Ξένια Γεωργοπούλου (*)
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος υπήρξε από μόνος του ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του θεάτρου στην Ελλάδα· του θεάτρου ως τέχνης, αλλά και ως έρευνας.
Ως σκηνοθέτης, κυρίως μέσ’ από τη «Νεολληνική Σκηνή» (πρόδρομο του «Αμφι-θεάτρου») και το «Αμφι-θέατρο» (από το 1975 έως το 2011), αλλά και συνεργαζόμενος με άλλους θεατρικούς οργανισμούς και συμμετέχοντας σε φεστιβάλ τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, προσέγγισε με τον δικό του τρόπο μεγάλα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Η μεγαλύτερη προσφορά του, ωστόσο, είναι το ότι έβγαλε από την αφάνεια μια σειρά έργων που προέρχονταν από μια ποικιλία δεξαμενών του παγκόσμιου θεάτρου. Από την ελληνική αρχαιότητα μας έδωσε τα αποσπάσματα του Αισχύλου (υπό τον τίτλο Ψυχοστασία) και την επίσης αποσπασματική Υψιπύλη του Ευριπίδη, ενώ από τη νεοελληνική δραματουργία κάλυψε αρκετούς αιώνες, από τον 12ο ακόμη έως τον 19ο (με το ανώνυμο «Έπος» του Διγενή Ακρίτη, τη Νέαιρα του Μόσχου, την Ερωτική πίστη του Πάντιμου, την Ευγένα του Μοντσελέζε, την Ιφιγένεια του Κατσαΐτη, τον Γουανάκο του Ψυχάρη). Ομοίως, από το παγκόσμιο ρεπερτόριο ανέβασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα έργα παλαιότερων και νεότερων μεγάλων συγγραφέων, όπως τον Τίτο Ανδρόνικο του Σαίξπηρ και τους Τρελούς της Βαλένθια του Λόπε ντε Βέγκα, ή το Εγκλήματα κι εγκλήματα του Στρίντμπεργκ, ενώ έκανε γνωστά και έργα συγχρόνων συγγραφέων, όπως του Κόχουτ (Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες), του Στρατίεβ (Το σακάκι που βελάζει, Το ρωμαϊκό λουτρό) και του Σμιτ (Ξενοδοχείο των δύο κόσμων, Η ζωή μου με τον Μότσαρτ). Επιπλέον, μας έδωσε και μια ιδέα από την δραματουργία της Άπω Ανατολής του 18ου αιώνα, με τις Μάχες του Κοξίνγκα του Μονζαεμόν. Έτσι, ο Σπύρος Ευαγγελάτος προσέφερε στο ελληνικό κοινό έργα άπαιχτα μέχρι τότε στη χώρα μας (κάποια από τα οποία δεν ξαναπαίχτηκαν έκτοτε), ή ακόμη και αμετάφραστα στη γλώσσα μας. Επίσης, χάρη στη μουσική του παιδεία και τη μεγάλη του αγάπη για το λυρικό θέατρο, προερχόμενη κι από τους δυο γονείς του, τον συνθέτη Αντίοχο Ευαγγελάτο και την αρπίστρια Ξένη Ευαγγελάτου, ασχολήθηκε και με την όπερα, σκηνοθετώντας για τη Λυρική Σκηνή έργα τόσο του διεθνούς όσο και του εγχώριου λυρικού ρεπερτορίου.
Για τον Σπύρο Ευαγγελάτο η τέχνη και η επιστήμη αποτελούσαν συγκοινωνούντα δοχεία. Με σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών (ταυτόχρονα με τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου) αλλά και της Βιέννης, εστίασε ως ερευνητής σ’ ένα σχετικά παραμελημένο πεδίο του νέου ελληνικού θεάτρου, που δεν ήταν άλλο από το θέατρο της βενετοκρατούμενης Κρήτης και των Επτανήσων. Αν και, όπως έλεγε, δεν στόχευε εξαρχής στην ακαδημαϊκή καριέρα, διορίστηκε αρχικά στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, και στη συνέχεια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, αμφότερα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ως δάσκαλος στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, όπως γνωρίζω από προσωπική πείρα, ο Σπύρος Ευαγγελάτος υπήρξε χειμαρρώδης, διδάσκοντας τόσο το κομμάτι του ελληνικού θεάτρου με το οποίο ο ίδιος ασχολήθηκε επί μακρόν (δηλαδή το κρητικό και επτανησιακό θέατρο της εποχής της Αναγέννησης) όσο και άλλα έργα, κυρίως κλασικά, από το αρχαίο μέχρι και το σύγχρονο ρεπερτόριο.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος διετέλεσε κατά καιρούς Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και της Λυρικής Σκηνής, καθώς και Πρόεδρος (και Αντιπρόεδρος) του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εκλογή του διαδοχικά ως τακτικού μέλους (στην έδρα της Επιστήμης του Θεάτρου), Αντιπροέδρου και Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών επισφράγισαν και θεσμικά μια μακρά πορεία προσφοράς στη θεωρία και την πράξη του θεάτρου.
Την είδηση για την απώλεια του Σπύρου Ευαγγελάτου ακολούθησε η επανειλημμένη χρήση της κοινότοπης, αν και οπωσδήποτε δικαιολογημένης, έκφρασης περί του πόσο «φτώχυνε» το ελληνικό θέατρο, η οποία επαναλαμβάνεται κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα δημόσια πρόσωπα κάθε φορά που «φεύγει» κάποιος μεγάλος καλλιτέχνης. Προσωπικά, προτιμώ να κρατήσω το πόσο εμπλούτισε το ελληνικό θέατρο ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ως σκηνοθέτης, ερευνητής και δάσκαλος.
(*) Η Ξένια Γεωργοπούλου είναι θεατρολόγος
Ο ΣΠΥΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟς ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΑΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΟΥ. ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’70 Ως ΝΕΑΡΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ. ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΤΗΝ ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΤΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΜΕΤΕΦΕΡΕ, ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ. ΟΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΕΙΧΑΝ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΣΜΟ. ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΚΕΙΝΕΣ ΟΙ ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ, ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ, ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ. ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΤΟΥ. ΓΙΑ ΤΗΝ “ΕΞΟΔΟ” ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ- ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ ΟΤΙ ΣΥΝΕΒΑΛΛΑΝ Ο ΠΡΟΩΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑ 51 ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΑ 24 ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΑΣΕ ΡΟΛΑ ΤΟ 2011 ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥς. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ Μ ΕΚΑΝΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΩ ΠΩΣ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΦΕΥΓΟΥΝ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ.