του Νικήτα Σινιόσογλου
«Κυνικά καύματα» ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι καύσωνες μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου. Σε ένα τέτοιο καύμα γράφω τώρα για το βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου, «Τσαρλς Μπουκόβσκι. Ο κυνικός Κυνικός» (Αθήνα: Γαβριηλίδης 2018, με ένα επίμετρο του Θεοδόση Βολκώφ). Ο Λαμπράκος καταφέρνει τρία πράγματα συνάμα κι έξοχα: μας εισάγει παιγνιωδώς στον αρχαίο Κυνισμό, ανιχνεύοντας ομοιότητες και διαφορές με τις σύγχρονες σημασίες της λέξης «κυνικός». Κατόπιν, κοιτά με μάτια Κυνικά (με την αρχαία σημασία) και κυνικά (με την σύγχρονη σημασία) τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, έναν συγγραφέα που αρκετοί νιώθουμε, όσο γερνάμε, πως δεν υπήρξε απλώς μέγας – αλλά σύντροφός μας λογοτεχνικός δια βίου, από τους πιο εκλεκτούς. Τέλος, το βιβλίο του Λαμπράκου είναι ένα καλογραμμένο δοκίμιο, ευφυώς υπαινικτικό, και λεπταίσθητα κυνικό το ίδιο, που κλείνει το μάτι στον υποψιασμένο αναγνώστη. Γιατί σε μια εποχή που καθόλου δεν συμπαθεί τους «κυνικούς» ανθρώπους, ο Λαμπράκος αναδεικνύει την παράδοξη ανθρωπιά της κυνικής στάσης.
2/
Ευθύς εξαρχής ο Λαμπράκος σημειώνει πως ο Μπουκόβσκι πιθανότατα δεν γνώριζε τα καθέκαστα του αρχαίου Κυνισμού (σ. 11). Αυτό διόλου δεν αποκλείει την μερική σύμπτωση ανάμεσα στην κοσμοαντίληψη του Μπουκόβσκι και στην στάση ζωής των αρχαίων Κυνικών. Αντιθέτως, κάνει πιο ελκυστικό, και πρωτότυπο, το πείραμα της παράλληλης ανάγνωσης, δείχνοντας πως οι ιδέες συχνά επιβιώνουν έξω από την τεχνητή περιοδολόγηση και τα «συγκείμενα» των φιλολόγων και των ιστορικών, συμπίπτοντας απρόσμενα.
3/
Κυνικός είναι ο άνθρωπος που επιλέγει να είναι ειλικρινής με τρόπο επώδυνο, και σαρκαστικό, λες και δεν μας πολυέχει ανάγκη, ούτε εμάς, ούτε τις πολιτικώς ορθές αξίες μας, είναι άρα απροσάρμοστος κι ανένταχτος, πράγμα που δύσκολα του το συγχωρούμε. Διότι –ας το παραδεχθούμε –, η κοινότητά μας βασίζεται σε μια σιωπηρή συμφωνία, πως δεν θα λέμε τα πράγματα όπως ακριβώς τα νιώθουμε, παρά μόνον αφού τους πάρουμε τις γωνίες, και βεβαιωθούμε πως δεν ενοχλούμε τον έναν και τον άλλον, oύτε τις εσχάτως ευνοημένες ομάδες συμπολιτών μας, διότι αλίμονο, οφείλουμε να είμαστε κοινωνικώς ευαίσθητοι, κι άλλωστε έχουμε μια δουλειά να κάνουμε, και τις φιλοδοξίες μας να ικανοποιούμε, άρα οφείλουμε να πηγαίνουμε με το ρεύμα, και να μη δημιουργούμε εντάσεις. «Kυνικό» λέμε ακριβώς τον άνθρωπο που ευθαρσώς βγάζει τη γλώσσα στην σύμβασή μας αυτή περί ανώδυνης (δηλαδή: επιφανειακής) συνύπαρξης. Κι είναι κυνώδης αυτός, επειδή φέρνει προς σκύλο μάλλον, επιθετικός και απολίτιστος καθώς μοιάζει, παρά προς άνθρωπο, αν όχι στην όψη, πάντως στις συνήθειες και σε όσα ξεστομίζει. Εριστικός και δυνάμει προσβλητικός, ο κυνικός είναι ο άνθρωπος που γίνεται κοπρόσκυλο, και που μοιάζει ανάλγητος, αδιάφορος για την κοινωνία μας και τον πολιτικό πολιτισμό μας.
