Του Γ.Ν. Μπασκόζου
Πώς φτιάχνεται άραγε ένα Μουσείο; Φαντάζομαι ότι το κράτος βάζει ένα σχετικό κονδύλι στον προϋπολογισμό του, αυτό περνάει από την έγκριση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατόπιν προκηρύσσεται διεθνής διαγωνισμός για τα σχέδια του Μουσείου, εγκρίνει μια επιτροπή το καλύτερο, νέος διαγωνισμός με εργολάβους, πιέσεις και δοσοληψίες προς την κυβέρνηση για να αναλάβει ο «ημέτερος», σχετικά δημοσιεύματα, επιτροπές κατοίκων που αντιτίθεται στο νέο μεγαθήριο στη γειτονιά τους, σκάνδαλα κλπ κλπ.
Πώς γίνεται όμως ένας άνθρωπος να φτιάξει ένα δικό του ιδιωτικό Μουσείο εφάμιλλο των δημοσίων; Πώς γίνεται να βρει τόσους πίνακες και τέτοιας ποιότητας που να είναι άξια να μπουν σε ένα Μουσείο; Η απάντηση είναι: μόνον με την τρέλα του. Αυτό μαθαίνει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο του Βλάση Φρυσίρα «Ημερολόγιο Τέχνης (1945-2017)- η περιπέτεια μιας συλλογής».
Πρόκειται για την ιστορία μιας συλλογής που στηρίχτηκε στο πάθος και την ισχυρή θέληση ενός μοναχικού λύκου της τέχνης – του Βλάση Φρυσίρα. Και η αξία αυτής της συλλογής είναι διπλή μιας και ο Βλάσης Φρυσίρας δεν προέρχεται από κάποια πλούσια, βιομηχανική ή εφοπλιστική οικογένεια, η οποία θα διέθετε τμήμα των αποθεματικών της για την δημιουργία της συλλογής και του Μουσείου. Ο Βλάσης Φρυσίρας γεννήθηκε σε ένα άσημο χωριό της Κορινθίας, τη Βάλτσα, το πατρικό του το έκαψαν σε αντίποινα οι Γερμανοί το 1943 και έζησε με όλη την οικογένεια μέσα στο ληνό (πατητήρι) μέχρι να ξανακτιστεί το σπίτι τους. Σε ηλικία 12 χρονών μετακόμισε μόνος του στο Κιάτο για να μπορέσει να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Οι δυσκολίες αυτές δεν τον κατέβαλαν, μπήκε στη Νομική Σχολή, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, έγινε διαπρεπής δικηγόρος.
Όμως αυτά δεν φτάνουν για να γίνεις συλλέκτης. Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Ο Βλάσης Φρυσίρας εξομολογείται: « Ο συλλέκτης είναι ένα άτομο με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Διακατέχεται από υπερβολική επιθυμία (μανία) να αποκτήσει αυτό που θέλει». Ο ίδιος είχε ξεκινήσει να ζωγραφίζει σε μικρή ηλικία θρησκευτικά θέματα και είχε μυηθεί στον κόσμο της ζωγραφικής. Στα πρώτα συλλεκτικά του βήματα τον βοήθησε ο Δημήτρης Μυταράς συνιστώντας του να αγοράζει πίνακες νέων ζωγράφων. Ο Εδουάρδος Σακαγιάν και ο Μιχάλης Μανουσάκης ήταν οι πρώτοι. Ήταν μια ευτυχής συγκυρία καθώς είχε ξεπεταχτεί μια νέα γενιά ζωγράφων από την ΑΣΚΤ, προσανατολισμένη σε ανθρωποκεντρικά έργα, αυτά που ενδιέφεραν και τον ίδιον τον Φρυσίρα, κι έτσι κατάφερε να ξεκινήσει μια συλλογή έργων ζωγράφων που αργότερα θα γίνονταν περιζήτητοι.
Αυτή είναι η αρχή της συλλογής, η οποία εξαπλώνεται με τον Βλάση να τριγυρνά μαζί με τους φίλους του ζωγράφους σε γκαλερί στην Ευρώπη και να γνωρίζει τον νέο χάρτη των εικαστικών στις διάφορες χώρες και να αγοράζει. Δεν άργησε να συγκεντρώσει μια κρίσιμη μάζα ζωγράφων. Το επόμενο βήμα ήταν να τους παρουσιάσει σε διάφορες πόλεις της χώρας με αρχή από την Αθήνα και την γκαλερί Πιερίδη (1991). Η δημοσιοποίηση της συλλογής ξάφνιασε καθώς ένας άγνωστος δικηγόρος εμφανίστηκε με μια αξιόλογη συλλογή 1.000 περίπου πινάκων. Η συλλογή Φρυσίρα εγγράφεται έτσι στην εικαστική ιστορία της χώρας. Ο Γ.Π. Σαββίδης γράφει την πρώτη ουσιαστική κριτική για τη συλλογή στο Βήμα (1989) τονίζοντας ότι πρόκειται για «ένα είδος ανοιχτού ψηφιδωτού που το σχέδιο του τροποποιείται και η υφή του εμπλουτίζεται με την προσθήκη κάθε νέου πίνακα, και ωστόσο μένει αναλλοίωτα σταθερό».
Ο Βλάσης , όπως καταδείχνεται και στο ημερολόγιο, ήταν πολύ δεκτικός στους φίλους ζωγράφους και άλλους καλλιτέχνες. Βοήθησε πολλούς και σε δύσκολες στιγμές της ζωής του. Αλλά και πολλοί του το ανταπέδωσαν. Είναι συγκινητική η αναφορά στον ζωγράφο Πάνο Φειδάκη (επέλεξε να αποχωρήσει μόνος του από αυτόν τον κόσμο) που όταν τον είδε στενοχωρημένο στο γραφείο του και ο συλλέκτης τού εξήγησε ότι τού λείπουν δέκα εκατομμύρια δραχμές για να καπαρώσει το οίκημα στην Πλάκα που θα γινόταν αργότερα το Μουσείο του, χωρίς να πει κάτι έφυγε και γύρισε με μια σακούλα με πέντε εκατομμύρια. «Δεν έχω άλλα φίλε μου», του είπε και έφυγε.
Η επαγγελματική συνεργασία του Φρυσίρα με τον ιδρυτή της περίφημης Τράπεζας Εργασίας Κ. Καψάσκη του προσέφερε οικονομική σταθερότητα και αμέριστη βοήθεια. Το 1994 αγοράζει το κτήριο στην οδό Μονής Αστερίου 3 στην Πλάκα και αργότερα το διπλανό. Εκποιεί το σπίτι του στα Βριλήσσια κι ένα σπίτι των παιδιών του στο Λονδίνο και μπαίνει στην διαδικασία της αποκατάστασης των κτηρίων της Μονής Αστερίου και της μετατροπής τους σε Μουσείο.
Η δημιουργία του Μουσείου τον βοηθά να διευρύνει τις σχέσεις του με τους ξένους ζωγράφους και συλλέκτες καθώς πια έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζει θεματικές ή άλλες συλλογές.
Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα κεφάλαια των βιβλίων που αναφέρονται στο πώς γνώρισε , αυτός ένας άγνωστος μέχρι τότε στον κλειστό κόσμο των κριτικών τέχνης και συλλεκτών της Ευρώπης, τους διασημότερους εξ αυτών (τον Κλωντ Μπερνάρ, τον Eduard Lucie Smith, τον Jan Fabre, τον Philippe Dagen κ.ά). Και πώς αυτοί εκτίμησαν σε αυτόν το μοναδικό πάθος και την ακούραστη θέλησή του. Παράλληλα συνδέθηκε με φιλία με μεγάλους σύγχρονους καλλιτέχνες όπως τους Jean Rustin, Valerio Adami, Andrea Martinelli, Pat Andrea αλλά και έλληνες όπως με τον Χρόνη Μπότσογλου, τον Δημήτρη Μυταρά, τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Κώστα Τσόκλη, τον Νίκο Χουλιαρά και άλλους πολλούς.
Η αφήγηση της ζωής του Βλάση Φρυσίρα είναι ένα παζλ που περιλαμβάνει εικόνες από την σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή ζωγραφική, την ανθρωπογεωγραφία των ελλήνων εικαστικών, τον παραλογισμό της ελληνικής δημόσιας γραφειοκρατίας, την γοητεία των καλλιτεχνών, την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας στο τομέα που αγγίζει την εικαστική τέχνη.
Ο Βλάσης Φρυσίρας πριν κλείσει το Ημερολόγιο Τέχνης αναφέρεται σε μια σημαντική εκδήλωση, ήταν η συμμετοχή του στην τελευταία τελετή βράβευσης των Λογοτεχνικών Βραβείων του περιοδικού Διαβάζω, το 2012. Μια υπέροχη βραδιά στους κήπους του Μεγάρου Μουσικής με ζωγραφική, μουσική, ποίηση και βραβεία, κατάλληλη για ρέκβιεμ ενός ιστορικού περιοδικού.
Το «Ημερολόγιο Τέχνης» είναι απόσταγμα ζωής για τον Βλάση Φρυσίρα αλλά και μια ψηφίδα στην μεταπολεμική ιστορίας της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής.
info: Βλάσης Φρυσίρας, Ημερολόγιο τέχνης (1945-2017),Η περιπέτεια μιας συλλογής, έκδοση του Frissiras Museum, κεντρική διάθεση: Πατάκης