Του Θωμά Κοροβίνη.
Από πολλές πλευρές συγγενεύει και αναλογεί το παρόν βιβλίο “Δύο φορές αθώα” με τα δυο προηγούμενα της Έλενας Χουζούρη, τον «Σκοτεινό Βαρδάρη» μα προπαντός το επόμενο «Πατρίδα από βαμβάκι». Οι πρωταγωνιστές και των δύο αφηγημάτων –βεβαίως για μυθιστορήματα πρόκειται αλλά η Χουζούρη προτιμά να μην τα χαρακτηρίζει- είναι σημαδεμένοι από τον ανεξίτηλο, διακαή πόνο της κακοφορμισμένης μνήμης, της ακύρωσης της ανιδιοτελούς ιδεολογίας, του απύθμενου ψυχικού άχθους που προκαλεί η ατέρμονη αίσθηση της εξορίας και της αβεβαιότητας για επάνοδο στη λατρεμένη άγνωστη πια πατρίδα, την Ελλάδα. Τα διακαή ανεπούλωτα τραύματα δεν την κάνουν απωθητική, αντίθετα η ανάγκη θεραπείας από ένα ιδιότυπο σύνδρομο αλυτρωτισμού καθιστούν το φάσμα αυτής της βιωμένης ή επιθυμητής πατρίδας ιδεατό.
Στην «Πατρίδα από βαμβάκι» ο έρωτας του κεντρικού ήρωα γιατρού Σέργιου για μια Ρωσίδα κρύβει ενοχές, παρανομία και μυστήριο. Στο «Δυο φορές αθώα» ο έρωτας της Βερόνικα για την Ιόσιφ και του Ιόσιφ για την Βερόνικα, έχει οδυνηρές προδιαγραφές και αποτυπώνεται μέσα μας σαν ένα αγνό αλλά σκληρό, απαγορευτικό και μυστηριώδες βίωμα και από τις δυο πλευρές εντείνοντας μέσα από περιπετειώδεις ατραπούς που ακολουθούν οι δύο ερωτευμένοι την αγωνία μας. Εδώ επισημαίνεται η μαεστρική ικανότητα της συγγραφέως να δημιουργεί ένα σκοτεινό, ασφυκτικό, εφιδρωτικό κλίμα αγχωτικού ερωτικού και ευρύτερα συναισθηματικού αδιέξοδου.
Μια φορά αθώοι είναι οι υποχρεωτικά πολιτικοί πρόσφυγες, δυο φορές αθώα, τα παιδιά τους. Για να μην μιλήσουμε και για την περίπτωση του Ζόραν-Δημήτρη-Τζιμ, ενός παιδιού «τρεις φορές αθώου» που βιώνει τον τριχασμό ανάμεσα στην πρώτη, τη γενέτειρα Ρωσία, τη δεύτερη, την μητέρα Ελλάδα και την τρίτη, τη χώρα της μετανάστευσής του, την Αμερική.
Των παιδιών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Τασκένδη οι ψυχές τους αιμορραγούσαν. Είναι τα παιδιά που γαλουχήθηκαν με το επίμονο όνειρο των γονιών τους να ξαναγυρίσουν στη φυσική τους πατρίδα που τους είχε βέβαια αποδιώξει ως μιάσματα, ως διχαστές του έθνους, ως αντιπατριώτες, αυτοί ήταν που την πλήρωσαν πιο ακριβά από όλους όσοι επιβίωσαν απ’ την εμφύλια σύρραξη, και το σαράκι της ακούσιας ή εκούσιας εξορίας τους λιγόστευε μόνο με την αέναη κρυφή προσδοκία ενός επώδυνου αλλά συνάμα λυτρωτικού νόστου σε μιαν Ελλάδα, που όσοι είχαν την τύχη να την ξαναντικρίσουν τη βρήκαν αγνώριστη μα και οι ίδιοι –μαθημένοι αλλιώς πια- ήταν αδύνατο να βιώσουν μια ομαλή επανένταξη σε μια ούτως ή άλλως υποκείμενη σε σταδιακές αλλοτριώσεις και για τους μόνιμους κατοίκους της χώρα. Εξ άλλου ποια ήταν η υποδοχή που επιφύλασσε η «μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο» στις γενιές των άμεσων απογόνων των ξεριζωμένων κομμουνιστών, οι οποίοι μέσα στην εξορία τους βίωσαν μια δεύτερη εσωτερική εξορία απομονωμένοι, καταδικασμένοι να ζουν κυρίως γύρω απ’ το ελληνικό γκέτο της περιοχή της Τασκένδης; -Είστε παιδιά των ληστοσυμμοριτών. Εκείνη είναι η πατρίδα σας, όχι εδώ, είναι η γεμάτη χλευασμό και χαιρεκακία απάντηση, του στυγνού γραφειοκράτη στο αίτημα για αναζήτηση εργασίας για την επιβίωση του νεαρού Ελληνορώσου.