4/
Για παράδειγμα, ο Μπουκόβσκι λέει κάπου τα εξής:
«Προτιμώ τους σκύλους από τους ανθρώπους, και προτιμώ τους γάτους από τους σκύλους κι εμένα πάνω απ’όλους, τύφλα στο μεθύσι με το βρακί μου μόνο να κοιτώ από το παράθυρο».[1]
5/
Ο Μπουκόβσκι ανήκει σε μια παράδοση ριζοσπαστικού υποκειμενισμού με καταβολές σωκρατικές, και Κυνικές. Ο Λαμπράκος σημειώνει σωστά την κατεξοχήν κυνική αρχή, που είναι «η επίθεση στο γενικό και η υπεράσπιση του επιμέρους» (35), κι εν προκειμένω «το επιμέρους» είναι το πρόσωπο, το άτομο, ο εαυτός που κοιτά από το παράθυρο. Άλλωστε, ο Μπουκόβσκι ουδέποτε εντάχθηκε σε λογοτεχνικές παρέες, ομαδούλες ή κινήματα. Πήρε απόσταση από τους Μπίτνικ, κι από τους τρέντι κουλτουριάρηδες και τους αριστερούς διανοούμενους, πράγμα που φέρνει στον νου τον διακηρυγμένο αντι-διανοουμενισμό των αρχαίων Κυνικών (159). Σκέφτομαι τον Διογένη, που έμπαινε στο θέατρο έχοντας απέναντί του τους άλλους που έβγαιναν. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος είπε ότι «αυτό φροντίζω να κάνω σε όλα τα πράγματα στη ζωή μου», να πηγαίνει δηλαδή αναπόταμα ή against the grain, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες. Έτσι κι ο Μπουκόβσκι βάζει το πρόσωπο πιο πάνω από την κοινότητα, προκρίνοντας την «εξατομικευμένη εξέγερση κατά πάντων, και την εύρεση, από τον καθένα, του προσωπικού του δρόμου» (103). Ο κυνικός Κυνικός συγκροτεί τον εαυτό του μέσα από την ενστικτώδη εναντίωση στην υποκριτική επίκληση της «τέχνης», των υψηλών ιδεών, της πολιτικής.
6/
Εδώ που τα λέμε, κατάντησε εκνευριστική η κοινοτοπία περί του ανθρώπου ως «πολιτικού ζώου». Να τι κατάλαβαν οι Κυνικοί, κι οι κυνικοί σαν τον Μπουκόβσκι, πως συχνά ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα φαύλο ζώο που εκτελωνίζει την υποκρισία του μέσω της «πόλεως» και της πολιτικής του ιδιότητας. Είναι μεγάλος ο πειρασμός των Κυνικών να υψώσουν ανάστημα στο βολικό άλλοθι του πολιτικού ζώου, και να γίνουν αντι-πολιτικοί – ναι, αντι-πολιτικοί, κι εχθροί ακόμη της «πόλεως», της ιερής αγελάδας! Εδώ έχει απόλυτο δίκιο ο Λαμπράκος να υπογραμμίζει την επίδραση του Νίτσε, και του Σοπενχάουερ. Ο Μπουκόβσκι είναι «αναρχικός με την έννοια ότι αντιδρά σε κάθε μορφή εξουσίας… και συντηρητικός με την έννοια ότι πιστεύει σε θεμελιώδη γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης που δεν επιδέχονται ριζική μεταβολή» (109-10). Είναι μια βιωμένη σοφία που βγαίνει στα κείμενα του Μπουκόβσκι, η οποία παραπέμπει στον Διογένη: η προτίμηση για το ένστικτο, το στοιχειώδες, φυσικό και αυθόρμητο, έστω στην χυδαία του μορφή, η προσωπική αντίδραση στην μεταλλαγμένη εποχή και σε όσους έχουν την εποχή με το μέρος τους… Κάθε φοιτητής φιλοσοφίας που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να θυμάται την ιστορία για την κλανιά που έριξε ο Διογένης, όταν άκουσε κάποτε να αναλύουν την Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα.
