Του Γιώργου Δαρδανού (*).
῾Η κατακλυσμιαία παραγωγὴ παραλογοτεχνικῶν ἔργων στὴν ἐποχή μας καὶ ἡ συναφὴς τεράστια αὔξηση τοῦ ἀναγνωστικοῦ τους κοινοῦ δὲν ἔχουν ἀπασχολήσει ὅσο θὰ ἔπρεπε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ποιοτικοῦ βιβλίου. Πέρα ἀπὸ εὐκαιριακὲς ἀναφορές, περιπτωσιακὲς συζητήσεις σὲ μᾶλλον στενοὺς κύκλους, εὐάριθμα μελετήματα, σποραδικὰ ἄρθρα σὲ ἐφημερίδες καὶ πρόχειρους διαλόγους στὸ διαδίκτυο, τὸ φαινόμενο δὲν ἔχει ἐξεταστεῖ σὲ ὅλες τὶς παραμέτρους του (στὴν ῾Ελλάδα ἀκόμη λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι στὸ ἐξωτερικό) καὶ ἡ σχεδὸν βέβαιη ἐπίδρασή του τόσο στὴν αὐριανὴ βιβλιοπαραγωγή, ὅσο καὶ στὴν περαιτέρω διαμόρφωση ἑνὸς κατὰ πολὺ μεγαλύτερου πλήθους αὐριανῶν ἀναγνωστῶν, δὲν ἔχει γίνει προσπάθεια νὰ ἐκτιμηθεῖ μακριὰ ἀπὸ ἀνεύθυνες καὶ ριψοκίνδυνες θεωρητικοποιήσεις. ᾽Ανάμεσα στοὺς ὑπερασπιστές, ἀπὸ τὴ μιά, τῆς παραλογοτεχνίας –ἄλλοτε ὡς ἀκίνδυνης, ἀναπόφευκτου φαινομένου τῆς κάθε ἐποχῆς, καὶ ἄλλοτε ὡς χρήσιμης γιὰ τὶς οἰκονομικὲς ἀπολαβὲς τῶν ἐκδοτικῶν οἴκων (ἐξαιρώντας, ἐδῶ, τὴν πρόσληψή της ὡς ἀντανάκλασης μιᾶς αἰσθητικῆς καταπιεσμένων μαζῶν, ποὺ χρήζει ἐπαναξιολόγησης, ἢ καὶ τὸ “ἀγκάλιασμα” τοῦ «κίτς»)– καὶ τούς, ὑποτίθεται “κινδυνολόγους”, ἐπικριτές της, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὑπάρχει ἕνα κοινὸ σημεῖο στὸ ὁποῖο τουλάχιστον φαίνεται οἱ δύο ἀντίθετες πλευρὲς νὰ συμφωνοῦν: ἡ παραλογοτεχνία δὲν εἶναι λογοτεχνία. ῾Η παραλογοτεχνία δηλαδὴ δὲν ἔχει –δὲν μπορεῖ καὶ δὲν ἐπιδιώκει νὰ ἔχει– αἰσθητικὴ ἀξία· ὁ σκοπός της δὲν εἶναι νὰ κριθεῖ μὲ κριτήρια λογοτεχνικῆς φύσης, παρὰ μόνο ἐμπορικῆς ἐπιτυχίας. ῎Αν, ὅμως, ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, γιατί ἄραγε ἡ ρὸζ λογοτεχνία, γιὰ παράδειγμα, διεκδικεῖ στὶς μέρες μας δυναμικὰ τὴν παρουσία καὶ τὴν κριτική της καταξίωση στοὺς ἴδιους μὲ τὴν «ὑψηλὴ» λογοτεχνία χώρους, τουτέστιν σὲ ἔνθετα βιβλιοκριτικῆς, σὲ λογοτεχνικὰ βραβεῖα, σὲ ἐκπομπὲς βιβλίου τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ραδιοφώνου, σὲ ἀναγνωστικὲς προτάσεις ἐκδοτῶν καὶ ἐφημερίδων, στὶς βιτρίνες τῶν μικρῶν «ποιοτικῶν» βιβλιοπωλείων κλπ.; Γιατί δὲν τῆς ἀρκεῖ ἡ κυριαρχία της στὶς στῆλες τῶν εὐπώλητων καὶ γιατί στὶς ἴδιες δημοσιογραφικὲς σελίδες στοιβάζονται ἀδιακρίτως λογοτεχνία καὶ παραλογοτεχνία ὡς νὰ μὴν ὑφίσταται ἡ παραμικρὴ διαφορὰ μεταξύ τους, ἀποπροσανατολίζοντας τὸν ἐπίδοξο ἀναγνώστη τοῦ «οὐσιαστικοῦ»; Γιατί, στὴ χώρα μας ἰδίως, ἡ παραλογοτεχνία μεταμφιέζεται σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι, μὲ τὴν οὐσιαστικὴ ἀνοχή –τολμῶ νὰ πῶ, συνενοχή– τῶν φορέων τοῦ βιβλίου, καὶ ποῦ ὁδηγεῖ ἡ κατάσταση αὐτὴ στὴν πραγματικότητα;