Κάποτε ένας Τούρκος στρατιώτης ρώτησε μέσα στον ύπνο του έναν Ρωμιό συστρατιώτη του που συνυπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό -Σαάτ κατς; Τι ώρα είναι; -Τεσσεράμιση απάντησε στα ελληνικά κοιτώντας μισοκοιμισμένος το ρολόι του ο Ρωμιός. Η γλώσσα στην οποία ονειρευόμαστε λοιπόν, λέτε να’ ναι αυτή που εκφράζει την πραγματική μας πατρίδα; Κι αν όχι, τι; Η κοινωνική νοοτροπία; Οι παραδόσεις; Ή θρησκευτική πίστη; Οι εθνικοί αγώνες; Η σφραγίδα των πρώτων καθοριστικών για τη ζωή μας βιωμάτων; Ας μην ξεχνούμε πόσοι από μας και για πολλούς λόγους, κοινούς ή διαφορετικούς ο καθένας μας, μπορεί κάποια φορά να ένιωσε μέσα στην ίδια την πατρίδα του «χωρίς πατρίδα»!
«Πατρίδα είναι εκεί που γεννιέσαι». «Πατρίδα είναι εκεί που μεγαλώνεις». «Πατρίδα είναι εκεί που βρίσκεις δουλειά» «Πατρίδα είναι εκεί που πονάς». «Πατρίδα είναι εκεί που σ’ αγαπούν». Τέτοιας μορφής παροιμιακό λόγο συναντούμε σε όλους τους λαϊκούς πολιτισμούς του πλανήτη. Λένε το ίδιο πράγμα; Όχι βέβαια. Η κάθε λαϊκή ρήση υποστηρίζει τη δική της αλήθεια και έχει το δίκιο της. Ιδανική θα ήταν εκείνη που θα περιείχε τα συμπεράσματα όλων των άλλων και άλλα τόσα. Πόσες πατρίδες έχει η ηρωίδα μας, η «δυο φορές αθώα», η «δυο φορές άπατρις» ή καλύτερα «δυο φορές αβέβαιη για το ποια είναι η πραγματική πατρίδα της»;
Η Λένα, αγαπημένη φίλη της Βερόνικα, με συναφή σχετικά βιώματα, αναρωτιέται : «Τελικά πόσες πατρίδες μπορεί να έχει κανείς; Εμείς πόσες έχουμε, Βερόνικα; Το έχεις σκεφτεί;» Η Βερόνικα όχι μόνο το’ χει σκεφτεί αλλά αυτός ο προβληματισμός είναι η ραχοκοκαλιά της υπόστασής της, μ’ άλλα λόγια χωρίς αυτόν δεν υφίσταται. Στην ευθεία, διερευνητική και ίσως ενοχλητική ερώτηση «–Τι είναι για σας η πατρίδα;», η Βερόνικα θα απαντήσει αβίαστα «Αυτή του πατέρα μου», που είναι βέβαια και η δική της, η γενέτειρα, η πρώτη και η βασική πατρίδα. Αλλά στο τι ακριβώς νιώθει κατά την διάρκεια του βασανιστικού ταξιδιού για την αναζήτηση και την καθαρή απόκριση στο ερώτημα που την καίει, δε θα απαντήσει αφοριστικά ποτέ.