7/
Βέβαια σήμερα λέμε «κυνικό» και τον εγωιστή εκμεταλλευτή, τον συμφεροντολόγο τακτικιστή που σωρεύει πλούτο και ισχύ, το κάθαρμα. Όμως, αυτές οι χρήσεις της λέξης δεν είναι συμβατές με τον αρχαίο Κυνισμό. Οι αρχαίοι Κυνικοί ήταν πλάνητες του άστεως που περιφρονούσαν τα εξωτερικά αγαθά, και πίστευαν πως η αρετή είναι διδακτή και «ἀναπόβλητος», ήταν δηλαδή μάλλον άτεγκτοι συντηρητικοί, ή «απόλυτοι» άνθρωποι, όπως θα τους λέγαμε εμείς σήμερα, που μάθαμε πια πως όλα είναι σχετικά.[2] Προκλητικοί αντικονφορμιστές, εριστικοί, κακεντρεχείς και ατημέλητοι, οι Κυνικοί σιχαίνονταν την ματαιοδοξία, ιδίως όταν την έβρισκαν μασκαρεμένη με κάθε λογής άλλοθι που δίνει η διαβόητη «πόλις». Επιδίωκαν λοιπόν την «ἀτυφία» (την απουσία τύφου, δηλαδή της ματαιοδοξίας). Σε αντίθεση με τους Επικούρειους, που ζούσαν αποτραβηγμένοι, οι Κυνικοί γυροβολούσαν στις πόλεις με σκοπό να χλευάσουν και να αναδείξουν τις ποικίλες εκδοχές της υποκρισίας (γνήσια τέκνα του Σωκράτη-αλογόμυγα, από την άποψη αυτή, που τον θεωρούσαν δάσκαλο). Και σε αντίθεση με τους Περιπατητικούς, οι οποίοι ζούσαν «στον κόσμο τους», αφοσιωμένοι καθώς ήταν στην επιστημονική έρευνα (βιολογία, μετεωρολογία, αστρονομία), ή τους Ακαδημεικούς (που χάνονταν για ώρες σε νεφελώδεις ασκήσεις διαλεκτικής), οι Κυνικοί ήταν ανέστιοι, όντα αντι-πολιτικά και έρημα – αλλά όχι μοναχικά, ούτε μόνα, υπάρχει διαφορά: ο έρημος κινείται μέσα στο πλήθος χωρίς να δημιουργεί συνάψεις, κι επιζητεί την αυτάρκεια, είναι λοιπόν «εγωτικός», ή μισάνθρωπος εν μέσω ανθρώπων· ενώ ο μόνος άνθρωπος είναι όντως μόνος, είτε επειδή δεν βρίσκεται καν εν μέσω ανθρώπων, είτε επειδή δεν τους βλέπει καν.
Έτσι κι ο Μπουκόβσκι είναι έρημος, αλλά όχι μόνος: «Ποτέ δεν ένιωσα μοναξιά. Έχω μείνει κλεισμένος σε ένα δωμάτιο – κι έχω νιώσει πως θέλω να αυτοκτονήσω. Έχω πάθει κατάθλιψη. Έχω νιώσει απαίσια – αλλά ποτέ δεν ένιωσα πως ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να μπει στο δωμάτιο και να με γιατρέψει απ’ αυτό που με βασάνιζε…».[3] Καμιά προσδοκία από τους άλλους – είναι αυτή η κλίση στην ερημία, και στην μισανθρωπία, που κάνει τον Μπουκόβσκι μάλλον Κυνικό, παρά Στωικό (παρόλο που ο Σωκράτης ήταν η αφετηρία τόσο του Κυνισμού, όσο και της Στοάς), διότι οι Στωικοί παράμεναν όντα πολιτικά, άλλωστε ο Στωικισμός υπήρξε η ισχυρή φιλοσοφία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την κυνική ουτοπία του Κράτη, το δισάκι του! Η «πήρα», το δερμάτινο σακκούλι των Κυνικών, το δισάκι, είναι μια μακρινή «πολιτεία, αυτό είναι η πήρα, καταμεσίς σε μια θάλασσα από αφροσύνη, μαύρη σαν το κρασί, πολιτεία πανέμορφη αλλά κυκλωμένη από βρώμα («περίρρυπος»), στην οποία ποτέ δεν καταπλέει άνθρωπος παράσιτος, μωρός, ούτε λαίμαργος».[4] Από την πήρα στην μπίρα, ένα γράμμα δρόμος!
