του Διαμαντή Αξιώτη
Ο πρωτοεμφανιζόμενος στην ποίηση διδάκτωρ Λογοτεχνίας Σπύρος Κιοσσές, στο πρώτο άτιτλο ποίημα της συλλογής «Το κάτω κάτω της γραφής», που μπορεί να εκληφθεί και ως μότο μιας και δεν συμπεριλαμβάνεται στα Περιεχόμενα των τελευταίων σελίδων, καλεί τις λέξεις να έλθουν / να συνταχθούν γύρω του / και να ραμφίσουν την τροφή τους / Διατεθειμένος να τις ταΐζει της ύπαρξής του το περίσσευμα / της μνήμης πολυκαιρισμένα ψίχουλα / μα πιο συχνά / τον άφθαρτο / του έρωτά του / σπόρο. Καταθέτοντας εξ αρχής την πρόθεσή του να αναπτύξει στη συνέχεια ένα δελεαστικό παιχνίδι μεταξύ ποιητικής και έρωτα.
«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου», λέει ο Εμπειρίκος, ζητώντας να μεταβληθεί ο λόγος σε πράξη, να υπάρξει ανταπόκριση και πραγματική επικοινωνία. Κι αν υπάρχει ένας κατεξοχήν χώρος όπου κυριαρχούν οι λέξεις, αυτός είναι η ποίηση: το βασίλειο των λέξεων. Γιατί εκεί πραγματικά η λέξη ή και ο απλούστερος συνδυασμός λέξεων, όπως μια μικρή φράση, μπορεί να σηκώνει το κύριο βάρος του μηνύματος.
Ο Σπ. Κιοσσές, μέσα από τη γλωσσική παιδεία που τον διακρίνει, αναλαμβάνει την ευθύνη αυτού του βάρους, με στόχο την κατάκτηση της έλξης και άπωσης: του λόγου / οι γενεσιουργές δυνάμεις / Μέχρι… / το σώμα του κειμένου / να καρπώσει / ν’ αφήσει πίσω του / το μελανό το στίγμα. Τη σημασία του. Με προσοχή και σεβασμό επωμίζεται την πάλη με τις λέξεις, χρησιμοποιώντας στέρεα υλικά στην ασφαλή όσο και δελεαστική ανύψωση της γέφυρας μεταξύ ποιητικής και έρωτα. Αποφεύγει συνειδητά τη χρήση μιας εξεζητημένης λογοτεχνικής γλώσσας, καθώς στοχεύει προφανώς να αναδείξει την ένταση της αναμέτρησης. Δεν τον ενδιαφέρει η εκζήτηση της ακραίας γλωσσικής γλυπτικής, που συναντάται συχνά σε νέους κυρίως ποιητές, αφήνοντας τις λέξεις του να διαχέονται ως συγκοινωνούντα δοχεία στο μυαλό εκείνων που θα τον ακολουθήσουν. Δίνοντας στην ποίησή του λιτότητα, πυκνότητα και εν τέλει μια σαφήνεια, έτσι ώστε να εκπέμπει νόημα για τον επιτυχή στόχο και χρήση των επιλογών του. Το μυστικό της επιτυχίας αυτού του γλωσσικού υλικού είναι ο ρυθμός και η εννοιολογική του ευστοχία.