῾Η παραλογοτεχνία δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ἕνα καινούργιο φαινόμενο. Σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλο τὸν «ἐγγράμματο» κόσμο ὑπῆρχε καὶ ἄκμαζε κάποιος τύπος «μαζικῆς» βιβλιοπαραγωγῆς. ῾Η διαφορὰ ὅμως τῆς σημερινῆς κατάστασης ἀπὸ τὶς παλαιότερες εἶναι οὐσιαστική, καθὼς οὐδέποτε ἡ παραλογοτεχνία καθαυτὴν προωθήθηκε σὲ τέτοιο βαθμό, τόσο ἀπὸ τοὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους, ὅσο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπικοινωνιακὰ μέσα, οὐδέποτε ἐκτόπισε μὲ τέτοιο τρόπο τὴ λογοτεχνία, διεκδικώντας καὶ σχεδὸν καταλαμβάνοντας τελικὰ τὴ θέση της. Τὸ λέει καλὰ σὲ πρόσφατο δημοσίευμά του ὁ ῎Αρης Μαραγκόπουλος: «Τὸ ἀμιγὲς βιβλιοπωλεῖο ἔχασε τοὺς σταθερούς του ἀναγνῶστες καὶ ἀπέκτησε εὐκαιριακοὺς πελάτες εὐπώλητων σκουπιδιῶν. Χάνοντας τὸν ἀναγνώστη τὸ βιβλιοπωλεῖο ἔχασε τὸν λειτουργικὸ πολιτιστικό του ρόλο» («Δημόσιες Βιβλιοθῆκες: Προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ᾽Αριστερὴ Πολιτική»: ἐφ. ῾Η Αὐγή, ἀρ.φ. 11.917, Κυριακὴ 2 Φεβρουαρίου 2014, σ. 53). Οἱ ἐκδότες πήραμε ἁπλῶς τὰ μέχρι πρότινος κακοτυπωμένα βιβλία τῶν περιπτέρων, τὰ “ντύσαμε” καλύτερα καὶ τὰ σερβίραμε ὡς λογοτεχνικά. Τὸ “φυσικὸ” κοινὸ αὐτῶν τῶν βιβλίων ποτὲ δὲν ζήτησαν τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴ “σκιά”· ἡ πρωτοβουλία λήφθηκε ἀπὸ παράγοντες οἱ ὁποῖοι διέβλεπαν ὅτι ἕνα εὐρύτερο κοινὸ ἦταν δυνατὸ νὰ δημιουργηθεῖ καὶ νὰ ταϊστεῖ μὲ τὴ συγκεκριμένη τροφή, ἕνα τεράστιο πλῆθος νέων ἀναγνωστῶν, ποὺ θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ κερδηθεῖ ὅσο ἡ κατανάλωση τῶν “περιθωριακῶν” αὐτῶν κειμένων παρέμενε ἐνοχοποιημένη. ῎Ισως καὶ νὰ ἦταν ἀναπόφευκτο: ἀπέναντι σ’ ἕναν ὄγκο καταναλωτῶν ποὺ ἀναπτύσσεται ραγδαῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀδρανήσουν τὰ καπιταλιστικὰ ἀντανακλαστικά. ῾Ο πολιτισμὸς εἶχε ἀποκτήσει τὴ βιομηχανία του σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς· καμιὰ πτυχή του δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγει. Κι ἔτσι, παρὰ τῆ λογοτεχνία προέκυψε ἡ λογοτεχνία τοῦ παρᾶ… (τὸ λογοπαίγνιο, νὰ ἐξηγοῦμαι, ἔχει ἤδη ἀξιοποιηθεῖ, ὅσο γνωρίζω, ἀπὸ τὸν Γ. Παπαθεοδώρου).