8/
Ο Λαμπράκος θέτει επανειλημμένα το καίριο ερώτημα για «την διολίσθηση από τον Κυνισμό στον [σύγχρονο] κυνισμό» (49). Νομίζω πως τις απαντήσεις δίνει ο σύγχρονος φιλόσοφος Peter Sloterdijk στην «Κριτική του κυνικού λόγου».[5] Αλλά τον Σλότερνταϊκ τον θυμήθηκα για έναν πιο ειδικό λόγο – επειδή πολλές από τις πιο οξυδερκείς παρατηρήσεις του Λαμπράκου αφορούν τον Μπουκόβσκι ιδωμένο ως αλογόμυγα στο χαυνωμένο παχύδερμο της πολιτικής μας ορθότητας. «Εμμένοντας στην σύγχρονη εποχή, θεωρώ πως ο κυνισμός είναι μεταξύ άλλων μια νοοτροπία που υπονομεύει με σαρκαστικό ύφος το (πολιτικά) ορθό» (62). Ζούμε σε μια εποχή πολιτικής ορθότητας, και τρέμουμε τι θα πούμε – μη τύχει και μας πουν σεξιστές, μισογύνηδες, φασίστες, κ.ο.κ. Και πόσο συχνά δεν ακούμε να απαξιώνεται η τάδε ή η δείνα κουβέντα ως «κυνική», λες κι ο χαρακτηρισμός αυτός αρκεί για να την ακυρώσει, από μόνος του;! Ο Σλότερνταϊκ περιγράφει την απονεύρωση μιας αρχαίας παράδοσης κυνικής «αναίδειας» ή «θράσους» (γερμανικά Frechheit, αγγλιστί cheekiness). Μας θυμίζει πως μόνον τους τελευταίους αιώνες φτάσαμε να θεωρούμε την κυνική αναίδεια αρνητική, καθότι προσβλητική και αποβλητέα. Στα παλιά γερμανικά ακόμη, η Frechheit διατηρούσε την σημασία μιας δημιουργικής επιθετικότητας, και μπορούσε να δηλώνει άνθρωπο με ζωντάνια και θάρρος, την παρρησία. Ο Δαβίδ που ύψωσε το ανάστημα στον Γολιάθ και τον αψήφησε με λόγια και πράξεις, γράφει ο Σλότερνταϊκ, ήταν παράδειγμα τέτοιας αναίδειας. Στον ευτελισμό της λέξης Frechheit κατοπτρίζεται η εξασθένηση της πολύ αρχαίας παράδοσης, όπου η αναίδεια κι η απρόσμενη προσβολή ήταν δυνάμει φορείς θετικής αλλαγής.[6] Από την άποψη αυτή, ο εριστικός Μπουκόβσκι, ο μισογύνης και μισάνθρωπος Μπουκόβσκι, που δεν είναι καθόλου πολιτικά ορθός, ανήκει ανεπίγνωστα σε μια οπισθοφυλακή, η οποία χάνεται κι αυτή, καθώς συντελείται μια γενικότερη πολιτισμική αλλαγή.
