του Γιώργου Λίλλη
Φύση, ψυχή μου, μας γέλασαν οι εποχές.
Γέμισε ο κόσμος
χρηματοκιβώτια χτισμένα στη γη
θησαυροφυλάκια ψυχοπαθών
μέντιουμ, νταντάδων, χονδρεμπόρων
νομίσματα – θηρία που καραδοκούν
έτοιμα να ρημάξουν
τ΄ ατίθασα παιδιά
τ΄ ανυποψίαστα παγώνια.
Κι εμείς εξόριστες φυλές
πως να μεμφθούμε,
μας ρούφηξαν την βούληση
με το “ουκ είδα άνθρωπον”…
στρατιώτη, πλούσιο, επάιτη
πόρνη, μητέρα και προφήτη
στα σάπια λεφτά αφανισμένους
τρομάξαμε, πήγαμε
και χαθήκαμε εις το διηνεκές.
Φύση, μακρινή μου αγάπη
τα στεγνά μάτια πρέπει να φοβάσαι.
Παραθέτοντας το παραπάνω ποίημα του Γιώργου Κοζία από την τελευταία του ποιητική συλλογή Πολεμώντας υπό σκιάν, μπαίνουμε αμέσως στο κλίμα αυτού του βιβλίου, όπου ο η άμεση κοινωνική κατακραυγή των στίχων φανερώνουν πως ο ρόλος του ποιητή, για μια ακόμη φορά, είναι να μιλήσει αληθινά και έξω από τα δόντια, χωρίς φανφαρονισμούς για το τι διαδραματίζεται γύρω μας. Απομακρυσμένοι από την φύση, από την ίδια μας την ουσιαστική καταγωγή, περήφανοι για τα αδιέξοδα που μόνοι μας φτιάξαμε, για τις χρυσές μας φυλακές και τις κολακείες περί κατάκτησης του εγώ μας, φτάνουμε στο σημείο να βρεθούμε ολόγυμνοι, απροστάτευτοι στην πραγματικότητα. Ο Κοζίας είναι ένας ποιητής που πολεμά υπό σκιάν. Ποια είναι όμως αυτή η σκιά; Αρχικά μοιάζει να πολεμά στην αφάνεια, αλλά όσο κανείς προχωρά διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής, φαίνεται πως έρχεται μάλλον αντιμέτωπος με τις ίδιες τις σκιές που τον περιβάλλουν. Ο πόλεμος με την καθημερινότητά μας είναι μια συνεχής πάλη με τον ίδιο μας τον εαυτό. Εμείς είμαστε αυτοί που πήραμε λάθος δρόμο. Εμείς αυτοί που χάσαμε στην πορεία την ουσία. Και πως θα μπορούσε καλύτερα να πολεμήσει ένας ποιητής αυτές τις σκιές παρά με εφόδιο τις λέξεις. Λέξεις που είναι άμεσες, καίριες, και ουσιαστικές. Στα ποιήματα του Κοζία δεν θα βρει κάποιος υπαινιγμούς, λυρικές εκφάνσεις, αλλά έντονη δραματουργία που βοηθά στο να φαίνονται οι στίχοι γυμνοί από κάθε καλολογικό στοιχείο για να είναι ακόμα πιο αιχμηροί. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια καταγγελία. Με μια πολιτική ποίηση που δεν πέφτει όμως στην παγίδα του επικαιρικού. Ο ποιητής πολεμά. Αντιδρά. Νιώθει κι ο ίδιος, όπως και όλοι οι άλλοι γύρω του να ασφυκτιά σε μια ζωή από δεύτερο χέρι:
Χτύπησαν οι καμπάνες, Άκου, Κοίτα
Νά ο μπαμπούλας, Το μαμμόθρεφτο
Δίνουν τα χέρια
Ύπουλη Παντομίμα
και Ακροβάτης το Εγώ τους
Αν σπάσει το σκοινί, Κατάπιε
Το ξεχασμένο Χθες, το ανύπαρκτο Τώρα
Κάνε γρήγορα, ξυπνούν
Ασπλαχνία και Λαοδικεία με τα φτυάρια
Χτύπησαν οι καμπάνες, Άκου, Κοίτα
Εσύ που δεν μπορείς Δεν θα ξεφύγεις
Ώ διάολε, να, καταφτάνει η κουστωδία
Χτύπησαν οι καμπάνες, Άκου, Κοίτα
Είμαι η Χαρά, είμαι η Ορμή, είμαι το Γέλιο
που επιστρέφουν λάμποντας και τραγουδώντας
Αχόρταγο Θέλω, Σκάβε, Θάβε, Ούρλιαξε, Ζήσε!
Αυτό το ποίημα, που πραγματικά το ζήλεψα για τον ρυθμό του(προσπαθήστε να το απαγγείλετε και θα καταλάβετε τι εννοώ), εμπερικλείει όλη την αγωνία του ανθρώπινου όντως που δεν έχει τα εφόδια να ξεφύγει από το εγώ του, από τα άγρια ένστικτά του, από την ίδια του την φθορά. Ο Γιώργος Κοζίας, μετά από πέντε ποιητικές συλλογές και μια πορεία 25 χρόνων στα ποιητικά μας δρώμενα, καταφέρνει με το τελευταίο του βιβλίο να ανανεώσει τον πολιτικό λόγο και να επαναφέρει την ποίηση στα προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία μας. Δεν είναι μια ποίηση που αναπαράγει τον καημό του ποιητή που βρίσκεται στο περιθώριο, αλλά τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο της έμπνευσής του, γεγονός που το θεωρώ σημαντικό και φανερώνει πως ο ποιητής δεν ομφαλοσκοπεί, αλλά έρχεται αντιμέτωπος με τα καίρια προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Σε μερικά σημεία διαφαίνεται ο απόηχος ποιητών, όπως του Καβάφη και του Αναγνωστάκη, αλλά μόνο μέχρι εκεί. Ο Κοζίας έχει δική του προσωπική φωνή, στιβαρή, διανθισμένη με έναν πολύ δυνατό ρυθμό που δείχνει πως αν και εκ πρώτης όψεων αυτά τα ποιήματα φαίνονται να γράφτηκαν εν θερμό ψυχής, αφού έχουν ένα τόσο έντονο τόνο καταγγελίας, παρ΄ όλα αυτά είναι δουλεμένα τόσο που τίποτα δεν φανερώνει προχειρότητα. Το αντίθετο. Μια από τις καλύτερες συλλογές που διάβασα μέσα στο 2017.
Info: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΖΙΑΣ, ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