Ένο Αγκόλλι (*)
Η ένατη ποιητική συλλογή του Γιάννη Τζανετάκη, «Θαμπή Πατίνα», εκδόθηκε το 2017, δεκατέσσερα χρόνια μετά την προηγούμενη, «Βίος Βαθύς». Έπειτα από τόσα χρόνια σιωπής, θα περίμενε κανείς να βρει στις σελίδες της έναν χείμαρρο λέξεων. Ωστόσο, ο ποιητής έχει επιλέξει μια διαφορετική, εκπληκτική – με τις δύο έννοιες του όρου – ατραπό για την ποιητική του σύνθεση, η οποία, ενώ δε στερείται καθόλου νοηματικού πλούτου, μάς παρουσιάζεται σαν ένα μικρό κειμήλιο πειθαρχημένου ποιητικού μινιμαλισμού και σιγαφώνου, ανεπαίσθητου λυρισμού.
Τρία στοιχεία, τοποθετημένα ήδη από την αρχή της συλλογής στο πεδίο της προσοχής μας μάς προϊδεάζουν για το περιεχόμενό της, αλλά και για το ευρύτερο ποιητικό όραμα του Τζανετάκη. Η πατίνα, η γαλαζοπράσινη οξείδωση που επιστρώνει τα χάλκινα ή ορειχάλκινα αντίκειμενα με το πέρας του χρόνου, προσδιορίζεται πλεοναστικά ως θαμπή στον τίτλο. Ένα ίχνος πλεονασμού μπορεί επίσης να εντοπιστεί και στη ρήση του Borges που προλογίζει το βιβλίο, «Εγώ είμαι. Εγώ θέλω να ‘μαι […]» Τέλος, διαβάζουμε στα ποιήματα που πλαισιώνουν τη συλλογή, στο πρώτο, «Σαν ύστατη πνοή» και το τελευταίο «Δε θέλω πια», αντίστοιχα: «Μέσα σε κάθε ποίημα / είμαι εγώ […] μ’ αρέσει να λουφάζω / στις γωνιές», και «[…] βουβός κι εγώ […] δεν / θέλω πια / δεν παίζω άλλο».
Τα τρία αυτά στοιχεία υποδηλώνουν μια σύλληψη της ποίησης ως ρεαλιστικού ιδεαλισμού. Ο Γιάννης Τζανετάκης δεν είναι ρεαλιστικός ποιητής, δεν αποβλέπει στην καταγραφή μιας ωμής πραγματικότητας χωρίς παρεμβάσεις από το γράφον υποκείμενο. Ούτε είναι όμως ιδεαλιστής – δεν ανασυνθέτει μέσα από φτιαχτά φίλτρα το υλικό για το οποίο γράφει. Αντιθέτως, είναι ένας ρεαλιστής της ανθρώπινης εμπειρίας: ξεκινώντας από την παραδοχή ότι η ανθρώπινη εμπειρία, κυρίως η μνήμη, ούτως ή άλλως παρεισφρέουν και παραμορφώνουν την πραγματικότητα, ο ρόλος που έχει αναθέσει ο Τζανετάκης στο ποιητικό του υποκείμενο είναι η καταγραφή της πραγματικότητας όπως αυτή βιώνεται από την ανθρώπινη εμπειρία: η ποίηση, δε χρειάζεται να φιλτράρει ούτε και να ανασυνθέσει τίποτε, μόνο να καταγράψει πιστά, και με προσήλωση τη θαμπάδα με την οποία επιστρώνει τον κόσμο γύρω μας ο νους μας.
Η θαμπάδα αυτή, η οποία θυμίζει ασπρόμαυρο φιλμ (σημειώνουμε εδώ τις συχνές αναφορές του Τζανετάκη στο σινεμά) επιτυγχάνεται και μορφικά, μέσα από μια γενναιόδωρη – αλλά χωρίς καμία συμβολιστική διάθεση – εικονοποιΐα, μια μόνιμη τάση προς την περίφραση, τη μινιμαλιστική στιχουργική, και τη χαμηλή συχνότητα ρημάτων. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στον «Γάμο», «άθελα / χώμα αντί για ρύζι / μην πετάξω», και βλέπουμε εδώ να επανέρχεται η εικόνα του χώματας που διατρέχει τη συλλογή – του χώματος κάτω από το οποίο τα χάλκινα αντικείμενα τρώγονται από την πατίνα – και που υπαινίσσεται τον θάνατο. Χωρίς να τον δηλώνει, όμως. Περιφραστικά, μεταφορικά μόνο.
Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι το ποιητικό υποκείμενο που έχει πλάσει εδώ ο Τζανετάκης είναι ένα φάντασμα, είναι ένα βλέμμα, δηλαδή, που παρατηρεί το εσωτερικό υλικό που έχει συλλέξει ο ίδιος ο Τζανετάκης και το αγγίζει με τρυφερότητα, με γατίσιες πατημασίες, σα να φοβάται μήπως το αλλοιώσει κι άλλο. Γι’ αυτό και οι στίχοι του Τζανετάκη είναι ολιγολεκτότατοι, μερικές φορές μονολεκτικοί, οι στροφές ολιγόστιχες, χωρίς ίχνος στίξης. Σαν πνοές, πράγματι, αυτά τα ποιήματα, αλλά κυρίως σα βλέμματα που αρκούνται μόνο στο να κοιτούν το παρελθόν. Αυτό το υποκείμενο δε θέλει να αγγίξει τα αντίκειμενα της συλλογής, τα οποία είναι πρόσωπα και αναμνήσεις αποστεωμένες και φθαρμένες από το πέρας του χρόνου, αλλά μόνο να αναμετρηθεί μαζί τους κοιτώντας τα, κι έτσι μελαγχολώντας.
Η κριτική για τη «Θαμπή Πατίνα» έχει βεβαίως παρατηρήσει τη μελάγχολία που κατατρύχει τα ποιήματα του Τζανετάκη. Μια μελάγχολία που απορρέει και από τον ρυθμό των ποιημάτων – τα συχνά μεσοτονικά και ιαμβικά του μέτρα, και τις επιμέρους προσμίξεις αυτών – αλλά και την προσεγμένη ρίμα, και μερικές φορές τις παρηχήσεις που μας συλλαμβάνουν εξ απίνης και μας μεταγγίζουν εκείνον τον σιγανόφωνο, επιμελημένο – αλλά επουδενί τεχνητό ή επιτηδευμένο – λυρισμό, ο οποίος με τη σειρά του τροφοδοτεί τη μελαγχολία που αναφέραμε. Η μελαγχολία επίσης προκύπτει από τις εικόνες, από τη σχετική έλλειψη επιθέτων, αλλά και από τη θεματολογία. Οι παλιοί φίλοι, οι έρωτες, ο θάνατος των αγαπημένων, πρώιμοι γάμοι, οι άσημες Κυριακές, η βροχή, η ασθένεια, και κυρίως, πάνω απ’ όλα, ο θάνατος.
Ποιήματα περασμένα από μια λεκτική κρησάρα, λοιπόν, μελαγχολικά, ελάχιστα – όσο πρέπει – λυρικά μάς μιλούν για το παρελθόν, για τον πόνο που προκαλεί το παρελθόν, και κυρίως οι απώλειές του. Τα ποιήματα αυτά μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. Μέσα από την έλλειψη στίξης, την ελευθεριότητα στη δομή, και τους συχνότατους διασκελισμούς, πολυμερίζονται, δανείζονται το ένα από το άλλο ρυθμούς, τεχνοτροπίες, θέματα για να δημιουργήσουν ένα ποιητικό εφέ υψηλής αισθητικής. Η νοηματική σαφήνεια και καθαρότητα, και η αποστασιοποιημένη αυτοβιογράφηση – την οποία ο Τζανετάκης έχει επιτύχει με βιομηχανική, αλλά όχι αποστειρωμένη ή τεχνητή, ακρίβεια – έρχεται να προσκρούσει στο φυσικό υλικό αυτών των κρησαρισμένων ποιημάτων δίνοντας έτσι την εντύπωση ενός ποιητικού ιμπρεσσιονισμού: ο στυλιζαρισμένους ποϊντιλισμός, κι επομένως η αναπόφευκτη θαμπάδα κάθε ποιήματος δημιουργεί ιμπρεσσιονιστικά μια συνεκτική, εναργή εικόνα ενός αυτοβιογραφούμενου και μελαγχολούντος ποιητικού υποκειμένου.
Μαθαίνουμε εδώ πώς γράφονται σπουδαία, μεγάλα ποιήματα ψιθυρίζοντας.
(*) Ο Ένο Αγκόλλι είναι B.A., University of Chicago, M.Phil., University of Cambridge, ήταν επίσης υποψήφιος πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής στα Βραβεία του Αναγνώστη 2016 με τη συλλογή “Ποιητικό αίτιο”(εκδ. Εντευκτήριο)