Γενούφα, μια υψηλού επιπέδου παράσταση (της Έλενας Χουζούρη)

0
266

 

της Έλενας Χουζούρη

Ο Τσέχος συνθέτης Λέος Γιάνατσεκ [1854-1928] δεν είναι από τους  συνθέτες των οποίων τα έργα είναι πολύ γνωστά και δημοφιλή στο ελληνικό κοινό που αγαπάει  την όπερα, όπως λόγου χάριν των Ιταλών κυρίως συνθετών. Η Λυρική Σκηνή [ΕΛΣ] μετά την περσινή εγκατάστασή της στην  παραθαλάσσια  νέα της στέγη, και το διευρυμένο της πρόγραμμα, συμπεριέλαβε μέσα σ’ αυτό, και τον Κύκλο Γιάνατσεκ, δίνοντας μας έτσι την ευκαιρία να ανακαλύψουμε/ γνωρίσουμε έναν σπουδαίο συνθέτη. Η αρχή έγινε την περασμένη Άνοιξη με την Υπόθεση Μακρόπουλου και συνεχίστηκε με την Γενούφα, με την οποία η ΕΛΣ σήκωσε αυλαία για την φετινή σεζόν. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να δω την Υπόθεση Μακρόπουλου –ακόμα ευελπιστώ ότι θα επαναληφθεί- αλλά είχα ακούσει τα καλύτερα. Οι φήμες για τον Γιάνατσεκ αλλά και τις παραστάσεις των έργων του από την ΕΛΣ δικαιώθηκαν με το παραπάνω με την Γενούφα του. Λίγα λόγια για τον Τσέχο συνθέτη και περισσότερα για την Γενούφα, πριν σταθώ στην ίδια την παράσταση της Λυρικής.

Ο Λέος Γιάνατσεκ είναι ένας ιδιαίτερος συνθέτης, ο οποίος καθιερώθηκε, αργά μεν αλλά σταθερά, χάρη στο  προσωπικό μουσικό του ιδίωμα και την προσωπική ματιά του σχετικά με τις κοινωνικές πραγματικότητες των αγροτικών και λαικών στρωμάτων της πατρίδας του και προπαντός με τις ντοπιολαλιές τους. Ο Γιάνατσεκ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μοραβία που μαζί με την Βοημία αποτελούσαν μέρη της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Σε αντίθεση όμως με την Βοημία και κατ΄επέκταση τους Βοημούς συνθέτες, όπως ο Σμέτανα και ο Γκλουκ, που βρίσκονταν κάτω από την άμεση επιρροή της δυτικής κουλτούρας και κυρίως της γερμανικής [Σμέτανα] λιγότερο της γαλλικής [Γκλουκ], η Μοραβία ήταν προσανατολισμένη στην σλαβογενή της παράδοση, γλώσσα και κουλτούρα.  O Γιάνατσεκ κατευθύνθηκε προς αυτήν την παράδοση δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ηχοχρώματα και στις τοπικές γλωσσικές εκφράσεις. Εξάλλου βρισκόμαστε σε μια εποχή –δεύτερο μισό του 19ου αιώνα- που η αφύπνιση των εθνικών συνειδήσεων στην Ευρώπη γίνεται ταχύτατα, γεγονός που αντανακλάται και στην μουσική, με την εμφάνιση των λεγόμενων εθνικών σχολών, αρχής γενομένης από την ρωσική εθνική σχολή. Ο Γιάνατσεκ,  αν και είχε σπουδάσει μουσική στη Βιέννη, αντιπαθούσε, από τα παιδικά του ακόμη χρόνια, τον κυρίαρχο και στη Μοραβία γερμανοαυστριακό πολιτισμό,  σε μια περιοχή  όπου η πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν Τσέχοι, με την  