Του Παναγιώτη Ροϊλού.
Τον Seamus Heaney τον γνώρισα από κοντά το φθινόπωρο του 1999, όταν, νεαρός τότε Επίκουρος Καθηγητής στο Χάρβαρντ, του πρότεινα να μιλήσει την επόμενη χρονιά για τον Σεφέρη, επι τη ευκαιρία της επετείου του πρώτου αιώνα από την γέννηση του μεγάλου Έλληνα ποιητή. Αν και τότε γνώριζε μόνο το όνομά του ως ετέ(αί)ρου Νομπελίστα, δέχθηκε την πρόσκλησή μου με γενναιοδωρία και σεμνότητα απαράμιλλη. Οι δύο αυτές δυσεύρετες αρετές συνόδευαν πάντοτε την παρουσία του Seamus, προσθέτοντας στο σπάνιο ποιητικό του μεγαλείο μία ακόμη σπανιότερη, βιωμένη, πνευματική και ηθική σοφία. Στις συναντήσεις μας από την πρώτη εκείνη επαφή μέχρι και την ομιλία του για τον Σεφέρη, μόνιμο θέμα συζήτησης ήταν το έργο και η προσωπικότητα του Έλληνα ποιητή. Διαβάζαμε μαζί τα ποιήματά του (κυρίως από τα “Ημερολόγια Καταστρώματος”), πρώτα στα ελληνικά, για να ακούει και να νιώθει, όσο ήταν εφικτό, τον ρυθμό του ξένου λόγου, και ύστερα στα αγγλικά. Αυτό που εκείνος, χαριτολογώντας, αποκαλούσε δικό του “homework” (αφού υποτίθεται ότι αυτός στηριζόταν στην δική μου ξενάγηση στους ανοίκειους του τόπους της σεφερικής ποίησης), στάθηκε για μένα μία master class ανυπέρβλητης αξίας, που μου δίδαξε σε λίγες ώρες τι θα έπρεπε να τροποποιήσω, αναθεωρήσω ή και να απορρίψω από όσα περί ποιητικής είχα επί πολλά έτη συσσωρεύσει με συστηματική μελέτη σχετικής θεωρίας. Στην ίδια την εκδήλωση της ομιλίας του, που βρίσκεται δημοσιευμένη, χάρη στην φροντίδα και πρωτοβουλία του καλού κοινού μας φίλου Στρατή Χαβιαρά, στο Harvard Review (δημιούργημα πολύ σημαντικό του Στρατή) επέμενε ότι θα έπρεπε να διαβάσω τα ποιήματα και στο πρωτότυπο—δοκιμασία και ευθύνη για μένα, ένιωθα τότε, όχι μικρή. Και βέβαια δεν διανοήθηκα ποτέ να του το αρνηθώ. Σε ύστερες συναντήσεις μας η ποίηση, κυρίως η ελληνική (αρχαία αλλά και νέα) ήταν αυτό που τον απασχολούσε. Γιατί ο Seamus ήταν βαθύτατα και αυθεντικότατα φιλέλληνας, στηρίζοντας, όλα αυτά τα χρόνια, με κάθε δυνατόν τρόπο και την δική μου προσπάθεια για προβολή του νεότερου πολιτισμού μας. Ο φιλλεληνισμός του ήταν απόλυτα ανιδιοτελής, δείγμα της μεγαλοσύνης του ήθους και της πνευματικότητάς του και απόδειξη απτή ότι η αίσθηση αυτού που ονομάζουμε ελληνική ανθρωπιστική παράδοση δεν ήταν γι’αυτόν μόνο πολύτιμο διακείμενο αλλά και, το πιο δύσκολο, στάση ζωής. Η Ελλάδα δεν ήταν για τον Seamus ένα ιδεατό κατασκεύασμα φιλολογικών συγ-κειμένων, αλλά χρόνος και τόπος βιωμένος στο εδώ και το τώρα, στον οποίον, όταν του δινόταν η ευκαιρία, απλόχερα έδινε πιο πολλά, πολύ πιο πολλά, από αυτά που θα μπορούσε να πάρει. Μακριά από ουσιοκρατικές προσεγγίσεις και στείρες εξιδανικεύσεις ή νοσταλγικές ωραιοποιήσεις, ο Seamus αγάπησε και εκτίμησε όσο ελάχιστοι σύγχρονοί του αυτά που είχε να του δώσει η ζωντανή Ελλάδα του παρόντος.
Σπονδή στην ελληνική ποίηση και το ποίημά του για τον Σεφέρη, που αυτόγραφό του έλαβα με χαρά και (ομολογώ) κρυφή περηφάνεια, λίγες ημέρες, όπως με ενημέρωνε στο σχετικό συνοδευτικό σημείωμα, μετά την συγγραφή του. Μεγάλη του αγάπη επίσης το αρκαδικό τοπίο, όχι μόνο αυτό που του είχε φανερώσει η νεανική του επαφή με την λατινική, κυρίως, παράδοση και τις ποικίλλες δυτικοευρωπαϊκές προεκτάσεις της, αλλά το πραγματικό, αδρό του τώρα. Το πρώτο από τα «Σονέτα» του «από την Ελλάδα» είναι αφιερωμένο στην Αρκαδία. Μέσω μίας γλώσσας και εικονοποιίας που συνδυάζει το αισθησιακά γήινο με το συγκρατημένα υπερβατικό, κατασκευάζει ένα τοπίο όπου διαχρονικοί ποιητικοί περί Αρκαδίας τόποι συναιρούνται σε μία δυναμική σύνθεση εστιασμένη στο παρόν, με όλη του την καθημερινή αμεσότητα, η οποία, εν τέλει, μεταμορφώνεται σε φορέα μεταφυσικής σχεδόν ενέργειας: ο σωρός των μήλων που πέφτουν από ένα φορτηγό και καταλήγουν στις ρόδες του αυτοκινήτου με το οποίο διασχίζει τους αρκαδικούς δρόμους ο αφηγητής (αναπάντεχη «ευοίωνη» προσφορά, ο «καιρός» της οποίας στην εκτός κειμένου πραγματικότητα συμπίπτει με την στιγμή ανακοίνωσης της βράβευσης του ποιητή με το Νόμπελ), αρχετυπικές (σχεδόν ησιόδειες) τεχνικές άρδευσης, ένας αιγοβοσκός—εικόνες συντονισμένες σε μία σύγχρονη (αντι-) «εκλογή», που καμία μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει σε όλη της την δυναμικότητα. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της μύχιας επαφής του Seamus με την Ελλάδα αλλά και της ικανότητάς του να ποιεί τέχνην από, και να αποκαλύπτει ποίησιν σε, στοιχεία και καταστάσεις όπου αλλότριοι νόες διαγιγνώσκουν πεζότητα. Είναι αυτό, μαζί με την “μορφή της ηθικής του προσωπικότητας”, από «τα πιο τίμια» που μας άφησε η εδώ παρουσία του, πριν μετοικήσει στην χώρα των ασφοδέλων.
*Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