της Αγγελικής Γιαννικοπούλου( *)
Από τις εκδόσεις Παιδική Νομική Βιβλιοθήκη και τη σειρά Μικρά Βήματα Μεγάλοι Δρόμοι, κυκλοφόρησε Το δικό μας σπίτι, σε κείμενα Βαγγέλη Ηλιόπουλου και εικονογράφηση Μαρίνας Στελλάτου με θέμα, όπως αναγράφεται στον υπότιτλο, Ο σεβασμός στους άστεγους γείτονές μας και το δικαίωμα στην κατοικία (Εικόνα1: Εξώφυλλο).
Η έκδοση ενός τέτοιου βιβλίου από την Παιδική Νομική Βιβλιοθήκη αποτελεί έκπληξη, αφού δεν είναι αυτονόητο για ποιο λόγο μια τρυφερή ιστορία που αναφέρεται σε ένα άστεγο παιδί που μαζί με τον πατέρα του ζει σε ένα παλιό Volkawagen, συγκροτούν τμήμα της Παιδικής Νομικής Βιβλιοθήκης. Ιδιαίτερα όταν ο αναγνώστης ανακαλύψει ότι, ευτυχώς, δεν βρίσκεται μπροστά σε μια κατ’ όνομα ιστορία, η οποία, ως μια κλασική αφήγηση-πρόφαση στοχεύει στην παράθεση νόμων και διατάξεων άτεχνα καλυμμένων κάτω από έναν πρόχειρο αφηγηματικό μανδύα.
Η έκδοση του Δικού μας Σπιτιού στα πλαίσια της Παιδικής Νομικής Βιβλιοθήκης, προικοδότησε το κείμενο με ένα παράρτημα για Γονείς και Εκπαιδευτικούς, στο οποίο παρουσιάζονται οι νομικές διαστάσεις του θέματος. Δικαιώματα, όπως καταγράφονται στο Χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και το νομικό καθεστώς που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα, θίγονται σε ένα μάλλον απρόσμενο κείμενο που βεβαιώνει ότι ο νομικός μας πολιτισμός δεν αποδέχεται κάποια από τα δεδομένα της πραγματικότητάς μας. Η προσθήκη της, ενδεχομένως άγνωστης, νομικής διάστασης ενός τέτοιου θέματος, θα μπορούσε να δείχνει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσουμε ένα ζήτημα: Ένας από αυτούς είναι τα μαγικά μονοπάτια της λογοτεχνίας. Ένας άλλος, μέσω της θετικής οδού της νομικής επιστήμης. Από την άλλη, η έκδοση του βιβλίου από την Παιδική Νομική Βιβλιοθήκη λειτουργεί κι ως μια συνεχής υπόμνηση της αλήθειας των αφηγούμενων γεγονότων. Όσα αναφέρονται στο βιβλίο δεν είναι μια φανταστική ανώδυνη αφήγηση, αλλά δράματα ανθρώπων που ζουν δίπλα μας, πραγματικές ιστορίες που έχουν απασχολήσει το Νόμο.
Το βιβλίο Το δικό μας σπίτι, θίγει το θέμα των αστέγων, και αφηγείται την ιστορία μιας μικρής που ζει μαζί με τον πατέρα της σε έναν σκαραβαίο. Το κορίτσι της ιστορίας, σαν μια άλλη Αλίκη, όχι πλέον της Χώρας των Θαυμάτων, αλλά εκείνης των Τραυμάτων, εκδηλώνει την ίδια αμηχανία μπροστά στο ακατανόητο σύμπαν που την περιβάλλει, βιώνοντας καταστάσεις που, παρότι δεν ενορχηστρώνονται από άσπρους κούνελους με γάντια και ρολόι, δεν είναι λιγότερο ακατανόητες. Στο βιβλίο τόσο το οπισθόφυλλο που βεβαιώνει ότι «αποτελεί περιδιάβαση στην αληθινή ζωή», όσο και η ιδιαίτερα ρεαλιστική εικονογράφηση δημιουργούν την εντύπωση ότι κάποιες φορές η πραγματικότητα είναι πιο ανεξήγητη και πιο παράλογη κι από το εφιαλτικότερο παραμύθι.