δική τους γλώσσα και τις δικές τους πολιτισμικές παραδόσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μια ευτυχής συγκυρία άνοιξε τον δρόμο της σύνθεσης της Γενούφα. Το 1880 φτάνει στην πόλη Χαντονίν στη Νότια Μοραβία η Ρωσίδα συγγραφέας Γκαμπριέλα Πρείσσοβα, η οποία αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες μυθιστορήματα εμπνευσμένα από τους Ρώσους συγγραφείς της εποχής  που είχαν ως θέματα τους την γεμάτη αντιθέσεις και χρώματα ζωή των χωρικών αλλά και τις δύσκολες συνθήκες, τις αδικίες και τα δεινά τους. Ο Γιάνατσεκ φαίνεται ότι όχι μόνον γοητεύτηκε από την τόλμη των γραπτών της Πρείσσοβα αλλά τα θεώρησε ως μια αντιπρόταση στον γερμανοαυστριακό πολιτισμό.  Αρχικά ο Γιάνατσεκ αξιοποιεί ένα από τα κείμενα της Ρωσίδας στη δεύτερη όπερα του η Αρχή ενός ειδυλλίου [1894] αμέσως μετά όμως ενδιαφέρεται για το θεατρικό της έργο Η ψυχοκόρη,  το οποίο όταν ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο της Πράγας προκαλεί αναταράξεις διότι κρίνεται ως επαναστατικό και άθλια ρεαλιστικό[!] με αποτέλεσμα να κατέβει άρον άρον. Αντίθετα ο  Γιάνατσεκ ενθουσιάζεται «με την υπόθεση και τον τρόπο που εστιάζει στη ζωή των Μοραβών, η οποία μέχρι εκείνη την εποχή παρουσιαζόταν μέσα από ελαφρά έργα και κωμωδίες». Η ενασχόλησή του με το έργο έως ότου πάρει την τελική μορφή της όπερας θα διαρκέσει εννέα χρόνια . Η οριστική τελεία μπαίνει στο έργο στις 22 Φεβρουαρίου 1903, τέσσερεις μόλις ημέρες πριν το θάνατο της κόρης του Όλγας, στην οποία είχε προλάβει να  το παίξει στο πιάνο και στην μνήμη της οποίας το αφιερώνει.  Η Γενούφα-Ψυχοκόρη αρχικά- ήταν πια μια πραγματικότητα που όμως απείχε πολύ από τα καθεστηκυία γερμανοτραφή ακούσματα, γλωσσικά και μουσικά. Πού ακούστηκε όπερα στην στριφνή τσεχική γλώσσα; Πού ακούστηκε αντί για ένα ρυθμικό και ρομαντικό λιμπρέτο να άδονται καθημερινές εκφράσεις έμπλεες κοινωνικού  ρεαλισμού  και μάλιστα των χωρικών της Μοραβίας; Ενδεικτικό της  αντίστασης του γερμανόφωνου χώρου, όπως σημειώνει ο μουσικοκριτικός Νίκος Δοντάς, είναι ότι στην Κρατική Όπερα της Βιέννης η πρώτη παρουσίαση της Γενούφας στην αρχική της μορφή, στα τσεχικά, πραγματοποιήθηκε μόλις τον Απρίλιο του….2016! Πράγματι η Γενούφα τράβηξε πολλά μέχρι να επιβληθεί.  