9/
Ο Μπουκόβσκι υπήρξε πολυγραφότατος, ένας «γραφομανής και γραφομηχανομανής» (116). Για να γράφει τόσο πολύ και τόσο καλά, αποκλείεται να ήταν διαρκώς τύφλα – εκτός εάν η γραφή ήταν μια ψυχαναγκαστική άσκηση, και κλήση για εξιλέωση. Όπως σημειώνει κι ο Θεοδόσης Βολκώφ στο επίμετρό του, ο Μπουκόβσκι είναι υπόδειγμα πειθαρχίας και αυτοπειθαρχίας. Νομίζω πως στην περίπτωσή του η συνεχής γραφή εξευμενίζει τον μισογυνισμό, και την μισανθρωπία, ακόμη κι όταν τις διακηρύσσει. Ο Λαμπράκος φέρνει ένα καλό παράδειγμα της δύναμης της γραφής:
«Εκπληκτική είναι η ιστορία, σύμφωνα με την οποία, ύστερα από έναν φοβερό καβγά του Μπουκόβσκι με μια κοπέλα, η αστυνομία τον μπαγλάρωσε. Όταν ο Μάρτιν [ο εκδότης του Μπ.] τηλεφώνησε στο τμήμα για να δει τι είχε συμβεί και πώς θα έσωζε τον αχαλίνωτο συγγραφέα του, άκουσε έκπληκτο έναν αστυνομικό να λέει “Τσαρλς, είναι για σένα” και έναν άλλον αστυνομικό να του προσφέρει καφέ. Ο υπεύθυνος είπε στον εκδότη: “Κύριε Μάρτιν, έχουμε τον φίλο σας υπό την προστασία μας. Είμαστε μεγάλοι θαυμαστές του έργου του»!” (118).
10/
Όταν επαινούσαν τον Πλάτωνα, ο Διογένης έλεγε: «Τι σπουδαίο μπορεί να έχει ο άνθρωπος που ενώ ασχολείται τόσο καιρό με την φιλοσοφία δεν έχει δυσαρεστήσει κανέναν;» (34). Ας το παραδεχθούμε: μόνον ο βλάκας κι ο υποκριτής αγαπούν όλο τον κόσμο, ή στέκουν ουδέτεροι απέναντί του. Να τα έχουμε καλά με όλους, σημαίνει πως πουλάμε τον εαυτό μας. «Ο ήλιος λάμπει, τα πουλιά κελαηδάνε – οπότε, χαμογέλα!’ Αυτά είναι επίσης μαλακίες», είπε κάποτε ο Μπουκόβσκι (163), αντιδρώντας σε αυτή την πίεση της εποχής μας να είμαστε όλοι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, σε έναν καταναγκασμό νέου τύπου: να είμαστε «θετικοί» άνθρωποι, και να μην γκρινιάζουμε. Είναι μηχανισμός block out της πραγματικότητας αυτό το πράγμα, κι οι ψυχολόγοι ήδη διαπιστώνουν την ζημιά που έχει κάνει, τη βία που φέρνει η συλλογικώς επιβεβλημένη χαζοχαρούμενη διάθεση, στην οποία ο κυνικός/Κυνικός Μπουκόβσκι αντιδρούσε ενστικτωδώς, με βρισίδι, κλανιές ή κλωτσιές. Ο Μπουκόβσκι, γράφει ο Λαμπράκος, «ως κυνικός Κυνικός επιδιώκει την παρρησία, να λέει τα πράγματα όπως ακριβώς τα βλέπει, προπάντων να μην πέφτει θύμα απάτης και αυταπάτης. Κυνικός είναι ο απομυθοποιητής, ο απο-γοητευμένος, που με τη σειρά του απο-γοητεύει τον κόσμο» (114).
