Της Έλενας Χουζούρη
Είχα συναντήσει τη Μάρη Θεοδοσοπούλου μόνον δύο φορές, σε διάστημα εικοσιπέντε χρόνων, και δεν είχα μιλήσει τηλεφωνικά μαζί της πάνω από τρεις. Άλλοι, από τον χώρο του βιβλίου, συγγραφείς, εκδότες, κριτικοί, μεταφραστές, δεν την είχαν συναντήσει ούτε μία φορά. Η Μάρη απέφευγε σχεδόν εμμονικά, “ταις κοινωνικαίς συναναστροφαίς”. Της αρκούσε η δημόσια παρουσία της ως κριτικού της ελληνικής λογοτεχνίας. Πίστευε ότι οι οποιεσδήποτε κοινωνικές συναναστροφές θα μπορούσαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο-θεμιτό ή αθέμιτο- να επηρεάσουν/αλλοιώσουν την αντικειμενικότητα της κρίσης της. Πόρρω απείχε δηλαδή από τα… πατροπαράδοτα ελληνικά δεδομένα. Τη φαντάζομαι μόνη, ολομόναχη, σκυμμένη με άφατη αφοσίωση πάνω σ’ ένα βιβλίο, όπως οι μεσαιωνικοί καλόγεροι στα παλιά χειρόγραφα, να προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τους κώδικες του, να ανακαλύψει τα μυστικά του, να προχωρήσει σε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον κόσμο του, απόλυτα ουσιαστική και ανιδιοτελή, μακράν από τις άλλες, τις κοσμικές, και εν πολλοίς ανούσιες και επιδερμικές. Μόνη της, με δονκιχωτικό πάθος, ή μ’ εκείνο του Ρομπέν των Δασών, με στόχο την ανάδειξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως η ίδια έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό της, μέσω του αρσενικού της προσωπείου, του Λέανδρου Βολπιώτη δηλαδή, ο οποίος υποτίθεται ότι προσυπογράφει τον αρκούντως αυτοσαρκαστικό συστατικό πρόλογο στα Παπαδιαμαντικά της.
Όπως όλοι και όλες έγραψα κι εγώ πόσο ελάχιστα την γνώριζα ή την είχα συναντήσει. Ότι όπως όλοι δεν είχα/είχαμε καθόλου στοιχεία ληξιαρχικού ή κοινωνικού τύπου που να μας βοηθούν στο να την κατατάξουμε κάπου. Η Μάρη ήταν ακατάτακτη. Και αναρωτιέμαι τώρα, είχε η «έλλειψη» αυτή καμιά σημασία σε σχέση με τον κριτικό της λόγο, τον οποίο διακόνησε για μια εικοσιπενταετία, τον οποίο μας άφησε ως παρακαταθήκη, με τον οποίο θα περάσει στην Ιστορία της κριτικής της ελληνικής λογοτεχνίας, της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα και των δύο πρώτων του 21ου;
Ζούμε σε εποχές στις οποίες, οτιδήποτε σχετίζεται με την ιδιωτικότητα, τον προσωπικό, ιδιωτικό χώρο, έχει, κυριολεκτικά, ποδοπατηθεί/ ισοπεδωθεί από την βίαιη επέλαση της δημοσιοποίησης των πάντων, χάρη στις νέες τεχνολογίες και στις νέες νοοτροπίες που αυτές δημιουργούν. Όλα, έξω! Και μέσα; Το απύθμενο κενό; Η Μάρη Θεοδοσοπούλου ακολούθησε το εντελώς αντίθετο ρεύμα. Μόνον που ήταν πολύ αδύναμο για να αντέξει τα θορυβώδη κύματα του Ωκεανού. Και αναρωτιέμαι τώρα, που η «μυστηριώδης» αυτή γυναίκα δεν υπάρχει πια ως βιολογική οντότητα, μήπως έδειχνε ποια ήταν μέσα από τα κείμενά της, τις επιλογές της, το ύφος της, τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε; Διότι, ο γραπτός λόγος, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν εκφέρεται, είτε ως λογοτεχνία-ποίηση, είτε ως κριτική-δοκίμιο-μελέτη, είτε ως δημοσιογραφία επίσης, είναι, στον ένα ή στον άλλον βαθμό, καθρέφτης αυτού/αυτής που τον καταθέτει δημοσίως. Μπορούμε λοιπόν να αποκρυπτογραφήσουμε την Μάρη Θεοδοσοπούλου μέσα από τα κριτικά της κείμενα; Εξάλλου έχει βοηθήσει και η ίδια, έστω και μέσω προσωπείου το οποίο μιλά αντ’ αυτής για αυτήν, στον πρόλογο του βιβλίου της Παπαδιαμαντικά [2011].