Η συνέντευξη που καλείται να δώσει η Βερόνικα στη Δανάη, μια φιλέρευνη δημοσιογράφο που εστιάζει την έρευνά της στα παιδιά των πολιτικών προσφύγων, επιχειρείται να γίνει μέσα στο γκρίζο μνημονιακό περιβάλλον της ελληνικής πρωτεύουσας μα δε μπορεί να επιτευχθεί ποτέ. Πώς να μιλήσει καθαρά για τα τρικυμιώδη βιώματα που στοιχειώνουν τη μνήμη και θολώνουν την κρίση της και που η ίδια δεν κατορθώνει ουσιαστικά ποτέ να απαλλαγεί απ’ το βραχνά τους και να κάνει καθαρά τον απολογισμό μιας διχασμένης ζωής, να την ξορκίσει και ν’ αρχίσει μια τρίτη θάβοντας το παρελθόν της ενοχοποιημένης διπλής αθωότητάς της;
Ο πατέρας της Βερόνικα είναι εσαεί προκατειλημμένος απέναντι στον διαχρονικό έρωτά της, τον Ιόσιφ απ’ τη Μπουχάρα, έναν Ρωσοεβραίο που αυτομολεί στο δυτικό στρατόπεδο, εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη και υπερασπίζεται την πατρίδα του και την πνευματική του καταγωγή αντιπαραθέτοντας τα υψηλά ρωσικά λογοτεχνικά αναστήματα στα μεγάλα ονόματα Αμερικάνων συγγραφέων. Ο Ιόσιφ εκπροσωπεί την μικτή κουλτούρα που διακρίνει άπειρους εμιγκρέδες, οι οποίοι αναγκάζονται να αλλάζουν πατρίδες χάνοντας κάποια στιγμή το λογαριασμό. Γίνεται κι αυτός από πλευράς του «δυο φορές αθώος» αφού κάνει την Αμερική δεύτερη πατρίδα του. Ο πατέρας, ο μπαρουτοκαπνισμένος Εαμίτης βλέπει τον επίδοξο γαμπρό του σαν δυο φορές ξένο, και γιατί είναι Ρώσος κι ένας γάμος της Βέρουσκα μαζί του θα εμπόδιζε τον πολυπόθητο επαναπατρισμό τους και από προκατάληψη για την εβραϊκή του καταγωγή. Η παράφορη, ασφυκτική, δυναστική πατρική αγάπη, που κουκουλώνει έναν ισόβιο πατρικό έρωτα, ενσαρκώνεται από έναν πατέρα πολλαπλά μοιραίο, εγκαταλελειμμένο από τη σύζυγο, ανατροφέα της θυγατέρας του. Στην παθολογική λατρεία στο πρόσωπό της κόρης του εγκλωβίζεται ο ίδιος με συνέπεια κάθε κίνηση εξόδου της από αυτό τον κλοιό να τον βρίσκει αντίπαλο. Το αποκορύφωμα του αρρωστημένου πάθους του εκδηλώνεται με το μίσος που καλλιεργεί απέναντι στον θαυμαστή της νιότης της Βέρουσκα, τον αγαπημένο συμφοιτητή της, τον υποτιθέμενο εχθρό του που επιβουλεύεται την επισφαλή ασφάλειά του. Τα ανεπίδοτα γράμματα του Ιόσιφ προς την Βερόνικα, φυλακισμένα σε ξεχασμένα συρτάρια, με την ανακάλυψή τους, θα ενισχύσουν τον εφιάλτη της πολυκύμαντης ζωής της. Ο ένδοξος συνταγματάρχης του λαϊκού στρατού επενδύει την αμήχανη, αδιέξοδη ζωή του στην εφιαλτική αγάπη προς τη μοναδική του κόρη, έναν έρωτα που καταντά βραχνάς και για τους δύο. Η απόκρυψη των επιστολών της γυναίκας του, όπου ζητάει το παιδί της μα για κείνον μετά την εγκατάλειψή του έχει πεθάνει οριστικά καθώς και των γραμμάτων που έστελνε ο Ιόσιφ προς τη Βέρα, τόσο απ’ τη Μόσχα, όπου την προσκαλούσε να τον επισκεφτεί για να την παντρευτεί και να γλυτώσει από την τυραννία της, όσο και από την Αμερική –μέχρι να σταματήσει να της στέλνει, αφού ο πατέρας της τα κρύβει- κάνουν τη ζωή της Βερόνικας ακόμη πιο δραματική όταν τα ανακαλύπτει, γιατί φυσικά δε μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω και είναι πια μια γυναίκα μεσόκοπη. Ούτε η δήλωσή του σε μια παλιά εξομολογητική του σημείωση του 1991 «Εγώ, επιτομή της Ουτοπίας και της Ήττας» που μπορεί να αποκαλύπτει περισσότερο διάθεση αποενοχοποίησης παρά στάση μετανοίας, ούτε οι τρεις λέξεις «δυο φορές αθώα» που μουρμουρίζει ο πατέρας της στο ξεψύχισμά του ζητώντας να τον συγχωρέσει η κόρη του, μπορούν να εξιλεώσουν τον ίδιο και να ανατρέψουν την στάση της θυγατέρας του απέναντι στη μοίρα της. Όταν, κάποια στιγμή, η Βερόνικα, η «αγαπημένη μου» – «μάγια λουμπίμαγια Βέρουσκα», με τις δυο πατρίδες και τις δυο ταυτότητες, αφήνει το σπαραγμό της να εκδηλωθεί, κλαίει «για μια ζωή παρεξηγημένη, αποφασισμένη από άλλους, φτιαγμένη από άλλους».