Αναγκάστηκε να αλλάξει και όνομα και γλώσσα, σε μια δεύτερη εκδοχή της να μεταφραστεί και να ερμηνευτεί στα γερμανικά. Αρχικά αποκλείστηκε από το Κρατικό Θέατρο της Πράγας λόγω της άρνησης του διευθυντή της να την ανεβάσει για…πολιτικούς λόγους με αποτέλεσμα αρκετά χρόνια να παίζεται μόνο σε επαρχιακά θέατρα, πάντα βέβαια με μεγάλη επιτυχία. Τελικά το 1915 γίνεται δεκτή στο Κρατικό Θέατρο της Πράγας και πάλι όμως αναγκάζεται να κάνει κάποιες αλλαγές καθ’ υπόδειξη του τότε διευθυντή του Θεάτρου. Με αυτήν την μορφή, γνωστή ως «εκδοχή της Πράγας» ανεβαίνει στο Κρατικό Θέατρο της πόλης, στις 26 Μαίου 1916, γνωρίζει θρίαμβο και καταξιώνει τον Γιάνατσεκ. Σε κάποια από αυτές τις παραστάσεις παρίσταται και ο γερμανόφωνος θεατρικός συγγραφέας και μουσικοκριτικός Μαξ Μπροντ, γράφει μια ενθουσιώδη κριτική στον  βερολινέζικο τύπο, με αποτέλεσμα η όπερα του Γιάνατσεκ  να μεταφραστεί στα γερμανικά και να ανέβει  στην Αυλική Όπερα της Βιέννης, ως Γενούφα πλέον και όχι ως Η ψυχοκόρη στις 18 Απριλίου 1918. Από κει και πέρα, έως το 1982, η Γενούφα, ανέβαινε στη γερμανική γλώσσα και με όλες τις αλλαγές που είχε υποστεί. Όπως μας πληροφορεί ο  Νίκος Δοντάς , «το 1982 ο Αυστραλός αρχιμουσικός Τσαρλς Μακκέρας, ένθερμος υποστηρικτής της μουσικής του Γιάνατσεκ  ηχογράφησε την αυθεντική εκδοχή της όπερας στην πρωτότυπη γλώσσα, αποκαθιστώντας επίσης τον μονόλογο της Νεωκόρισσας στην Α΄ Πράξη, κατά τον οποίο αφηγείται στη Γενούφα τα πάθη της και συνεπώς επιτρέπει την κατανόηση των μετέπειτα αποφάσεων της».

Η ΚΑΘ’  ΗΜΑΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η δική μας Λυρική Σκηνή επέλεξε να ανεβάσει την όπερα του Γιάνατσεκ στην αυθεντική της μορφή και όχι στην παραποιημένη και μεταφρασμένη στη γερμανική γλώσσα. Έτσι μας έδωσε την ευκαιρία, αφενός να γνωρίσουμε τον τσέχο συνθέτη στην καλύτερη του στιγμή, και αφετέρου να απολαύσουμε μια υψηλού επιπέδου παράσταση. Η υπόθεση της Γενούφα,  φαντάζει απλοική σε πρώτο επίπεδο, δεν είναι όμως. Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό της Μοραβίας, τον 19ο αιώνα, με τα σκληρά αγροτικά πατριαρχικά ήθη που αναγκάζουν τις γυναίκες, είτε να υποταχθούν και να ζήσουν μια ζωή γεμάτη οδύνες, είτε να προχωρήσουν σε ακραίες πράξεις –εδώ να θυμηθούμε τις γυναίκες του Παπαδιαμάντη και προπαντός τη Φραγκογιαννού- και να υποστούν το ανάλογο τίμημα από τον  αμείλικτο κοινωνικό τους περίγυρο. Η όμορφη Γενούφα, όχι μόνον είναι ερωτευμένη με τον ομορφονιό, καυχησιάρη, γυναικά και μέθυσο Στέβα αλλά και περιμένει παιδί από αυτόν. Η μητριά της όμως, η νεωκόρισσα, που δεν γνωρίζει το γεγονός, αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή της για τον γάμο της θετής της κόρης με τον Στέβα, αν αυτός δεν παραμείνει ξεμέθυστος για έναν ολόκληρο χρόνο. Κι αυτό γιατί η ίδια έχει πικρή πείρα από τον δικό της άντρα που έχει πεθάνει πια και προσδοκά μια καλύτερη συζυγική και οικογενειακή ζωή για την ψυχοκόρη της. Την Γενούφα όμως