Όσο μπορώ να σκεφτώ και να καταγράψω στο ελάχιστο αυτή σημείωμα, η Μάρη Θεοδοσοπούλου αντιμετώπιζε το κάθε κρινόμενο λογοτεχνικό έργο- μυθιστόρημα κυρίως και πάντα Έλληνα συγγραφέα-κάτω από το πρίσμα, περισσότερο ενός μελετητή και λιγότερο ως κριτικού που ασχολείται με την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Είχα πάντα την αίσθηση ότι διέθετε την στόφα ενός ερευνητή-μελετητή, του συγκεντρωμένου πάνω στο κείμενο, και με σχολαστικότητα, υπομονή και επιμονή, προσπαθεί να μην του ξεφύγει καμιά λεπτομέρεια που αφορά, είτε το ίδιο το έργο, είτε τα περί του έργου. Ως εκ τούτου ιδιαίτερη έμφαση έδινε στην ανάδειξη των φιλολογικών, ιστορικών και κοινωνιολογικών συμφραζομένων ενός λογοτεχνικού έργου. Την φαντάζομαι να ψάχνει, να κατεβάζει από τη βιβλιοθήκη της βιβλία, για να ταυτοποιήσει αυτό η εκείνο, να βεβαιωθεί για την εγκυρότητα της όποιας πληροφορίας. Εξάλλου πάντα έδινε στοιχεία της λογοτεχνικής πορείας του κρινόμενου συγγραφέα και των έως τότε εκδιδόμενων έργων του, άλλο ένα χαρακτηριστικό το οποίο συναντά κανείς περισσότερο σε κείμενα πανεπιστημιακών. Έμοιαζε να υιοθετεί την άποψη ότι τα λογοτεχνικά έργα δεν γράφονται εν κενώ. Πιθανολογώ όμως, ότι αυτή η οπτική της ίσως δεν ήταν άσχετη με τα γενικότερα ιδεολογικά της πιστεύω. Από τον τρόπο δηλαδή που ερμήνευε τον κόσμο γύρω της. Εικασίες, εικασίες μόνον. Σε όλους/όλες μας , πάντως, έκαναν εντύπωση οι φιλολογικές και άλλες γνώσεις της, οι οποίες δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν άφηναν πολύ χώρο για την κυρίως κριτική, λες και όταν έφτανε η στιγμή της, εκ των πραγμάτων, φανερά δημοσιοποίησης της άποψης του κριτικού, άρα και έκθεσής του σε πιθανές αντιδράσεις, ευχάριστες ή και δυσάρεστες, εκείνη έκανε πίσω. Σεμνότητα και αυτοσυγκράτηση; Φόβος για μια πιθανή σύγκρουση; Πιθανόν. Από την άλλη, αρκετές φορές μια υποφώσκουσα ειρωνεία, άλλο χαρακτηριστικό των εσωστρεφών, μονήρων, μη επικοινωνιακών ανθρώπων. Μήπως η Μάρη διέθετε στην προσωπική της ζωή ένα ιδιότυπο φλεγματικό χιούμορ; Δεν ξέρω. Αν κρίνω όμως από τον πρόλογο που έγραψε ως Λέανδρος Βουλπιώτης, σίγουρα θα αυτοσαρκαζόταν συχνά, και σίγουρα θα ήταν πολύ αυστηρή με τον εαυτό της, με στάνταρτς που θα είχαν σχέση με άλλες πιο ρομαντικές εποχές.
Όπως και να έχει, η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική κριτική έχασε μια σπουδαία φωνή της. Εκείνο που θα είχα να προτείνω, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στην πρόωρα και άδοξα χαμένη κριτικό, είναι να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν όλα της τα κριτικά κείμενα σε έναν και μοναδικό τόμο, έτσι ώστε να παραδοθούν ως ενιαίο πλέον corpus στην αρμοδιότητα της Ιστορίας της λογοτεχνικής κριτικής, μετά την μεταπολίτευση.
.ί
Φωτογραφίες της Μάρη Θεοδοσοπούλου, εδώ.
https://www.facebook.com/roula.karapanou.1?fref=ts