Γιάννης Υφαντής. Η επανάσταση ως βιολογική ευφροσύνη.

0
1391

Της Γεωργίας Οικονομοπούλου.

Η συνάντησή μας ξεκίνησε στη Ραΐνα. Μια στάση στην Αθήνα. Έπειτα, Λευκάδα. Τον Γιάννη Υφαντή τον ήξερα, βεβαίως, ήδη από την ποίησή του. Από την πρώτη Γιάννης Υφαντήςσυλλογή, Μανθρασπέντα  (1977, Τραμ) μέχρι το πρόσφατο Οι Μεταμορφώσεις του Μηδενός (συγκεντρωμένα όλα τα ποιήματά του), παραπάνω από δέκα τίτλοι και πολλές επανεκδόσεις, εκπεφρασμένος ο σεβασμός από κοινό, κριτική και ομότεχνους. Τώρα, ήθελα, όμως,  να μοιραστούμε τη θέα. Το δρόμο από την Αιτωλοακαρνανία όπου γεννήθηκε μέχρι το «Πελασγικόν». Τα ταξίδια, τα συναπαντήματα, τα βήματα που τον έφεραν να είναι  ποιητής μυστικός. Να γνωρίσω τον ποιητή πίσω από την ποίηση. Τον άνθρωπο πίσω από τον ποιητή. Για να επιστρέψουμε, «εδώ που το Μηδέν δαγκώνει την ουρά του», ξανά πίσω στην ποίηση. Ζόρικη διαδρομή, μα κι απολαυστική.

Στη Ραΐνα, στην κοιλάδα της Αιτωλίας, στην οικογενειακή αγροικία, του πρωτοσυστήθηκε η ποίηση.

«Στο παραγώνι, ή κάτω απ’ τ’ άστρα, κι ακόμα στον ίσκιο όπου αρμαθιάζαμε τον καπνό, άκουσα τα πρώτα ποιήματα, τα πρώτα παραμύθια, τους πρώτους θρύλους, από τον πατέρα μου. Σε γιορτές του σπιτιού άκουσα τα πρώτα τραγούδια. Η μάνα μου συχνά τραγουδούσε στον αργαλειό και όλο τούτο, τραγούδια και μαγικά υφαντά μ’ έκαναν να πιστεύω ότι η μάνα μου είναι αν όχι μάγισσα τουλάχιστον νεράιδα.

Θα ήμουν δεκατριών όταν ένα καλοκαιρινό βραδάκι άκουσα στο καινούργιο μας ραδιόφωνο έναν λόγο που δεν ήταν η ποίηση που ως τότε ήξερα, τα πεζά ή τα παραμύθια που ως τότε ήξερα. Και παρόλ’ αυτά ήταν ένας λόγος πολύ ευφρόσυνος, μαγικός. Κάποιος διάβαζε (μπορεί κι ο ίδιος ο Ρίτσος) την Κυρά των Αμπελιών. Έτσι μπήκα στη μοντέρνα ποίηση, στον ελεύθερο ανομοιοκατάληκτο στίχο.

Σα δημιουργία, η ποίηση μπήκε στη ζωή μου ανεπαισθήτως. Και για να παίξουμε λίγο με τον πλατωνικό μύθο, την επέλεξα όταν δίνονται οι λαχνοί στις ψυχές».

Άρχισε να γράφει στα δεκατέσσερα.

«Όμως στα δεκαεπτά μου απέχτησα άσθμα. Η πρώτη μεγάλη κρίση άσθματος που μ’ έφερε στην αγχόνη,  μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι το παν είναι το ν’ αναπνέεις. Και η επόμενη σκέψη: Όσο αναπνέω θα ζω πλήρως την κάθε στιγμή μου, κάνοντας αυτό που αρέσει σε μένα κι όχι αυτό που αρέσει στους άλλους. Χωρίς καλά – καλά να το καταλάβω είχα μπει στην τέχνη του ζην και ουσιαστικά στην τέχνη της ποιήσεως. Ανέβηκε κατακορύφως τόσο η ευφροσύνη μου να συναντώ στα βιβλία τους τούς άλλους μου αδελφούς όσο και η ευφροσύνη του να γράφω ο ίδιος. Μα τους σκορπισμένους μου στίχους, συνέβαινε πάντα να τους συγκεντρώνει και να τους κάνει ποιήματα ο έρωτας. Κάθε καινούργιος έρωτας ήταν και μια βαθύτατη ποιητική ανανέωση».

Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησε τριάντα δύο χρόνια.

«Έφυγα απ’ αυτήν το 1999, νοσταλγώντας τους Οδυσσεïκούς τόπους, δηλαδή την Αιτωλία, την Ακαρνανία και τα εγγύς νησιά του Ιονίου. Ένοιωσα την ανάγκη να επιστρέψω στον τόπο της καταγωγής μου, ώστε μένοντας σ’ αυτόν να τον ξαναζήσω πληρέστερα και πιο συνειδητά. Ήταν απόφαση. Απόφαση που θα την έλεγα μέρος του ρυθμού της συνειδητής ζωής.

Σαν είμαι στη Ραΐνα, μου αρέσει να ανεβαίνω στην Τέμπλα, το οροπέδιο όπου το περιβόλι μας κι όπου ευφραίνομαι κοιτάζοντας προς ανατολάς την ελληνική ενδοχώρα. Με όριο την πιο όμορφη οροσειρά που γνωρίζω, το όρος Παναιτωλικό».

Ταξίδεψε σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική. Στη Λευκάδα βρήκε το έτερο καταφύγιό του.

«Στο βουνό, πάνω από τους Τσουκαλάδες, στην περιοχή που ονομάζω “Πελασγικόν”. Αγαπώ πολύ τη γωνία εκείνη του σπιτιού μου στη Λευκάδα, όπου έχω αριστερά μου τη φωτιά του τζακιού και αριστερά κάτω τη θάλασσα. Κι ακόμα η θέα από τη βεράντα αυτού του σπιτιού. Τα λευκά καράβια που δύο – δύο πηγαίνουν προς Ιταλία, ενώ άλλα επιστρέφουν. Τα ονομάζω και σαρκοφάγους διότι μοιάζουν με πλεούμενες πέτρινες σαρκοφάγους. Και τον Ήλιο. Που στην Εαρινή Ισημερία περνά πίσω από τον κορμό του κυπαρισσιού και το κυπαρίσσι τότε αποχτά για λίγα λεπτά δυο λαμπρά μάτια. Περνά ο Ήλιος, και βυθίζεται στη θάλασσα, γινάμενος μια κόκκινη πύλη. Το παιδί που έχω μέσα μου κάποτε τον θέλει πύρινο πουλί που το βράδυ επιστρέφει κάτω μακριά, στον κρατήρα της Αίτνας που είναι η φωλιά του».

Αυτή είναι λοιπόν η αγαπημένη του θέα;

«Η θέα από τα μέρη που προανέφερα, ναι», απαντά, «μα προπάντων, το πανόραμα της γυμνής αγαπημένης όταν αγαπιούμαστε, όταν συντελείται [απαγγέλει] Η μεγάλη επιστροφή. Για τρεις χιλιάδες χρόνια, πέντε, έξη, δέκα./ Η ομορφιά σου που με κράτησε παράφορο./ Κ’ είναι για μένα το κορμί σου ω γυναίκα/ στη φυλακή του κόσμου ένα παράθυρο.// Φτερά πιο δυνατά από τα πόδια σου/ δεν ένοιωσα ποτέ πάνω στους ώμους μου./ Νά με που τερματίζω εδώ μες στο κορμί σου εκστατικός/ όλους τους δρόμους μου».

Πριν φτάσουμε εδώ, πίσω στη Θεσσαλονίκη, έκανε τις πρώτες του δημοσιεύσεις. Στην εφημερίδα «Μακεδονία» και στο περιοδικό του Κώστα Τσιρόπουλου «Ευθύνη».