αγαπάει κρυφά αλλά εμμονικά ο ετεροθαλής αδελφός του Στέβα, ο Λάτσα, ο οποίος αισθάνεται παραγνωρισμένος και στερημένος  από την αγάπη της μητέρας του, σε  αντίθεση με τον αδελφό του και σε δεύτερη μοίρα από εκείνον, σε σχέση με την πατρική κληρονομιά. Ο Λάτσα, σε μια στιγμή παράφορης ζηλοτυπίας χαράζει το όμορφο πρόσωπο της Γενούφα , με αποτέλεσμα ο Στέβα να μην τη θέλει πια. Η Γενούφα απελπισμένη καταφεύγει στη νεωκόρισσα και μητριά της η οποία την κρύβει λέγοντας στους συγχωριανούς της ότι έχει πάει στη Βιέννη, έως ότου η κοπέλα γεννήσει. Τότε η νεωκόρισσα καλεί τον Στέβα στο σπίτι όπου κρύβει την Γενούφα, του αποκαλύπτει την ύπαρξη του μωρού και του ζητάει να αναλάβει τις ευθύνες του. Όταν εκείνος αρνείται λέγοντας ότι έχει ήδη αρραβωνιαστεί την κόρη του Δημάρχου, η νεωκόρισσα καλεί τον Λάτσα ο οποίος δέχεται μεν να παντρευτεί την Γενούφα αλλά αρνείται το μωρό. Μπροστά στην επικείμενη κατακραυγή και άθλια ζωή που περιμένει την Γενούφα, η νεωκόρισσα αποφασίζει να θανατώσει το παιδί, να της πει ότι πέθανε στον ύπνο του  και έτσι να την απελευθερώσει.   Κατά την διάρκεια του γάμου της Γενούφα με τον Λάτσα κάποιος χωρικός ανακαλύπτει στο παγωμένο ποτάμι το νεκρό μωρό. Σύσσωμο το χωριό ετοιμάζεται να επιτεθεί στη Γενούφα, όταν η νεωκόρισσα ομολογεί ότι αυτή άφησε το μωρό στο παγωμένο ποτάμι και αφήνεται να υποστεί τις συνέπειες της πράξης της. Ο Λάτσα ακολουθεί την Γενούφα. Ουσιαστικά ο Γιάνατσεκ ανεβάζει στη σκηνή τρεις γενιές γυναικών, -γιαγιά, μητέρα, κόρη- τους δίνει φωνή, αναδεικνύει τα πάθη τους, τους φόβους τους, τα ανικανοποίητά τους σε σχέση με τον κλειστό ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναγκάζονται να επιβιώνουν. Αυτή είναι  μια βασική καινοτομία του Γιάνατσεκ η οποία αρδεύεται από το αγροτικό περιβάλλον της Μοραβίας, τα ήθη και έθιμά της. Καινοτομία που εμφανίζεται περίτρανα και στο κείμενο-πρόζα , που έγραψε ο ίδιος, και το οποίο είναι έμφορτο κοινωνικού ρεαλισμού και αντίστοιχων καθημερινών εκφράσεων. Εκφράσεις που ο Γιάνατσεκ είχε ακούσει από τους λαικούς ανθρώπους της πατρίδας του και στη συνέχεια τις έντυσε με την μουσική του, σεβόμενος τους ήχους και την μουσικότητα τους. Ο ίδιος έλεγε ότι «έβλεπα πολύ βαθιά στην ψυχή εκείνου του προσώπου, την ομιλία του οποίου προσλάμβανα κυρίως μέσα από την μελωδία του λόγου» και αλλού σημείωνε «πόσες μελωδικές παραλλαγές της ίδιας λέξης έβρισκα»! Προσωπικά μου έκανε εντύπωση πόσο διαφορετικό, πόσο νεωτερικό, πόσο σύγχρονο κατά μία έννοια ήταν το κείμενο της Γενούφα. Χωρίς κοινότοπες ομοιοκαταληξίες, και μελοδραματικό ρομαντισμό, με μία ρέουσα καθημερινή γλώσσα που διευκόλυνε τόσο την αφήγηση της υπόθεσης όσο και τις αποχρώσεις των  αισθημάτων των ηρώων αλλά και την ανάδειξη των κοινωνικών, διαφυλετικών, οικογενειακών  συγκρούσεων.  