Τὸ κοινό, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἕνα κοινὸ ποὺ τὸ σύστημα ἀνέθρεψε καταλλήλως καὶ ποὺ οὐδέποτε ἐνέταξε στὴ διαδικασία τῆς ἐκπαίδευσής του τὴ συνήθεια ἐπισκέψεων σὲ βιβλιοθῆκες ἢ τὴν οἰκειότητα μὲ αὐθεντικὰ βιβλιοπωλεῖα (γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὸ αἴτημα γιὰ ὑπεύθυνη θεώρηση τοῦ πολιτισμικοῦ φαινομένου, αἴτημα παιδείας), ἕνα κοινὸ ποὺ ἀρέσκεται εὔκολα στὸ ἐλάχιστο, τὸ ἑτοιμοπαράδοτο καὶ τὸ εὔπεπτο καὶ ποὺ ἱκανοποιεῖται μὲ ἕναν στερεοτυπικὸ λόγο καὶ μὲ μιὰ λογοτυπικὴ σκέψη, μὲ ἀναγνώσματα ποὺ ἁπλῶς τοῦ ἐπιβεβαιώνουν ὅσα ἤδη γνωρίζει, χωρὶς νὰ τὸ ὠθοῦν σὲ κριτικὸ ἔλεγχο καὶ διαμόρφωση ἄποψης, χωρὶς νὰ τὸ κάνουν ὁλοένα καὶ πιὸ ἀπαιτητικό, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο, –τὸ κοινό, λοιπόν– ἀνταποκρίθηκε πρόθυμα, καταναλώνοντας βιβλία (κυρίως, βέβαια, μυθιστορήματα) μὲ τὸν τρόπο ποὺ καταναλώνει ὁτιδήποτε τοῦ σερβίρει ἡ ἐπικρατούσα “φτηνὴ” κουλτούρα. ῎Ετσι, ὅλοι εἴχαμε νὰ κερδίσουμε: οἱ ἐκδότες ποὺ ἐπενδύουν σὲ σίγουρα κέρδη, οἱ βιβλιοπῶλες ποὺ πουλᾶνε, τὸ κοινὸ ποὺ παίρνει αὐτὸ ποὺ θέλει, καὶ δὲν ζητάει τίποτα παραπάνω, γιατὶ δὲν γνωρίζει τίποτα παραπάνω. ῞Ολοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν καλὴ λογοτεχνία φυσικά, τῆς ὁποίας ἡ προώθηση μειώθηκε στὸ ἐλάχιστο, ἀλλὰ καὶ τῆς ὁποίας ἡ γραφὴ δὲν θὰ μποροῦσε παρά, κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση, νὰ ἀρχίσει νὰ ἀλλάζει ποιότητα, νὰ ἐμπορευματοποιεῖται μὲ τοὺς ταπεινωτικότερους ὅρους. Γιατὶ, ὅπως θὰ ἔβλεπε ὁ κάθε σύγχρονος παρατηρητικὸς ἀναγνώστης, οἱ συνταγὲς τῆς παραλογοτεχνίας μετακινοῦνται μὲ θεαματικὸ τρόπο στὴν ἴδια τὴ λογοτεχνία: εἶναι συχνὲς πιὰ οἱ περιπτώσεις ποὺ καὶ οἱ πιὸ ταλαντοῦχοι συγγραφεῖς αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ “ἁπλοποιήσουν” τὸ λόγο τους καὶ τὴ δομὴ τῶν ἔργων τους, νὰ ἀπευθυνθοῦν σὲ ἕνα μεγαλύτερο κοινὸ χρησιμοποιώντας ὡς ὑποθέσεις τετριμμένες ἐρωτικὲς περιπέτειες ἢ ἱστορίες ἀστυνομικοῦ τύπου καὶ «ἀξεδιάλυτων» μυστηρίων. Βέβαια, στὴν ποιοτικὴ λογοτεχνία, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ «ὑπόθεση», δὲν συναντᾶμε ποτὲ τοὺς μονοδιάστατους, ἐπιφανειακοὺς καὶ στατικοὺς χαρακτῆρες τῆς παραλογοτεχνίας, τὸν ἀκραῖο οὐσιαστικὰ συντηρητισμό της, ποὺ ἔρχεται νὰ ἐπαναλάβει καὶ νὰ ἰσχυροποιήσει τὰ διάφορα κοινωνικὰ στερεότυπα. Δὲν συναντᾶμε τὸν τυποποιημένο λόγο, τὴ στεγανοποιημένη καὶ προβλέψιμη ἔκφραση, τὴν ἀνεπεξέργαστη καὶ γεμάτη “κλισὲ” γλώσσα, στοιχεῖα πού, ἀνάμεσα σὲ πλῆθος ἄλλα, ὑψώνουν ἕνα δυσθεώρητο χάσμα ἀνάμεσα στὸ λογοτεχνικὸ καὶ τὸ παραλογοτεχνικὸ κείμενο – στοιχεῖα ποὺ ὅλο καὶ μικρότερος ἀριθμὸς ἀναγνωστῶν, φοβᾶμαι, εἶναι σὲ θέση νὰ ἐκτιμήσει.
᾽Εντάξει, ἂς μὴν στεκόμαστε στὰ ὀφθαλμοφανῶς διεστῶτα: Πρῶτον, τὰ ἴδια κριτήρια δὲν ἰσχύουν σὲ συγκρίσεις ἔργων ἀπὸ μακρινὲς ἐποχές. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ σαχλαμάρα δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ γοτθικὸ μυθιστόρημα ἢ μὲ τὶς λαϊκὲς φυλλάδες ὣς τὸν Διαφωτισμό – μὰ καὶ τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα, κάποτε καὶ τοῦ πρώιμου Κ΄. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐπίμαχο σημεῖο, ποὺ δὲν ἔχει φωτιστεῖ μὲ θάρρος στὴ διεθνὴ σχετικὴ φιλολογία. Καί ἡ παραλογοτεχνία τῶν ἡμερῶν μας καί ἡ λαϊκὴ λογοτεχνία τῶν περασμένων ἐποχῶν δὲν δοκιμάζουν τὸν ὁρίζοντα προσδοκίας τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ· ἀντιθέτως, τὸ κοινό, κατὰ κάποιον τρόπο, καθορίζει τὴ φυσιογνωμία κάθε πεδίου, γιατὶ εἶναι διαφορετικὸ νὰ ἀνταποκρίνεται ἕνα ἔργο στὴν ἀθωότητα ἀπ’ τὸ νὰ κολακεύει τὴ χυδαιότητα – ἐννοούμενη, ἀκριβῶς, ὡς ἠθικὴ πώρωση μέσα στὸν καπιταλισμό. ᾽Αλλοῦ ἀπευθυνόταν ἡ Χαλιμὰ κι ἀλλοῦ ἡ Μπάρμπαρα Κάρτλαντ. Καί, δεύτερον, τὰ ὅρια μεταξὺ λογοτεχνικοῦ καὶ παραλογοτεχνικοῦ εἶναι ρευστά, ἰδίως στὴ συγχρονικὴ διάσταση. ῞Ενας συγγραφέας ποὺ μὲ σατιρικὴ διάθεση παραβιάζει αὐτὰ τὰ ὅρια δὲν εἶναι καθόλου σίγουρο πὼς θὰ βρεῖ στὸν καιρό του ἱκανὸ πλῆθος εὐαίσθητων ἀποδεκτῶν. ῾Υπάρχουν καὶ τὰ “λαγωνικά”, καθὼς λένε, κάτι σὰν «κυνηγοὶ ταλέντων» στὴ δούλεψη ἐξειδικευμένων ἐντύπων καὶ μεγάλων ἐκδοτῶν· πλὴν ὅμως ἡ πολιτισμικὴ βιομηχανία, μὲ τὴ χαρτόμαζα τῆς εὐτέλειας ποὺ πλημμυρίζει τὴν ἀγορά, ἔχει βλάψει σοβαρὰ τὴν «ὄσφρηση» τοῦ μέσου ὅρου τους. Τὴν “ἀλήθεια” ἢ τὸ “ψέμα” ἑνὸς ἔργου μόνο ἡ διαμεσολάβηση –ἡ κρησάρα τῆς αὔριον– μπορεῖ νὰ τὴν ἀποκαλύψει. Τὰ εὐπώλητα καὶ πολυπώλητα τῆς μεταπολεμικῆς περιόδου –τόσο ἄφθονα στὸν Νέο Κόσμο, λ.χ.