Της Κατερίνας Σχινά.
Ήμουν φοιτήτρια ακόμη, όταν είδα τον Λευκό Γάμο του Ταντέους Ρουζέβιτς στο θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Γραμμένο, θαρρείς, για να κεντρίσει την ασφυκτιώσα μετεφηβεία μας προς ένα μέλλον απαλλαγμένο από συμβάσεις, να ενθαρρύνει την ανταρσία ενάντια στην αστική ευπρέπεια και υποκρισία, ήταν, θυμάμαι, μια ονειρική διαδοχή από εικόνες που έκαναν οξύτερο τον υπόγειο κοινωνικό ρεαλισμό του θέματος. Πολύ αργότερα θα διάβαζα (στα αγγλικά), σκόρπιους στίχους του Ρουζέβιτς – μια ποίηση απλή, ταγμένη στο ουσιώδες, μοντερνιστική, άκρως λιτή, κοφτερή σαν ξυράφι. Θυμάμαι ακόμη ένα σύντομο ποίημα εμπνευσμένο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: “Μαλλιά που δεν τα φώτισε ήλιος/ δεν τα ανακάτεψε άνεμος/ δεν τα άγγιξε ανθρώπου χέρι, χείλη ανθρώπου ή βροχή/ Μα σε θεώρατα σεντούκια/ σύννεφα από στεγνά μαλλιά εκείνων που πνιγήκανε/ κι ανάμεσά τους μια θαμπή κοτσίδα/ μια αλογοουρά με μια κορδέλα/ που στο σχολείο την τραβούσαν/ τα άταχτα παιδιά”.
Ο Πολωνός ποιητής Ταντέους Ρουζέβιτς, που πέθανε πριν από λίγες μέρες σε ηλικία 92 ετών, ανήκε στην “αποδεκατισμένη γενιά”, καθώς θα την ονόμαζε ο ίδιος, εκείνη που είδε τον χάρτη της Ευρώπης να ανασχεδιάζεται κάθε τόσο, που γεύτηκε την φρίκη του φασισμού και του ναζισμού, που βίωσε τον σταλινισμό και τις διώξεις του, που εκτοπίστηκε, σκοτώθηκε, εξαπατήθηκε και διαψεύσθηκε. Ήταν ο ποιητής που θεωρούσε την λήθη της ιστορίας ως την μεγαλύτερη καταστροφή και αποκάλυπτε ανελέητα την κενότητα της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας. Η εποχή μας, όπου “τα μόνα δάκρυα που χύνονται είναι για το χρηματιστήριο”, ήταν, για τον Ρουζέβιτς, η κατ’ εξοχήν εποχή του παραλόγου και του γκροτέσκο – εξ ου και μόνο με τα μέσα αυτά θέλησε να την προσεγγίσει, τόσο στο θέατρο όσο (λιγότερο) και στην ποίησή του.
“Αν δεν σπάσει, αν δεν συντριβεί, η ποίηση ποτέ δεν θα αναστηθεί από τον τάφο της”, έγραψε ο Ρουζέβιτς. Κι ίσως γι’ αυτό απογύμνωσε τόσο τον στίχο του, αναζητώντας την πρωτογενή καθαρή μουσική των λέξεων, πέρα από την φθαρμένη ρητορεία, ψάχνοντας την γνησιότητα ανάμεσα στις γραμμές της πολιτικής και της βαρβαρότητας. Αν το βλέμμα του είναι ανελέητο, τα ποιήματά του ξεχειλίζουν από ενσυναίσθηση. Με μια φωνή που αντηχεί στον ίδιο τόνο με εκείνη των μεγάλων κεντροευρωπαίων της γενιάς του, του Χέρμπερτ, του Μίλοζ, του Χόλουμπ, του Βάσκο Πόπα, έγραψε ποιήματα σκληρής διαύγειας και ύμνησε την ιερότητα της ζωής.
Αντί επιλόγου, αποσπώ μερικές αράδες από το τελευταίο έργο του που μεταφράστηκε στα αγγλικά, υφασμένο από σπαράγματα ημερολογίων, σημειωματαρίων, αφηγήσεων, ένα μοναδικό μείγμα πεζογραφίας και ποίησης, γεμάτο από τη χαρά της ζωής και την αγωνία της απώλειας, που τιτλοφορήθηκε “Η μητέρα αναχωρεί” – έργο λυρικό μέσα στην αντιποιητικότητά του, καθολικό μέσα στην αυστηρή, αυτοβιογραφική του ατομικότητα:
“Μπήκα στον κόσμο της ποίησης σαν να εισερχόμουν στο φως και τώρα ετοιμάζομαι να εξέλθω, στο σκοτάδι… Οδοιπόρησα μέσα στο τοπίο της ποίησης και το είδα με τα μάτια ενός ψαριού ενός τυφλοπόντικα ενός πουλιού ενός παιδιού ενός μεγάλου ενός γέρου· γιατί είναι τόσο δύσκολο να προφέρεις τις λέξεις: “Είμαι ποιητής”, αναζητάς τα συνώνυμα που θα σε βοηθήσουν να βγεις στον κόσμο. Στη Μητέρα. Φυσικά, η Μητέρα γνωρίζει. Όμως το να πω κάτι τέτοιο στον πατέρα μου ήταν αδιανόητο… Κι έτσι ποτέ δεν είπα στον Πατέρα “Μπαμπά… Πατέρα… Είμαι ποιητής”. Δεν ξέρω καν αν ο Πατέρας θα το πρόσεχε… ήταν τόσο απόμακρος… θα είχε πει (ενώ διάβαζε εφημερίδα, έτρωγε, ντυνόταν, στίλβωνε τα παπούτσια του..) “τι είπες (Τατζιού); “Τι είναι πάλι;” Μα φυσικά δεν μπορούσα να το επαναλάβω, πολλώ δε μάλλον μεγαλόφωνα, “Μπαμπά, Πατέρα, είμαι ποιητής”… Ο Πατέρας θα σήκωνε το βλέμμα από το πιάτο, την εφημερίδα του… κοιτάζοντας έκπληκτος ή ίσως μη κοιτάζοντας, μα γνέφοντας και λέγοντας ‘καλώς… καλώς’ ή μη λέγοντας τίποτα απολύτως. Έγραψα ένα ποίημα με τίτλο “Πατέρας” το 1954 “¨Βαδίζοντας μες στην καρδιά μου/ διαβαίνει ο γέρος μου πατέρας…” Ποτέ δεν έμαθα αν ο Πατέρας διάβασε εκείνο το ποίημα, ποτέ δεν είπε λέξη… πάντως ούτε κι εγώ του το διάβασα… τώρα βρισκόμαστε στο 1999… και η φωνή μου είναι τόσο χαμηλή που οι Γονείς μου δεν μπορούν ν’ ακούσουν τα λόγια μου “Μαμά, Μπαμπά, είμαι ποιητής…” “Το ξέρω αγάπη μου”, λέει η Μητέρα, “πάντα το ήξερα”. “Μίλα πιο δυνατά”, λέει ο Πατέρας, “δεν σ’ ακούω…”