«Στον εκδοτικό χώρο μπήκα το 1977,  όταν ο Γκάτσος κι ο Χατζηδάκις -δεν γνωριζόμασταν- έστειλαν στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη τον Δημήτρη Καλοκύρη να μεταφέρει την θερμή παράκλησή τους να βγάλω οπωσδήποτε τα ποιήματά μου σε βιβλίο. Έτσι, έβγαλα το φθινόπωρο του 1977, στις εκδόσεις Τραμ, το πρώτο μου βιβλίο, το Μανθρασπέντα».

«Δεν ήταν στο χαρακτήρα μου να πηγαίνω να συναντώ ανθρώπους», εξακολουθεί. «Έτσι υπάρχουν άνθρωποι που αγάπησα πολύ μα ποτέ δεν τους συνάντησα. Αν συνάντησα τον Ρίτσο, τον Μαρκόπουλο, τον Χατζηδάκι λόγου χάριν, ήταν που αυτοί ήρθαν στο σπίτι μου ή μ’ έψαξαν…».

-Η ταυτότητά σας γράφει ποιητής;

«Η ταυτότητά μου παλαιά έγραφε ποιητής. Μα κάποιοι φθονεροί εδώ και χρόνια έχουν καταργήσει το επάγγελμα από τις ταυτότητές μας. Όπως και το θρήσκευμα. Τάχα μου για να μας προστατέψουν. Όμως, πρέπει κανείς να μπορεί να δηλώνει αυτό που είναι κι αυτό που πιστεύει πως είναι. Και πρέπει να μπορεί να υπερασπίσει αυτό που είναι και να είναι έτοιμος να πληρώσει για εκείνο που δηλώνει πως είναι. Κανέναν δεν θέλουν να προστατεύσουν. Με την κατάργηση της αναφοράς επαγγέλματος και θρησκεύματος θέλουν να τιμωρήσουν εκείνους που ξέρουν τί είναι και τολμούν να δηλώσουν αυτό που είναι».

-Πώς ορίζετε την ποίηση; Ποιος ο ποιητής; Από πού έρχεται το ποίημα;

«Στην ερώτησή σας “ποιός ο ποιητής”, θ’ απαντήσω με το ποίημα “Η κατοικία του ποιητή”: O ποιητής δεν είναι κάποιος/ φανατικός με τη γραφή, μα είναι κάποιος/ φανατικός με την ανάγνωση,/ την ανα-γνώση όπως την ήθελε ο Πλάτων./ Ο ποιητής κάθε βιβλίο που χρειάζεται/ καιρό πριν τό ’βρει το οσμίζεται/ τριγύρω στην ατμόσφαιρα, το νοιώθει/ κάπου κοντά. Kι όταν το βρίσκει/ το αναγνωρίζει αμέσως απ’ τον τίτλο,/ από μια φράση, ένα στίχο του./ Kι έγινε τότε το μεγάλο αντάμωμα./ Έτσι κάθε φορά που συναντιέται ο ποιητής/ μ’ ένα βιβλίο που προορίζεται γι’ αυτόν·/ έτσι κάθε φορά που συναντιέται/ μ’ ένα ενσαρκωμένο σε βιβλίο πνεύμα./ Όμως συμβαίνει κάποτε να πιάνει ο ποιητής/ μες στην ατμόσφαιρα χυμένο ένα βιβλίο/ που ’ναι κοντά πολύ κοντά μα δεν το βρίσκει./ Αρχίζει τότε να κρατάει σημειώσεις, να μαζεύει/ ύλη απ’ τον αιθέρα, ν’ αγρυπνά, ν’ ανησυχεί/ και να μιλά μονάχος, να σωπαίνει/ όπως σπαρμένη γη.// Και φκιάχνει τότε μόνος του εκείνο το βιβλίο που οσμι­ζόταν στον αέρα/ και δεν το ’βρε πουθενά./ Ο ποιητής/ γράφει ακριβώς γι’ αυτό:/ Για να διαβάσει κι όλα εκείνα τα βιβλία που δεν τα ’γρα­ψε κανείς/ μα που υπάρχουν σκορπισμένα στην ατμόσφαιρα./ K’ ίσως στο τέλος να ’βρει πως τα μόνα/ βιβλία που του λείπαν είναι αυτά/ που ’φκιασ’ ο ίδιος./ K’ είναι ευτυχισμένος σαν την κάμπια που ’χει γίνει πε­ταλούδα./ Mια μετενσάρκωση/ έχει εδώ συντελεστεί.//Έξω αλλού μην τον γυρεύεις πια τον ποιητή. Mες στα βιβλία του τώρα κατοικεί.