Οι προσωπικότητες των ηρώων της Χουζούρη είναι ολοκληρωμένες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Είναι άνθρωποι με μοιραία πάθη που οδηγούν σε μοιραία αποτελέσματα. Η γλώσσα της είναι μεστή και ζουμερή. Το ιδιαίτερο ταλέντο της να εμβαθύνει στην ψυχογραφία των ηρώων της, ανάγλυφο. Το λαχανιασμένο κυνηγητό της μοίρας που καταδιώκει τους ήρωες του αφηγήματος και των ηρώων που παλεύουν να γλυτώσουν απ’ τις παγανιές που τους στήνει η μοίρα τους και να ανασάνουν, δημιουργεί ένα ιδιόμορφο κλίμα που συνδυάζει στοιχεία Ντοστογεφσκικού μυστηρίου και Χιτσκοκικού σασπένς.
Σημειώνω ιδιαιτέρως μια νατουραλιστικής ακρίβειας ανατριχιαστική περιγραφή ενός ομαδικού εφιάλτη, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όπου αναλύεται το μαζικό όνειρο του κολλήματος στον λεπτοδείκτη στο παρά ένα λεπτό πριν ανοίξει ο νέος χρόνος των ελπίδων, η καταδίκη όλων των ανθρώπων μιας χώρας, οπουδήποτε κι αν είχαν κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, να ζουν με τη φρίκη της ματαίωσης της αλλαγής του χρόνου στις 12 τα μεσάνυχτα και της μη μεταπίδησής του απ’ τον παλιό στον καινούργιο, που σημαίνει φυλάκιση στο παρελθόν, κατάργηση του μέλλοντος, ματαίωση της προσδοκίας για οποιαδήποτε αλλαγή, μια φανταστική αποτρόπαια εμπειρία χειρότερη κι απ’ τον θάνατο.
Η ίδια η συγγραφέας συνομιλεί αραιά με το πνεύμα σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων αλλά και συχνά μέσω της ηρωίδας της με την τέχνη εμβληματικών Ρώσων καλλιτεχνών με εμμονή σε σοβιετικά πρότυπα δημιουργών, όπως π.χ. ο Νικήτα Μιχαλκόφ, δίνοντας έτσι και το πορτρέτο της προσωπικής της κουλτούρας, όπως έχει διαμορφωθεί στον τόπο που έζησε.
«Ούρα, ούρα, ούρα, Λάικα ούρα. Ζήτω, ζήτω, ζήτω η Λάικα». Ξεχωριστά παραστατικό είναι το χωρίο με τους παλλαϊκούς πανηγυρισμούς για τη Λάικα, τη μυθική σκυλίτσα που έστειλαν το 1957 οι Σοβιετικοί στους ουρανούς και έγινε εθνικό σύμβολο των Ρώσων μα και σ’ όλη την οικουμένη κοσμοαγάπητη –μέχρι κι ένα μικρό παιδί τότε την ήξερε τη Λάικα. Στο κείμενο μαζί με την Τασκένδη συμπρωταγωνιστούν και άλλες πόλεις, πρώτα πρώτα η Αθήνα, που υποδέχεται τη Βερόνικα σα νέα πατρίδα της αλλά δε φαίνεται να μη την κερδίζει, η Θεσσαλονίκη, που τη βλέπει με συμπάθεια, η Μόσχα, η Νέα Υόρκη και τα Σκόπια.
Μέσα από την καλοδουλεμένη με ψιλοβελονιά πλοκή του αφηγήματος αναδεικνύεται έξοχα η τραγωδία δύο διαδοχικών Ελλάδων, μιας μεταπολεμικής-μετεμφυλιακής Ελλάδας που εξορίζει με μακάρια συνείδηση και ρεβανσιστική χαιρεκακία τα ηττημένα τέκνα της στην σοβιετική επικράτεια και μιας δίδυμης διάδοχης μεταπολιτευτικής ξεπουλημένης Ελλάδας του μορατόριουμ που εξωθεί τις νεώτερες γενιές της στον ξενιτεμό. Ποιος ξέρει τι λογιώ σύνδρομα θα γεννηθούν και σ’ αυτά τα παιδιά που η πατρίδα των τελευταίων χρόνων τους γυρίζει τις πλάτες της; Μέσα από αυτόν τον προβληματισμό που θέτει σοφά η συγγραφέας η διάκριση που επιχειρείται σ’ ένα σημείο του βιβλίου από τον παλιό αντάρτη «άλλο μετανάστης κι άλλο πολιτικός πρόσφυγας σαν κι εμάς» ουσιαστικά, στην πράξη δηλαδή, ακυρώνεται. Η τραγωδία του νέου ανθρώπου ο οποίος εξαναγκάζεται να ωριμάσει στο μεταίχμιο μιας πατρίδας που τον αποδιώχνει –κάλλιο να μην έχεις μάνα παρά να’ χεις μητριά πατρίδα- και μιας ξένης χώρας που θα εξαναγκαστεί να κάνει μάννα του, είναι αξεπέραστη.