– κανέναν δὲν ξεγελοῦν σήμερα, στοιβαγμένα στὰ σκονισμένα τους ξεχωριστὰ βιβλιοστάσια· τὸ μέλλον θὰ ἐπιφυλάσσει κάποιες ἐκπλήξεις ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ οἱ ἀξίες τους ἀνακατατάχθηκαν καὶ παγιώθηκαν ἤδη σὲ μεγάλο βαθμό, καὶ ἴσως νὰ μὴν εἶναι θεμιτὸ κάτι ὁριστικότερο. ῎Ετσι καὶ γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ τωρινὰ ὀφείλουμε νὰ περιμένουμε. ῾Η παραδοχὴ αὐτή, ὅμως, δὲν ἀνατρέπει τὴν παραπάνω γενικὴ τοποθέτηση, ὅσο κι ἂν ἤχησε ἀπόλυτη. ῍Αν ἀπολαμβάνει κανεὶς νὰ σουλατσάρει στὴ “γκρίζα ζώνη”, τὴν ἐνδεχομένως καὶ πλατιὰ “γκρίζα ζώνη”, ἀνάμεσα στὰ λαμπερὰ πετράδια τοῦ λόγου καὶ στὰ «σκύβαλα» (ὅπως εὔστοχα ἐξελληνίστηκε ὁ ξενικὸς ὅρος), τοῦτο δὲν συνεπάγεται ὅτι καταποντίστηκαν οἱ χωριστὲς αὐτὲς ἤπειροι ἢ ὅτι μὲ τὶς προτιμήσεις του δίνει τὸ καλύτερο σύνθημα.
῾Η ρὸζ λογοτεχνία ἐπιλέγεται ἀπὸ ἄλλες μορφὲς παραλογοτεχνίας –π.χ. τὴ «μαύρη» ἢ τὴν «κίτρινη», τὴν ἁπλοϊκὰ «στρατευμένη» σὲ ὁποιαδήποτε σκοπιμότητα, τὴν ἠθικοπλαστικὴ καὶ δασκαλίστικη «παιδικὴ λογοτεχνία» κλπ.– ἐπειδὴ προφανῶς διατηρεῖ τὴν ἀσυμβίβαστη αὐτοτέλειά της ἔναντι τοῦ «κύριου ρεύματος» τῆς λογοτεχνικῆς παράδοσης, τὴν ἔπαρση νὰ μὴν κρύβεται, νὰ μὴν φτιασιδώνεται, νὰ μὴν δοκιμάζει προσμίξεις. ῎Ισως μάλιστα αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν παραλογοτεχνία πιά. Δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἄλλες μορφὲς παραλογοτεχνίας στὸ μεταξὺ ἀφομοιώθηκαν πλήρως στὸν «ἐπίσημο κορμὸ» τῆς λογοτεχνίας ἢ ὅτι δὲν ἀξίζει τὸν κόπο ἡ μελέτη τους. (Καί, μαζὶ μὲ τὶς γνωστὲς ἀπὸ τὸ παρελθὸν μορφὲς τοῦ εἴδους, ἡ μελέτη μιᾶς νέας μικτῆς φόρμας, τοῦ “ἐξυπνακίστικου” ρομάντζου, ὅπου, ἐπάνω στὸν καμβὰ τοῦ ρὸζ καὶ τοῦ κίτρινου, συμφύρονται πολλὲς ἐμπειρίες τῆς πεζογραφίας, ἀκόμη καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ, μὲ μοναδικὸ ζητούμενο τὴν κολακεία τοῦ κοινοῦ γούστου μιᾶς καινούργιας φουρνιᾶς ἀναγνωστῶν, μὲ σπουδὲς ἀμφίβολου κύρους –σπουδὲς πάντως–, μὲ ἀγοραῖο πνεῦμα καὶ μὲ ἄφθονες περιττὲς εἰδήσεις – “ἐνημέρωση” γιὰ ὅ,τι πιὸ ἀνούσιο καὶ κραυγαλέο κυκλοφορεῖται ἀπὸ τὰ ΜΜΕ.) Παραταῦτα, ἡ ρὸζ λογοτεχνία διατηρεῖ τὴν πρωτοκαθεδρία της, ὅσες ζυμώσεις κι ἂν ἔλαβαν χώρα στὶς γραμματεῖες τῆς Δύσης –αὐτὲς ποὺ προπαντὸς μᾶς ἐπηρεάζουν–, καὶ γνωρίζει ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας “νέες δόξες”.