Το ποίημα έρχεται από το βιβλίο κόσμος. Κάθε ποίημα είναι και μια σελίδα από το “βιβλίο κόσμος” μεταφρασμένη στην ανθρώπινη γλώσσα.

Ποίηση είναι τα εν ρυθμώ πυκνά παραμύθια των μεγάλων. Των μεγάλων που δεν σκότωσαν μέσα τους το παιδί που κάποτε ήσαν. Η ποίηση είναι παραμύθια και παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά. Μα αν δεν είσαι θερμός ή ψυχρός (όπως λέγει ο Ιωάννης της Αποκάλυψης) γιατί ν’ αποζητήσεις την ποίηση; Αν δεν έρχεσαι από τον Παράδεισο γιατί ν’ αποζητήσεις τα παραμύθια; Αν δεν έρχεσαι από την Κόλαση, γιατί ν’ αποζητήσεις την παραμυθία;

Χίλιοι και ένας ορισμοί έχουν δοθεί για την ποίηση. Μα ο καλύτερος ορισμός ενός πράγματος είναι το ίδιο το πράγμα που θέλουμε να ορίσουμε. Ποίηση είναι η ποίηση».

-Σας αποκαλούν ποιητή μυστικό. Τί μυεί; Σε τί μυούμαστε και από ποιον; Στην ποίηση πώς μπορεί κάποιος να μυηθεί;

«Βεβαίως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον μυστικιστή (που τον απασχολούν τα απόκρυφα, τα εσωτερικά, τα μυστηριακά και θρησκευτικά πράγματα), στον μύστη (που μυήθηκε σε κάποια μυστήρια είτε ιερουργεί σε κάποια μυστήρια). Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον μυστικιστή, στον μύστη και στον μυστικό. Ο μυστικός, αφού πολλά γνώρισε, βασιζόμενος μόνο στην εμπειρία του πια, ζει πάνω από κάθε δόγμα, κάθε μυστήριο, κάθε έρευνα. Και θεωρεί το κενό, καθρέφτη όπου βλέπει ως εαυτό του τον Κόσμο. Ο μυστικός λέγεται μυστικός γιατί η εμπειρία του δεν μεταδίδεται. Χίλιοι τόμοι, όπως ήδη έχει ειπωθεί, δεν μπορούν να μας περιγράψουν τη γεύση του κερασιού. Γνωρίζει όμως κανείς αυτή την απερίγραπτη κι αμετάδοτη εμπειρία δαγκώνοντας απλώς ένα κεράσι.

Ο ποιητής μυείται στη Ζωή. Κι όποιος μυείται στη Ζωή μυείται και στον λόγο της που είναι η ποίηση».

– «Κάποιοι κάνουν ποιήματα/ άλλοι δημόσιες σχέσεις». Σε αρκετά ποιήματά σας (Τάχα με θλίψη, Ούτε ένα βραβείο, Βάζουν τα ψάρια κ.ά.) αναφέρεστε στο θέμα της κλίκας, της κριτικής, της αποσιώπησης της δουλειάς του ποιητή όταν δε χωρά στο κοστούμι που του έχουν ετοιμάσει οι κριτικοί. Παραμένει θέμα… διαχρονικό;

«Το θέμα των κλικών παραμένει και είναι διαχρονικό. Πώς θα μπορούσε να μην είναι διαχρονικό αφού είναι μέρος της Φύσεως; Αλλά υπάρχουν δύο επίπεδα κοιτάγματος προς αυτό:

Η βαρύτητα υπάρχει και δεν υπάρχει. Υπάρχει ως ένα ύψος, μετά δεν υπάρχει. Το καλό και το κακό υπάρχουν σ’ ένα επίπεδο, σ’ ένα άλλο όμως επίπεδο που θα το ονόμαζα επίπεδο εποπτείας, το καλό και το κακό δεν υπάρχουν. Το φίδι είναι κακό για την ανθρώπινη ύπαρξή μου επειδή κινδυνεύει από αυτό. Και η πεταλούδα είναι καλή για την ανθρώπινη ύπαρξή μου επειδή την ευφραίνει η ομορφιά της και η χάρη της. Όμως το φίδι, αν πάμε πέρα από την ανθρώπινη ύπαρξή μας και το κοιτάξουμε με ό, τι έχουμε θεïκό, δηλαδή το νου μας, δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Απλώς είναι.

