερμανούς αλλά και Έλληνες προδότες: να πολεμήσω Γερμανούς και Έλληνες προδότες, όπου μας επροδώσανε. Προστίθεται λοιπόν μια νέα διάσταση, η οποία θα συνοδεύσει την «Ξαστεριά» στη μετέπειτα πορεία της, ανοίγοντας με τη νέα της νοηματοδότηση το δρόμο για ευρύτατη διάδοση, αδόμενη αρχικά από Κρήτες δημοκράτες και έπειτα από όλους τους Έλληνες. Από το 1965, στις παραλλαγές που συντάχθηκαν από την περίοδο των Ιουλιανών ως τον Αύγουστο του 1974, ο επαναστατικός τόνος του τραγουδιού εξυπηρετεί απόλυτα τους στόχους των πρωταγωνιστών των λαϊκών κινητοποιήσεων και του φοιτητικού κινήματος. Ο χώρος δράσης αναπροσαρμόζεται ανάλογα με την περίσταση, ενώ το μένος των αγωνιστών στρέφεται διαδοχικά ενάντια σε αυλικούς και χουντικούς που στη συνείδηση του λαού ταυτίζονται με τους προδότες και τους φασίστες της γερμανικής κατοχής:

 

Πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει

να πάρω το τουφέκι μου την όμορφη πατρόνα

να κατεβώ στον Σύνταγμα, στη στράτα του Ηρώδη

για να σκοτώσω αυλικούς και Έλληνες φασίστες.

 

Αντιστοίχως διασκευάζεται και αναπροσαρμόζεται, ώστε να εκφράσει την αγωνιστική διάθεση των συμμετεχόντων στα γεγονότα του Πολυτεχνείου:

 

Πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει

να πάρω το τουφέκι μου την όμορφη πατρόνα

να κατεβώ στο Σύνταγμα και στο Πολυτεχνείο,

για να σκοτώσω χουντικούς και Έλληνες φασίστες.

 

Το άσμα, την περίοδο αυτή, συνδέθηκε με τον αριστερό χώρο και η διάδοσή του κορυφώθηκε, μετά την κυκλοφορία του δίσκου Ριζίτικα το 1971 από τον Γιάννη Μαρκόπουλο που έκανε την επιλογή και την ανασύνθεση, χρησιμοποιώντας σημειολογικά την «Ξαστεριά» ως εναρκτήριο άσμα της συλλογής, με την ανυπέρβλητη ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη, που γνώρισε συγκλονιστικές επανεκτελέσεις (Συναυλία συλλόγου Κρητών στο Σπόρτιγκ, στη θεατρική παράσταση Το μεγάλο μας τσίρκο, του Ιάκωβου Καμπανέλη, και τη γεμάτη παλμό και συγκίνηση παράσταση του άσματος στο Πολυτεχνείο).

Ο έντονα πολιτικός χαρακτήρας του τραγουδιού διατηρήθηκε και στα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπως διαπιστώνεται στο κεφάλαιο Μεταπολίτευση – μνημόνιο, αντιμνημόνιο. Μετά από μια ανάλυση του πολιτικού τοπίου της Ελλάδας της κρίσης γίνεται αντιληπτό το γιατί η «Ξαστεριά», με δυναμική επαναφορά απέκτησε ξανά επικαιρικό χαρακτήρα, αρχικά εκφράζοντας την αγωνιστικότητα του αντιμνημονιακού χώρου,  όχι μόνο της αριστεράς – κεντροαριστεράς, αλλά και της κεντροδεξιάς ακόμη και της ακροδεξιάς. Μάλιστα χρησιμοποιήθηκε και σε εκδηλώσεις πολιτικών ομάδων που δεν φαίνεται να αντιτίθενται στα μνημόνια. Με συνέπεια και ζωντάνια παρατίθενται οι παραστάσεις του άσματος, στις αντι-παρελάσεις, τις διαμαρτυρίες για το κλείσιμο της ΕΡΤ και τη στήριξη του «Όχι» στο δημοψήφισμα. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια παράσταση της «Ξαστεριάς», με συνοδεία λύρας, σε πτήση από τις Βρυξέλλες, η οποία εκτελείται από Κρήτες που παρακολούθησαν εκδήλωση του ευρωβουλευτή Νότη Μαριά για τις γερμανικές αποζημιώσεις και συνταξίδευαν με τα μέλη της Τρόικας. Ο Χορός των Κρητών επανεκτελεί το άσμα, επιλέγοντας ως καταληκτικό στίχο εκείνον που εξέφρασε την αγωνιστική πρόθεση των Κρητών ανταρτών της κατοχής: για να σκοτώσω Γερμανούς και Έλληνες προδότες, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο καθρέφτες και της δικής του παράστασης, στο πλαίσιο μιας ιστορίας που επαναλαμβάνεται, χωρίς μάλιστα να έχει προηγηθεί δικαίωση για τις θηριωδίες του παρελθόντος. Η απήχηση της συγκεκριμένης εκτέλεσης υπήρξε έντονη, καθώς οι ξένοι συνταξιδιώτες της χορικής ομάδας σηκώθηκαν και την χειροκρότησαν.