Με μια τέτοια άποψη για τη γλώσσα  και την, εν κοινωνία, γέννηση και καλλιέργεια της, δεν μπορείς παρά να έχεις μια παρόμοια οπτική και για την μουσική. Τι ήταν λοιπόν  η μουσική της Γενούφα που ακούσαμε και που εκτελούσε παραδειγματικά η Ορχήστρα της ΕΛΣ κάτω από την μπαγκέτα του πολύπειρου Λουκά Καρυτινού; Οι ιστορικοί της μουσικής και οι μουσικοκριτικοί θεωρούν ότι με τη Γενούφα σηκώνεται η αυλαία του μουσικού 20ου αιώνα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η Γενούφα χωρίς να εγκαταλείπει τις μουσικές παραδόσεις του 19ου αιώνα, ανοίγεται σε εκείνους τους νεωτερισμούς που λίγο αργότερα θα πάρουν τη μορφή της ατονικής μουσικής, με τη μεγάλη διαφορά ότι ο Γιάνατσεκ κατορθώνει, μέσα ακριβώς από την νεωτερικότητα του, να μπολιάσει την λαική μουσική της πατρίδας του, όχι ως εξωτερικό επίχρισμα ή προσθήκη αλλά ως εσωτερικό στοιχείο, με σκοπό να τονίσει ακόμη περισσότερο  την μεγάλη γκάμα των εκφραστικών  μέσων που του προσφέρει η τσέχικη γλώσσα. Ακόμα και η σχεδόν μεταφυσική πίστη του αγροτικού κόσμου –μη της χώρας μας εξαιρουμένης εκείνα τα χρόνια- σε ότι υποδηλώνει την ανατροπή από τα καθεστηκυία, το  κακό, τον θάνατο, υποδηλώνεται μουσικά με την επανάληψη μιας και μόνον νότας στο ξυλόφωνο, που λειτουργεί υποβλητικά κατά την διάρκεια της παράστασης. Γενικότερα η   παράσταση της Λυρικής Σκηνής μας έκανε να  νοιώσουμε όλα τα έντονα συναισθήματα που αναδεικνύονται μέσα από την μουσική –να την ονομάσω αφηγηματική;- το αδρά ρεαλιστικό κείμενο, τους καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες – φλερτάρουν με μυθιστορηματικούς χαρακτήρες- τις μεταπτώσεις τους και τις σκοτεινιές τους, με προεξάρχουσα την νεωκόρισσα, που ως άλλη Φόνισσα, επιλέγει να θανατώσει το νεογέννητο της ψυχοκόρης της. Τέτοιοι χαρακτήρες με τόσα,  και υποκριτικά, αιτήματα και τέτοιες μουσικές γκάμες, σε μια δυσπρόφερτη γλώσσα, απαιτούν πολλαπλές δεξιότητες από τους καλλιτέχνες που τους ερμηνεύουν. Στην παράσταση που παρακολούθησα  είχα την μεγάλη ευκαιρία να δω και να ακούσω  την Γερμανίδα υψίφωνο Ζαμπίνε Χογκρέφε να ερμηνεύει τον δύσκολο, τραγικό, πολυεπίπεδο   ρόλο της νεωκόρισσας, με όλες τις εντάσεις και τις μεταπτώσεις του, με  τις εναλλαγές και τις αποχρώσεις του, έτσι ώστε κυριολεκτικά να μας συναρπάζει και να μας καθηλώνει . Στον εξίσου απαιτητικό, αλλά λιγότερο βαρύ και σκοτεινό, ρόλο της Γενούφα,  ανταποκρίθηκε η νοτιοαφρικανή υψίφωνος Σάρα-Τζέην Μπράντον, αγγίζοντας υψηλά ερμηνευτικά επίπεδα, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις λεπταίσθητες αποχρώσεις του χαρακτήρα της ηρωίδας και τις δραματικές της εντάσεις που κορυφώνονται, όταν στο όνειρό της, βλέπει να πεθαίνει το μωρό της.   