Για το ιλαρό μηδέν του Κώστα Βραχνού (του Γιάννη Παλαβού)

0
1059

 

 

του Γιάννη Παλαβού

Η συλλογή Πρώτα ο Θεός του Κώστα Βραχνού, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη τον Νοέμβριο του 2017, απαρτίζεται από σαράντα πέντε πεζογραφικές βινιέτες, τις οποίες ο συγγραφέας, αντλώντας από το εικαστικό λεξιλόγιο, αποκαλεί «ρωπογραφήματα». Τα αφηγήματα του βιβλίου, πνευματώδη, δηκτικά και γεμάτα παιγνιώδη απελπισία, έχουν τη ευφυία να μιλούν για το τίποτα, του οποίου έχουν πλήρη επίγνωση, και να μη βολεύονται σ’ αυτό, αλλά να το μετασχηματίζουν σε γελοιότητα. Κι έτσι, εξαπολύοντας εναντίον του ένα πικρό γέλιο, να το υπονομεύουν και να το καθιστούν λιγότερο τρομακτικό: σχεδόν να το εξουδετερώνουν.

Ο σαρκασμός του Βραχνού, με την υπερβολή και με την ειρωνική οικειοποίηση του επίσημου λόγου, φέρνει στον νου τον Τόμας Μπέρνχαρντ του Μίμου των φωνών. Η συγγένεια ανάμεσα στο Πρώτα ο Θεός και τον Μίμο έγκειται και στη φόρμα, καθώς αμφότερες οι συλλογές αποτελούνται από σύντομες, παράδοξες ιστορίες έκτασης από λίγες αράδες έως δύο σελίδες. Μόνο που στα κείμενα του Πρώτα ο Θεός, το παράδοξο και η ιλαροτραγωδία έχουν κάτι πιο ήπιο, πιο τρυφερό. Και, φυσικά, τα αφηγήματα του Βραχνού εγγράφονται αρμονικά στο ελληνικό κλίμα. Η εντοπιότητα νοείται ως γεωγραφία –οι αναφορές στη Μεσσηνία, ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, είναι συχνές–, κυρίως όμως νοείται ως πολιτισμικό αποτύπωμα, ενώ συγκαταλέγεται στις αρετές της συλλογής, καθώς στήνει ένα πειστικό σκηνικό εντός του οποίου παρελαύνουν οι λοξοί χαρακτήρες της. Επιπλέον, συμβάλλει και αυτή στην ηπιότητα, στη δεξίωση της απελπισίας ως κάτι απτού και διαχειρίσιμου, ως κάτι που δεν αξίζει τον ψυχικό φόρο που καταβάλλουμε στη σκέψη του.

Το βιβλίο, λοιπόν, είναι σαν τη γελαστή Μαργαρίτα του ομότιτλου ρωπογραφήματος, η οποία γελά ασταμάτητα, γιατί, αν δεν γελάσει, της απομένει μονάχα η «απίστευτα σοβαρή όψη οντολόγου». Είναι η πικρή συγκατάβαση που προϋποθέτει η ωραιότερη κατακλείδα της συλλογής, η λέξη «Αυτά», με την οποία κλείνει, σκωπτικά και μαζί συντριπτικά, το αφήγημα «Μέρες και μήνες». Είναι οι ασήμαντες λεπτομέρειες που ξεπηδούν εδώ κι εκεί, λεπτομέρειες που ενώ μοιάζουν να παρατίθενται για να επιτείνουν τον ρεαλισμό, τελικά, μέσα στον «νοσηρό υπερθεματισμό» για τον οποίον μιλά το οπισθόφυλλο της συλλογής, τον υπονομεύουν. Παράδειγμα είναι ο θείος Κυριάκος, ο ήρωας της ομώνυμης ιστορίας. Γνωρίζουμε τον Κυριάκο εν μέσω μιας κηδείας∙ η αφήγηση ξεκινά με τη σοβαρότητα που αρμόζει στην περίσταση, αλλά σύντομα, όταν περνά στην περιγραφή του θείου, εκτρέπεται σε μια εξαντλητική απαρίθμηση των κλειδιών που κρατά στο μπρελόκ του, υποσκάπτοντας αιφνίδια το πένθιμο κλίμα και, τρόπον τινά, υποβαθμίζοντάς το στην περιοχή του γελοίου.

Την ίδια λογική ακολουθεί και η χρήση των πιο απίθανων ονομάτων και επωνύμων, κυρίως όμως οι αναφορές στην επιστημονική γλώσσα. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς υποτίθεται πως η επιστήμη οριοθετεί μια ασφαλή περιοχή, εντός της οποίας το καθετί έχει νόημα∙ τα κείμενα του βιβλίου σαρκάζουν ακριβώς αυτή τη βεβαιότητα. Ωστόσο, αν αυτή αφαιρεθεί, τι απομένει σύμφωνα με το Πρώτα ο Θεός; Απομένει μια ζωή «γελοία, αλλά θεμιτή», για να δανειστούμε μια φράση που συναντάμε σ’ ένα από τα αφηγήματα. Εντέλει, μετά από τόση απόγνωση και γελοιότητα, μετά το «Αυτά» που όπως είπαμε παραπάνω συνθλίβει τις «Μέρες και τους μήνες», ίσως η βασική αρετή της συλλογής να είναι ο τρόπος που παρατάσσει τα επίθετα πριν και μετά τον σύνδεσμο «αλλά»: «γελοία, αλλά θεμιτή». Ίσως η μεγαλύτερη αρετή της να είναι ότι η ζυγαριά ανάμεσα στην πίκρα και στο γέλιο βαραίνει κατά τη μεριά του γέλιου, ότι η τραμπάλα ανάμεσα στο «όχι» και στο «ναι» γέρνει προς το «ναι».

Γι’ αυτό και το Πρώτα ο Θεός κλείνει, έξυπνα, με το αφήγημα που τιτλοφορείται «Άντε, βίβα!» Έπειτα από τόσες ασθένειες, δυστυχήματα και θανάτους, η συλλογή καταλήγει με μια ιλαρή ιστορία που κορυφώνεται σε μια ιαχή κατάφασης: «Άντε, βίβα!». Όπως όλο το βιβλίο, όπου η σοβαρότητα υπονομεύεται διαρκώς, έτσι και το καταληκτικό κείμενο μοιάζει να μας κλείνει περιπαικτικά το μάτι, αντιστρέφοντας το «Alles scheisse!» της προμετωπίδας από μηδενιστική αποστροφή σε σάλπισμα ζωής, λέγοντας: «Ξέρετε κάτι; Τελικά, όσο αβίωτος κι αν είναι ο βίος, αξίζει τον κόπο. Μη φοβάστε το τίποτα: γνώσεσθε τη ματαιότητα και η ματαιότητα ελευθερώσει υμάς. Άντε, βίβα!».

 

info: Κώστας Βραχνός, Πρώτα ο θεός, Νεφέλη

Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή του κειμένου που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση της συλλογής Πρώτα ο Θεός, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Baumstrasse στις 2 Φεβρουαρίου του 2018. Για το βιβλίο μίλησαν ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός και οι μουσικοί Βασίλης Μαντζούκης και Μιχάλης Σιγανίδης.

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα: Αυτολογοκρίνομαι όταν γράφω για εφήβους;(7.Βαγγέλης Ηλιόπουλος)
Επόμενο άρθροΣτα χνάρια του Ανδρέα Εμπειρίκου (του Φίλιππου Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