11/
Η πρόταση αυτή του Λαμπράκου μου έφερε στο νου την κατακλείδα ενός αγαπημένου μου δοκιμίου του William Hazlitt (1778-1830) με θέμα «την ηδονή να μισείς», όπου ο Άγγλος δοκιμιογράφος παραδέχεται τα εξής:
«Οι ιδιωτικές κι οι προσωπικές μου προσδοκίες διαψεύστηκαν, καθώς έκρινα τους άλλους με γνώμονα εμένα, και τους έκρινα λάθος. Όπου βασίστηκα περισσότερο, εκεί κι απογοητεύτηκα πιο πολύ, απατηλή η φιλία, κι ανόητος ο έρωτας. Πως λοιπόν να μην έχω κάθε λόγο να μισώ και να σιχαίνομαι τον εαυτό μου; Κι αυτό κάνω. Κυρίως τον μισώ, επειδή δεν μίσησα και δεν σιχάθηκα αρκετά τον κόσμο».[7]
(Σημείωση εν παρόδω: το γραμματολογικό είδος του δοκιμίου ευνόησε από τα γεννοφάσκια του την εκδίπλωση κυνικών τάσεων και ιδεών κάθε λογής – κυνικές διατυπώσεις βρίσκει κανείς στους Δασκάλους του είδους, ίσως επειδή μόνος με τις ιδέες του γίνεται κανείς πιο ειλικρινής, άρα κυνικότερος.)
12/
Νομίζω πως βλέπω τον κόσμο καθαρότερα όταν τον μισώ λίγο ή πολύ, και τότε είναι που σαν να μπορώ και να τον αγαπήσω, λιγάκι. Από την μισανθρωπία (κι άρα τον μισογυνισμό, αφού οι γυναίκες είναι άνθρωποι) ως την ανθρωπιά είναι μια τεθλασμένη διαδρομή. Παράδειγμα η εξής κουβέντα του Μπουκόβσκι, μισάνθρωπη και κυνική, που περνά από το μίσος στην συμπόνια με απόλυτη οικονομία:
«Δεν πολυκοιτάζω τους ανθρώπους. Το θέαμα με απωθεί. Λένε πως αν κοιτάξεις κάποιον πάρα πολύ, αρχίζεις να του μοιάζεις. Καημένη Λίντα».[8]
Ο Μπουκόβσκι παραφράζει εδώ μια γνωστή ρήση του Νίτσε: αν κοιτάξεις το σκοτάδι για πολύ, το σκοτάδι αρχίζει να σε κοιτάζει κι αυτό. Οι άνθρωποι είναι το σκοτάδι· κι ο ίδιος γίνεται εδώ το σκοτάδι, που το κοιτάζει η καημένη η Λίντα.
13/
Ο Μπουκόβσκι είναι ένας άνθρωπος βαρύθυμος και οξύχωλος, χυδαίος συχνά και δύσκολος, μα είναι αυτός ο κυνικός και Κυνικός τρόπος, σύγχρονος και πολύ αρχαίος, να σχετίζεται κανείς με τους ανθρώπους από την ανάποδη:
«Οι άνθρωποι, ως επι το πλείστον – μπορώ να τη βγάλω χωρίς αυτούς. Δεν με γεμίζουν, με αδειάζουν. Δεν σέβομαι κανέναν άνθρωπο. Κι έτσι έχω πρόβλημα… σας λέω ψέμματα, αλλά πιστέψτε με, είναι η αλήθεια».[9]
Φαίνεται πως η ανθρωπιά αναλώνεται άδοξα στις πολλές παρέες, και στις πόλεις, και στους φωνακλάδες επαναστάτες. Ενώ κάτι βαθιά ανθρώπινο υπάρχει στην μισανθρωπία, και μας ξαφνιάζει, όπως άλλωστε κάτι πολύ ιερό σέρνεται στην αμαρτία.
14/
Με τον σαρκασμό και την ασκητική περιφρόνηση των εγκοσμίων ο Κυνικός κυνικός δεν επιδιώκει τίποτα άλλο από το να πετάξει τον άνθρωπο από πάνω του – «ἐκδύεσθαι τὸν ἄνθρωπον», θα έλεγαν οι αρχαίοι Κυνικοί. Οι καταχρήσεις του Μπουκόβσκι, κι οι προκλήσεις, κι ο κυνισμός του, είναι η αντιστραμμένη εκδοχή του ίδιου εγχειρήματος. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Όσο και να προπαγανδίζει τον πολιτισμό του στα σχολεία και στα ντοκυμανταίρ, δεν φαίνεται να έχει καταφέρει και τίποτα άξιο λόγου. Κάθε κυνικός το γνωρίζει, και κάποιοι το έθεσαν όμορφα, όπως ο Ambrose Bierce στο «Λεξικό του διαβόλου»:
«Άνθρωπος. Ένα ζώο τόσο χαμένο στο εκστατικό αναμάσημα όσων νομίζει πως είναι, ώστε να παραβλέπει αυτό που όφειλε να είναι».[10]
Ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, αλλά ο κυνισμός του μισανθρώπου.