Έτσι, στο ένα επίπεδο καταγγέλλω τον κύριο Κλίκα και δικαίως τον καταγγέλλω. Όμως από ένα υψηλότερο επίπεδο κοιτάζοντας τον κύριο Κλίκα αντιλαμβάνομαι ότι δεν φταίει που γεννήθηκε κύριος Κλίκας. Δεν το ζήτησε να γεννηθεί τέτοιος, του συνέβη άθελά του. Κι έπειτα, αν ο Υφαντής ήταν κύριος Κλίκας θα φερόταν όπως φέρεται ο κύριος Κλίκας. Κι αν ο κύριος Κλίκας ήταν Υφαντής, θα φερόταν όπως φέρεται ο Υφαντής. Όλη η ποίησή μου κινείται και στα δυό αυτά επίπεδα. Εξάλλου μέσα στην παγκόσμια αλληλουχία (από εκεί βγαίνει το υμνητικό αλληλούια) στο κάθε τι που συμβαίνει μέσα στον κόσμο παίρνουν μέρος όλα ανεξαιρέτως τα όντα. Γι’ αυτό και για ό, τι γίνεται “ευθύνονται”, όλα ανεξαιρέτως τα όντα».

-Πολύ πριν μας βρει η παρούσα κρίση, γράψατε ποιήματα, π.χ. Νεοελληνική ιστορία, Ελλάδα 1999 κ.ά., για τη νεοελληνική κατάσταση, για το πώς φτάσαμε εδώ και πού φτάσαμε. Δεν είναι λοιπόν και τόσο αναπάντεχη η κρίση;  Πώς την αντιλαμβάνεστε;

«Γράφοντας αυτά τα ποιήματα καταγγέλλω την εγχώρια διαφθορά. Όμως η παρούσα κρίση δεν γεννήθηκε μόνο και μόνο από αυτή την εγχώρια διαφθορά. Εξ’ άλλου, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί, διεφθαρμένοι και μη διεφθαρμένοι. Υπάρχουν διεφθαρμένες ή μη κυβερνήσεις.

Άλλοι λένε πως για όλα φταίμε εμείς, άλλοι λένε πως για όλα φταίνε οι ξένοι. Λάθος και τα δυο. Δεν υπάρχει μόνο εισπνοή είτε μόνο εκπνοή. Φταίνε και οι Έλληνες και οι ξένοι. Αλλά ποιοί Έλληνες και ποιοί ξένοι; Οι κακοί Έλληνες κυβερνήτες και οι κακοί ξένοι κυβερνήτες έφεραν την κρίση, όχι από λάθη, αλλά, προγραμματισμένα.

Αυτό το “προγραμματισμένα” το έβλεπα εδώ και δεκαετίες. Γιατί μπήκαμε στην Ευρωπαïκή Ένωση; Υποτίθεται ότι μπήκαμε εκεί για να εξασφαλίσουμε τα σύνορά μας από ανατολάς, αφού αυτά θα γίνονταν σύνορα της Ευρωπαïκής Ένωσης. Έτσι έλεγε ο Καραμανλής για ν’ αποφύγει το δημοψήφισμα. Συνέβη όμως ποτέ κάτι τέτοιο;  Ίσια – ίσια, τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη συδαύλιζαν κρίσεις στο Αιγαίο για να μας πωλούν τα όπλα τους. Κι ακόμα μπήκαμε στην Ε.Ε για να μην είμαστε μόνοι μας αν βρεθούμε σε μεγάλη δυσκολία. Η Ε.Ε όμως αντίς να σταματήσει τις δήθεν εκλεγμένες από τον λαό διεφθαρμένες ελληνικές κυβερνήσεις, συνεργάστηκε μ’ αυτές με χίλιους δόλιους τρόπους ώστε και οι δυο μαζί να καταποντίσουν τον ελληνικό λαό.