Στα ίδια υψηλά ερμηνευτικά επίπεδα στάθηκαν και οι δυο τενόροι  στους ρόλους του Στέβα και του Λάτσα αντίστοιχα, δηλαδή ο Δημήτρης Πακσόγλου και ο Ολλανδός Φρανκ βαν Άκεν. Οι δύο τενόροι με την εξαιρετική τους ερμηνευτική απόδοση αλλά και την έντονη σκηνική τους παρουσία, κατάφεραν να τονίσουν με ευκρίνεια τις χαρακτηριολογικές διαφορές των δύο ηρώων και τις αντίστοιχες συμπεριφορές τους. Τραγική μέσα στην γυναικεία της μοίρα, η σκυφτή μαυροφορεμένη παρουσία της γιαγιάς-Μπούρυγια, στον ρόλο της, η Ινές Ζήκου. Στους μικρότερους ρόλους ανταποκρίθηκαν ικανοποιητικά όλοι οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν στην παράσταση: Ο Γιάννης Γιαννίσης –επιστάτης, ο Δημήτρης Κασιούμης- Δήμαρχος,  η Άρτεμις Μπόγρη-Κάρολκα, και άλλοι. Ιδιαίτερα όμως πρέπει να σταθώ στην σκηνοθεσία της Γερμανίδας σκηνοθέτιδας Νίκολα Ράαμπ. Σκηνοθεσία που σέβεται τον Γιάνατσεκ, -πολύ σημαντικό για την εποχή μας με τις τόσες ρηχές πρωτοτυπίες- που επικεντρώνεται στις κυρίαρχες, τραγικές, ωστόσο, γυναικείες φιγούρες. «Οι γυναίκες» επισημαίνει η Ράαμπ «  πρέπει να αναλάβουν τα ηνία, να αποφασίσουν την πορεία των πραγμάτων, το τι πρέπει να γίνει γενικότερα.»  Σκηνοθεσία με έντονο το στοιχείο της θεατρικότητας έτσι ώστε να σκιαγραφούνται ευκρινώς οι χαρακτήρες του έργου. Σκηνοθεσία δεμένη, με αίσθημα οικονομίας, ρέουσα, χωρίς πλατειασμούς και χάσματα. Η παρουσία των μαυροντυμένων γυναικών της  χορωδίας παρέπεμπε στην αρχαία τραγωδία. Το λιτό σκηνικό, ένα αγροτικό σπίτι περιτριγυρισμένο από πανύψηλες σημύδες συνέτεινε στην ένταση που αργοσέρνεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα και στη συνέχεια ξεσπάει ασυγκράτητη. Το σπίτι , σύμφωνα με την Ράαμπ, λειτουργεί, ως το αρχικό κύτταρο του σκηνικού και της αφήγησης της ιστορίας.  Τα σκηνικά και τα κοστούμια πάντως σχεδίασε ο Γιώργος Σουγλίδης. Την χορωδία διεύθυνε ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.  Εν κατακλείδι, μια εξαιρετική παράσταση.

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ Ξένια Καλογεροπούλου για τα παιδιά: θέατρο και παραμύθια (συζήτηση με την Μαρίζα Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΧ.Φ.Λάβκραφτ, Ὁ  ἐρημίτης ἀπὸ τὴν Πρόβιντενς ποὺ δὲν ἦταν ἐρημίτης (του Π.Μ.Ζερβού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