Είναι γεγονός ότι όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες επανεκτελέσεων του άσματος, σε πολιτικές συγκεντρώσεις και πορείες, ενώ ως εκπαιδευτικοί το επιλέξαμε να ακουστεί σε σχολικές εορτές, θεωρώντας το ιδανικό να πλαισιώσει τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου.

Η αξιοποίηση του άσματος στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο παρατίθεται από το μελετητή ως τεκμήριο αναγνώρισης του πολιτικού και επαναστατικού του χαρακτήρα, ενώ  ως φράση κλισέ το «πότε θα κάνει ξαστεριά» γνωρίζει πλέον ευρεία διάδοση, προκειμένου να εκφραστεί η επιθυμία για τη βελτίωση των υπαρχουσών συνθηκών.

Το απόσταγμα της έρευνας του Γιώργου Ανδρειωμένου παρατίθεται στο κεφάλαιο Κατακλείοντας. Ο ερευνητής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε κάθε περίπτωση η “Ξαστεριά” σηματοδοτεί την πάλη, τον διαρκή αγώνα και την επαναστατική ανησυχία για ένα ελπιδοφόρο, καθαρό και λαμπερό αύριο. Με τις συνεχείς εντάξεις της σε εναλλασσόμενα κοινωνικά και κειμενικά συμφραζόμενα δείχνει το πόσο ζώσα και αναδιαμορφούμενη παραμένει η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του λαϊκού πολιτισμού που όχι μόνο συντηρείται αλλά και ανανεώνεται σε σημαντικό βαθμό, διατηρώντας τη λειτουργία της ως ιδεολογικής έκφρασης του λαού, σε κρίσιμες στιγμές της ιστορικής του πορείας. Η ζωτικότητα αυτής της παράδοσης και η αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητά της στις νέες ιστορικοκοινωνικές και γλωσσικές συνθήκες εκφράζει τη δύναμη της λαϊκής αντίστασης απέναντι στον κίνδυνο μιας ολοκληρωτικής αλλοτρίωσης».

Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι το παρόν πόνημα, αν και αποτελεί μια άρτια σε όλες της τις πτυχές επιστημονική έρευνα, έχει το χάρισμα να κάνει τον αναγνώστη να λησμονεί ότι κρατά στα χέρια του μια μελέτη. Η ιδιαίτερη σημασία του βιβλίου έγκειται στο ότι ο ερευνητής, μέσα από μια εμπεριστατωμένη, τεκμηριωμένη και σοφά δομημένη προσέγγιση, αναδεικνύει όλες τις πτυχές του θέματός του σε μεγάλο εύρος και βάθος, δίνοντας έμφαση όχι μόνο στη φιλολογική, κοινωνική, ιστορική και ανθρωπολογική διάσταση του πιο αγαπημένου ίσως κρητικού τραγουδιού αλλά και στα στοιχεία της παράστασης και του συγκειμένου των διαφόρων παραλλαγών του, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό νέα ερμηνευτικά μονοπάτια.

Το βιβλίο αυτό είναι τόσο αξιόλογο, ελκυστικό και δυναμικό όσο και ο παλμός του άσματος που πραγματεύεται, με προοπτική να φωτίζει το χώρο της επιστήμης για τόσα χρόνια ακόμη όσα θα βρίσκεται και η «Ξαστεριά» στα χείλη των Ελλήνων.

(*) Η Ευγενία Περυσινάκη είναι δρ. φιλολογίας

 

Γιώργος Ανδρειωμένος, Πότε θα κάνει Ξαστεριά.  Από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση, εκδ. Ι.Σιδέρη

Προηγούμενο άρθροΔύο κούτες Μάλμπορο (διήγημα της Βάσως Χόντου)
Επόμενο άρθροΤο Πρελούδιο του Wordsworth (του Βαγγέλη Δημητριάδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