15/
Βιβλίο όμορφα γραμμένο, με την αγάπη του Λαμπράκου για τον Μπουκόβσκι να διακρίνεται σε κάθε δεύτερη σελίδα, συνδυασμένη με έναν γνήσιο προβληματισμό για την σχέση αρχαίου και σύγχρονου κυνισμού, ο «κυνικός Κυνικός» είναι δοκίμιο υποδειγματικό, αγγλοσαξονικής σχεδόν ακρίβειας, με προσωπικότητα, και πολύ καλή τεκμηρίωση. Το απόλαυσα ακόμη πιο πολύ, καθώς η δοκιμιακή γραφή πάσχει στην Ελλάδα – άλλοτε συγχέεται με ξερές επιστημονικές μελέτες, κι άλλοτε με ερασιτεχνισμούς κάθε λογής. Με ανυπομονησία περιμένουμε τα γατο-ποιήματα του Μπουκόβσκι σε μετάφραση του Λαμπράκου, που μαθαίνουμε πως είναι υπό έκδοση. Αλλά γνωρίζοντας πια, πως ο γατόφιλος Μπουκόβσκι έζησε ως κυνικός κι ως Κυνικός, ένας αιλουροειδής κύνας!
info: «Τσαρλς Μπουκόβσκι. Ο κυνικός Κυνικός» του Γιώργου Λαμπράκου, Αθήνα: Γαβριηλίδης 2018
[1] Bukowski on Bukowski, Λονδίνο: Little Lagoon Press χ.χ., σ. 8.
[2] Βλ. τον ορισμό του κυνισμού στο λεξικό της Σούδας, s.v.Κ2712: «Κυνισμός: αἵρεσις φιλοσόφων. ὁ δὲ ὁρισμὸς αὐτοῦ σύντομος ἐπ’ ἀρετὴν ὁδός. τέλος δὲ τοῦ κυνισμοῦ τὸ κατ’ ἀρετὴν ζῆν, ὡς
Διογένης καὶ Ζήνων ὁ Κιτιεύς. ἤρεσκε δ’ αὐτοῖς λιτῶς βιοῦν, αὐτάρκεσι χρωμένοις σιτίοις, πλούτου καὶ δόξης καὶ εὐγενείας καταφρονεῖν. ἔνιοι δὲ βοτάναις καὶ ὕδατι ψυχρῷ ἐχρῶντο σκέπαις τε ταῖς τυχούσαις καὶ πίθοις καὶ ἔφασκον θεοῦ μὲν ἴδιον εἶναι τὸ μηδενὸς δεῖσθαι, τῶν δὲ θεῷ ὁμοίων τὸ ὀλίγων χρῄζειν. ἀρέσκει δ’ αὐτοῖς καὶ τὴν ἀρετὴν διδακτὴν εἶναι καὶ ἀναπόβλητον».
[3] Bukowski on Bukowski, ό.π., σ. 8.
[4] Το δισάκι του πλάνητα ως ουτοπία περιγράφεται εδώ με όρους παρωδίας, γιατί ο Κράτης παρωδεί την ομηρική περιγραφή της Κρήτης.
[5] P. Sloterdijk, Kritik der zynischen Vernunft, Φρανκφούρτη: Suhrkamp 1983,
[6] Sloterdijk, Kritik der zynischen Vernunft, σ. 203.
[7] W. Hazlitt, On the Pleasure of Hating, Λονδίνο: Penguin 2004, σ. 119
[8] Bukowski on Bukowski, ό.π., σ. 8.
[9] Bukowski on Bukowski, ό.π., σ. 8.
[10] A. Bierce, The Devil’s Dictionary, Λονδίνο: Bloomsbury 1998, σ. 88