῍Αν σὲ κάποιους ἡ ὅποια συζήτηση περὶ ρὸζ λογοτεχνίας φαντάζει ἁπλῶς μιὰ ἀκόμη «κινδυνολογία» ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ πράγματα, ἕνας ἀφορισμὸς ἐλιτίστικης προέλευσης, τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι, ὅπως χαρακτηριστικὰ παρατηρεῖ ἡ συγγραφέας, «ὅσο αὐξάνεται τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ποὺ ἱκανοποιεῖται μὲ κείμενα χαμηλῆς ποιότητας, τόσο μειώνεται σὲ βάθος χρόνου τὸ λογοτεχνικὸ δυναμικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ προκύψουν νέοι πεζογράφοι, ποιητές, μεταφραστές, κριτικοί, ἐκδότες καὶ ἐπιμελητὲς προσανατολισμένοι ἀσφαλῶς σὲ κείμενα ἀξιώσεων». ῾῾Ως ἐκδότης, μὲ τὴ σειρά μου, ἔχω ἐπίσης, καὶ τελειώνοντας, νὰ ἐπιβεβαιώσω ὅτι, πράγματι, ὅσο ἡ προώθηση τῆς παραλογοτεχνίας παίρνει τὴ θέση τῆς προβολῆς τῆς λογοτεχνίας, τόσο συρρικνώνεται καὶ τὸ ἀγοραστικὸ δυναμικὸ τῆς καλῆς λογοτεχνίας. Γι’ αὐτὴ τὴ συρρίκνωση εὐθυνόμαστε ὅλοι, καὶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της θὰ πρέπει νὰ ἐνεργοποιηθοῦμε ἐπίσης ὅλοι – ἐκδότες, βιβλιοπῶλες, συγγραφεῖς, κριτικοί, δημοσιογράφοι, παρουσιαστὲς ἐκπομπῶν, κρατικοὶ φορεῖς. Μὲ αἴσθημα εὐθύνης καὶ σεβασμοῦ στὸν ἀναγνώστη.
(*) Προλογικό σημείωμα στο βιβλίο της Εύας Στάμου που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες με αντικείμενο την Παραλογοτεχνία
«Καί, δεύτερον, τὰ ὅρια μεταξὺ λογοτεχνικοῦ καὶ παραλογοτεχνικοῦ εἶναι ρευστά»
Αν και το κείμενο αφορά μάλλον κυρίως τα ροζ βιβλία (κ.α. παρόμοιας αισθητικής), η συγκεκριμένη επισήμανση χρήζει προσοχής. Από τα φτηνά βιβλία σε συνέχειες μας έμεινε ο Ντίκενς κι ο Δουμας, εξαιτίας των βιβλίων του πολτού (pulp) Επιστημονικής Φαντασίας μπορούμε να διαβάζουμε σήμερα Ισιγκούρο και Άτγουντ και από τα αστυνομικά μας προέκυψε ο Ώστερ κι ο Σιμενόν. Όπως πάντα το ζήτημα δεν είναι τι γράφεις αλλά πώς το γράφεις.