Στέκομαι στη ρήση του μέγα Χάιντεγκερ, ο οποίος έγραψε πως «η γλώσσα είναι το σπίτι του ανθρώπου. Χωρίς τη γλώσσα ο άνθρωπος είναι άστεγος, πλάνης, φυγάς, αλήτης». Και ο Σπ. Κιοσές, ενστερνιζόμενος την αναφερόμενη ρήση, a lingua condita, κοινώς, από κτήσεως γλώσσας, όπως καταθέτει, επιδιώκει την ασφαλή ποιητική στέγαση των ποιημάτων του. Εξασφαλίζει την συστέγαση των στίχων του με παθιασμένους του έρωτα στίχους της Σαπφούς, στοιχειωμένους του Κάτουλλου, υποσχετικούς του Όμηρου δια της προφητείας του Τειρεσία προς τον Οδυσσέα. Της αμφισημίας του Κ. Θεοτόκη, τις έντρομες του Χ. Μιχαλόπουλου. Στην απώλεια του άλλου σώματος, επικαλείται το Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, (Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος…) του Κ.Π.Καβάφη, με την ύστερη όσο και απέλπιδα γνώση, τι βάρος κουβαλάει αυτό το / «σαν». Ανασκαλεύει κατάρες και ερωτικά ξόρκια χαραγμένα σε μολύβδινες πλάκες. Απαθανατίζοντας το όνομα της αγαπημένης του σε πάπυρο, αναφέρεται σε γυναικεία ονόματα, που συνάντησε στα ερωτικά ποιήματα των Ρωμαίων ποιητών Τίβουλλου και Προπέρτιου. Για να καταλήξει στη φράση που, κατά την παράδοση, αναγραφόταν στο υπέρθυρο της Ακαδημίας του Πλάτωνα, Αγεωμέτρητος μηδείς εισίτω. Απαγορεύοντας μ’ αυτό τον απόλυτο τρόπο την βεβήλωση των στίχων του σε κάθε αμύητο αγεωμέτρητο, που η αμάθειά του δεν θα του επιτρέψει να σεβαστεί την απόγνωση του ποιητή όταν προσθαφαιρεί το όνομα της αγαπημένης του, μα το πηλίκιο / ίδια μονοψήφιο / αμείλικτη τη στρογγυλάδα του / ως αποτέλεσμα / να του προτείνει.
Ποιήματα άτιτλα, μικρές σε έκταση ικεσίες, απολογισμοί και γρίφοι μιας δευτεροπρόσωπης αφήγησης, στρατεύονται να υπηρετήσουν την πάλη της ποιητικής με τον πόθο, της λέξης με την αγάπη. Των αισθήσεων με τις επιταγές αυτών. Τον ανολοκλήρωτο έρωτα, με την επίκληση και την ικεσία.
Στο «κάτω κάτω της γραφής» το σώμα πρωτοστατεί, προβάλει τη γύμνια του, πεινάει και διψάει. Δίνει αιματηρές μάχες λέξη τη λέξη στην επιθυμία του να βγει νικητής. Για να υποταχθεί, την επόμενη στιγμή, στο νεύμα του έρωτα, να παραδοθεί στο τέλος νερό και χώμα.
Στο κλείσιμο της ποιητικής του συλλογής, ο Σπ. Κιοσσές, παραθέτοντας τα πλέον ολοκληρωμένα ποιήματά του Μουσείο (Α) και (Β) αναπτύσσει συνομιλία με τον Αλεξανδρινό γέροντα, επικαλούμενος περίτεχνα κοσμήματα, εικόνες, ατμόσφαιρα, αναπόληση, νοσταλγία και θλίψη Είναι σαν να ρωτάει για την ποιότητα. Άραγες μιας σπασμένης ανεπαίσθητα στην άκρη καρφίτσας ή ενός ευγνώμονα έρωτα;
ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (Α)
Αυτές τις πόρπες τις χρυσές, τα ενώτια,
τα περιδέραια με τους πολύτιμους λίθους
και τα περίτεχνα κοσμήματα,
που στόλιζαν της πόλης σου τις πλούσιες κοπέλες,
μάτια πολλά θα τα θαυμάσουν.
Μα εκείνη τη μικρή, την μπρούντζινη καρφίτσα,
σπασμένη ανεπαίσθητα στη μια της άκρη,
(κάποιος Μενοίτιος στην είχε μια βραδιά χαρίσει)
που σου κρατούσε απάνω τα μαλλιά
αφήνοντας ακάλυπτο τον πάλλευκο λαιμό σου,
κανείς δεν θα προσέξει.
Στο πίσω μέρος της προθήκης θα σκονίζεται αθέατη,
πίσω από αρωματοδοχεία του συρμού
και ραγισμένες λήκυθους.
Ίσως έτσι να ‘ναι καλύτερα.
Μόνο εγώ να νιώθω ευγνωμοσύνη,
για εκείνη τη μικρή, την μπρούντζινη καρφίτσα.
info: Σπύρος Κιοσσές, «Το κάτω κάτω της γραφής», ποίηση, εκδ. Μελάνι, σελ. 56,Αθήνα 2018
Αρχή φόρμας
.