Σε πρώτο πρόσωπο το μικρό κορίτσι παρουσιάζει την καθημερινότητά του –το φαγητό πάνω στα ριγμένα καθίσματα, τον ύπνο κάτω από λαμαρίνες που καίνε, τον ήχο της βροχής, τις ζωγραφιές με το δάκτυλο πάνω στα νοτισμένα παράθυρα– αλλά και τις πέτρες και την οργισμένη αντίδραση των περιοίκων, που αφήνει σημάδια όχι μόνο στα τζάμια αλλά και πάνω στην εικόνα της. Μιλώντας με αφοπλιστική παιδική αφέλεια που δεν της επιτρέπει να κατανοήσει τι κακό μπορεί να έχει ένα σπίτι με ρόδες, η μικρή με τα μεγάλα, έκπληκτα μάτια, κρατώντας πάντα στα χέρια της το αρκουδάκι της, δείγμα μιας παιδικότητας που δεν συνθλίφθηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες, νιώθει τυχερή, γιατί, ενώ στερείται μιας μόνιμης κατοικίας, εξακολουθεί να βιώνει την αγάπη, την ασφάλεια και τη στοργή που προσφέρει η πατρική παρουσία και φροντίδα.
Στο Δικό μας σπίτι το συγκλονιστικό συνοπτικό κείμενο σε συνεργασία με μια εκπληκτική εικονογράφηση επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει την έννοια του σπιτιού, εγχείρημα που καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο στην ελληνική γλώσσα, δεδομένου ότι απουσιάζει η διάκριση των αγγλικών ανάμεσα στο house, το οικοδόμημα, την κατοικία, και στο home που νοείται περισσότερο ως οικογένεια και δεσμός μεταξύ ανθρώπων. Μάλιστα ο αναγνώστης αργεί πολύ να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται για σπίτι με τη συμβατική έννοια του όρου. Γι’ αυτό πολλές φορές παραγνωρίζει κειμενικά στοιχεία, όπως στο πρώτο δισέλιδο/ σαλόνι τον καθρέφτη που παραπέμπει σε αυτοκίνητο, ή, κάποιες σελίδες παρακάτω, τη φράση «όταν τρώμε ρίχνουμε τα καθίσματα και γίνονται κρεβάτι», καθώς μόνο λίγο πριν το τέλος του βιβλίου συνειδητοποιεί ότι πατέρας και κόρη διαμένουν μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο.
Άλλωστε το παιχνίδι με το σημασιολογικό περιεχόμενο του αντιθετικού διδύμου ‘σπίτι’, ‘άστεγος’ ενισχύεται και από το πολύ δυνατό σύμβολο της γης, ως σπιτιού όλων μας. Αν η γη είναι το σπίτι μας, πώς μπορεί κάποιος που ζει πάνω σε αυτήν να κατηγορείται ότι δεν έχει σπίτι; Μάλιστα η ενοποιητική δύναμη της γης ως κοινού σπιτιού όλων των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα εμφανής στην εικονογράφηση, που αρέσκεται στη συχνή απεικόνιση μιας υδρογείου σφαίρας κάπου μέσα στο σπίτι-αυτοκίνητο, ενώ κάποιες φορές διακρίνουμε πάνω της τη λέξη HOME. Επιπλέον και στην τελευταία εικόνα (Εικόνα2: Τελευταία εικόνα) ενυπάρχει το σύμβολο της υδρογείου που, ως πολύχρωμος χάρτης χωρών και ηπείρων, καθίσταται ο καμβάς της περιπλάνησης του θρυλικού σκαραβαίου προς προορισμούς όπου οι ένοικοί του θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί.
Παράλληλα, με την έννοια της γης-σπίτι ενεργοποιείται και ένας ακόμη ισχυρός συμβολισμός: εκείνος του παρηγορητικού ουράνιου θόλου ως της πραγματικής προστατευτικής στέγης όλων των ανθρώπων που κατοικούν κάτω από τον ίδιο ουρανό. Πώς μπορεί κάποιος να είναι ά-στεγος, όταν ζει όχι μόνο κάτω από τον ουράνιο θόλο, αλλά και κάτω από τον ‘ουρανό’, έστω και από λαμαρίνα, ενός αυτοκινήτου; Ενδεικτική και εδώ η εικονογράφηση που αρέσκεται στην απεικόνιση του ουρανού του αυτοκινήτου, έτσι λέγεται, ως έναστρου στερεώματος, επαναφέροντας με μεγαλύτερη ένταση την εύλογη απορία: Πώς γίνεται αυτός που έχει την ευλογία δύο ουρανών πάνω από το κεφάλι του να θεωρείται ότι στερείται στέγης;
Και καθώς οι ερωτήσεις του παιδιού επιμένουν: «Κι εμάς που έχουμε στέγη, γιατί κι εμάς μας λένε “άστεγους”;», η απάντηση του πατέρα είναι καθοριστική: «Γιατί πρέπει να έχεις γη να βάλεις το σπίτι με τη στέγη του! Αυτή μετράει». Η αμφισβήτηση αυτής της φράσης έρχεται διακριτικά από την εικονογράφηση. Στη σκηνή του φαγητού μέσα στο αυτοκίνητο, μια σειρά από καμήλες, πολύχρωμος διάκοσμος στο φόντο της εικόνας, παίρνουν τη θέση οπτικής υπενθύμισης μιας ιστορικής αλήθειας που συνήθως ξεχνάμε: το σπίτι δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αμετακίνητη κατοικία, αφού ανέκαθεν οι νομαδικοί λαοί είχαν σπίτια που … ταξίδευαν. Παρά ταύτα η προκατάληψη ενός μόνιμου, σταθερού σπιτιού παραμένει βαθιά ριζωμένη μέσα μας και καθίσταται εμφανής όχι μόνο στις κουβέντες για τις ρίζες μας, αλλά και στην κυρίαρχη προκατάληψη απέναντι σε αυτούς που δεν ριζώνουν πουθενά.