Πρώτα του έδωσαν επιδοτήσεις και δάνεια για να τον αποκοιμίσουν -μέχρι και τα μεσάνυχτα μας τηλεφωνούσαν οι Τράπεζες προσφέροντας δάνεια- και να τον ξεριζώσουν από τη γη του. Κι αφού απομακρύνθηκε από τη γη του κι έχασε την οικονομική του αυτονομία άρχισαν να του φέρονται όχι ως εταίροι αλλά ως σουλτάνοι, επιδιώκοντας την ταπείνωσή του, την οικονομική του εξαθλίωση, την εξόντωσή του. Του λαού που τάχα μου επέλεγε τις κυβερνήσεις του. Αλλά ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός δεν είναι βέβαια δημοκρατία. Είναι μια εκμοντερνισμένη μεταμφίεση του τσιφλικαδισμού. Ο αντιπροσωπευτικός κοινοβουλευτισμός δεν φτιάχνει συνειδητούς πολίτες αλλά μάζες εξαπατώμενων ψηφοφόρων που άγονται και φέρονται. Ευθύνη έχουν οι λαοί μόνο αν είναι πολίτες. Και πολίτες φτιάχνει μόνο η άμεση δημοκρατία. Όπου κρατεί (κυβερνά) ο δήμος, ο λαός. Οι πολίτες της άμεσης δημοκρατίας γνωρίζουν τα πάντα που έχουν σχέση με την πόλη τους. Κι επειδή οι αποφάσεις είναι συνειδητές, ευθύνονται γι’ αυτές. Τούτο όμως καμιά δεν έχει σχέση με τις εξαπατώμενες μάζες του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού που στην  Ελλάδα άλλωστε κατάντησε να είναι ένα πολίτευμα που εγώ το ονομάζω κληρονομική ολιγαρχία».

-Οι ποιητές χρειάζεται να οπλοφορούν, τιτλοφορείται άλλο ποίημά σας…

«Για μένα ναι, αν δεν οπλοφορούν, οι πιο συνειδητοί από τους ανθρώπους, τότε ποιοί θα οπλοφορούν; οι πιο ασυνείδητοι; αυτοί που σκοτώνουν εν ψυχρώ εφήβους; Οι αρχαίοι μας όπλισαν τη θεά της σοφίας, την Αθηνά κι όχι τον Εφιάλτη».

-Η επανάσταση (σαν τη δευτέρα παρουσία) δεν ξέρετε πού θα σας βρει… γίνεται κάθε στιγμή, επαναλαμβάνω στίχους σας. Πώς η επανάσταση είναι (είναι;) σήμερα εφικτή;  Πώς την εννοείτε;

«Ναι,  για τις συνειδήσεις τις “πάμφωτες σαν καλοκαίρι” η επανάσταση που αναφέρω στο ποίημα τούτο, είναι εφικτή. Γίνεται εκεί που υπάρχει “το ζεν της κάθε στιγμής”. Υπάρχει εκεί που υπάρχει η τέχνη του ζην. Αναφέρθηκα προηγουμένως στην άμεση δημοκρατία. Δεν θα περιμένω να μου τη φέρουν οι Παπαντρέου και οι Βενιζέλοι σε πεντακόσια χρόνια, θα τη φέρω εγώ τώρα εδώ μέσα στη ζωή μου, στο άτομό μου, στην παρέα μου, παντού όπου μπορώ. Δεν θα περιμένω να γίνω δίκαιος όταν φτάσουμε σε μια κοινωνία δικαιοσύνης. Θα είμαι δίκαιος έτσι κι αλλιώς, τώρα, εδώ, κάθε στιγμή. Κι όχι επειδή πρέπει, αλλά γιατί αυτό κατάντησε πια να είναι σχεδόν μια βιολογική ευφροσύνη».

*www.yfantis.gr

yannisyfantis@yahoo.gr

Προηγούμενο άρθρο«Το τέλος του παιχνιδιού»
Επόμενο άρθροΣαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