Φαίνεται ότι το αυτοκίνητο ως τόπος κατοικίας καθίσταται τελικώς μη χώρος, κυρίως όταν του αρνούμαστε μια σπιθαμή χώμα για να στεγάσει, έστω και προσωρινά, όσους κατοικούν εντός του. Για αυτό στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, το «ιστορικό» όχημα, ως απόκληρος ενός κόσμου που δεν του παραχωρεί ούτε τον ελάχιστο τόπο για να σταθεί, εγκαταλείπει τις πόλεις και τους δρόμους των ανθρώπων και δανειζόμενο από τη μακρινή Ίριδα τα εφτάχρωμα μονοπάτια των θεών, για μια ακόμη φορά ‘τραβά το δικό του ανήφορο’, σε μια άκρως αντιφατική εικόνα, που ευφυώς διαφωνεί με το σαφέστατο «το αυτοκίνητο τσουλούσε στην κατηφόρα» του αντίστοιχου λεκτικού κειμένου.
Σε ένα βιβλίο που μιλά για τους άστεγους, αυτούς που δεν έχουν ένα κεραμίδι να βάλουν το κεφάλι τους, το κείμενο παίζει με τις έννοιες του Μέσα και του Έξω. Πατέρας και κόρη υπάρχουν σε ένα κατάδικό τους Μέσα, μέσα στο αυτοκίνητο, που δεν το μοιράζονται με κανέναν άλλο, αφού όλοι οι δικοί τους, η μαμά και η γιαγιά, βγαίνουν ένας ένας από τη ζωή τους, ενώ οι άλλοι, οι αγανακτισμένοι, τοποθετούνται πεισματικά Έξω από το αυτοκίνητο και τα προβλήματά τους. Και είναι παράξενο πώς, ενώ πατέρας και κόρη παραμένουν μέχρι το τέλος της ιστορίας Μέσα στο αυτοκίνητο, εντούτοις εξακολουθούν πάντα να είναι Έξω από τον κόσμο, ζουν Μέσα σε πόλεις αλλά Έξω από τις κοινότητες των ανθρώπους, Μέσα στον πλανήτη, αλλά Έξω από τη ζωή.
Από την άλλη και οι αναγνώστες, ενώ μοιραζόμαστε μεταξύ μας το ίδιο Μέσα, είμαστε μέσα στο βιβλίο, εισβάλλουμε μέσα στη συζήτηση, και μπαίνουμε Μέσα στο πρόβλημα, όπως φιλάρεσκα θέλουμε να πιστεύουμε, αφού μια γενναιόδωρη εικονογράφηση ενώνει την οπτική μας με εκείνη των ‘ενοίκων’ του αυτοκινήτου και μας επιτρέπει να δούμε από μέσα την άδικη επίθεση με τις πέτρες στα τζάμια του (Εικόνα3: Επίθεση με πέτρες). Στην πραγματικότητα όμως δεν παύουμε ούτε μια στιγμή να είμαστε οι εξωκειμενικοί αναγνώστες, οι αμέτοχοι παρατηρητές, και εκείνοι που κρατούν καρφωμένο πάνω τους το βλέμμα ενός παιδιού που δεν μπορεί να καταλάβει. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που η εικονογράφηση μας στήνει απέναντι από τον άστεγο πατέρα και την κόρη του, ενδεχομένως μαζί με όσους φωνάζουν οργισμένοι ή με εκείνους που παρατηρούν αμέτοχοι. Συχνότατα ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι τελικώς στέκεται Έξω από το αυτοκίνητο και ίσως Έξω από το πρόβλημα, το οποίο δεν φαίνεται να λύνεται για όσο διάστημα δεν αποφασίζουμε να μετακινηθούμε προς ένα αλληλέγγυο Μέσα.
(*) Η Αγγελική Γιαννικοπούλου είναι Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας, ΤΕΑΠΗ, ΕΚΠΑ