Του Γιάννη Η. Παππά.
Υπό τον τίτλο “Πολύ πριν, λίγο μετά” κυκλοφόρησε από τις πατρινές εκδόσεις “Το Δόντι” το νέο βιβλίο του συγγραφέα Κώστα Λογαρά. Πρόκειται για μια έκδοση που συγκεντρώνει πολιτικά και παρα-πολιτικά κείμενα από την εφημερίδα Τα Νέα, tovima.gr, το περιοδικό Διαβάζω και το protagon.gr.
Tα κείμενα χωρίζονται στις εξής ενότητες: “Της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής”, “Της εκπαίδευσης”, “Των προσώπων”, “Της πολιτικής”, ‘Του Μνημονίου και της κρίσης”.
Το βιβλίο περιλαμβάνει 70 συνολικά επιφυλλίδες, με θέματα πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος, μέσα από τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει θεματικά, καταστάσεις της ελληνικής κοινωνίας, νοοτροπίες και πολιτικές συμπεριφορές, που μας οδήγησαν στη σημερινή κρίση.
Επιφυλλίδες χαρακτηρίζει τα κείμενά του ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου επισημαίνοντας ότι “Τα ασαφή χαρακτηριστικά της Επιφυλλίδας ως γραμματειακού είδους (είναι άρθρο, δοκίμιο ή μήπως χρονογράφημα;) καθιστούν τη γραφή της εξίσου δυσχερή μα κι άλλο τόσο εύπλαστη όσον αφορά τη δομή της και το ύφος της.
Σύμφωνα με το ΛΕΞΙΚΟ του ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ του Α.Π.Θ. η επιφυλλίδα είναι «κείμενο δοκιμιακού χαρακτήρα» (άρα η επιφυλλίδα είναι πιο κοντά στο δοκίμιο απ’ ότι το άρθρο). Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι τα όρια ανάμεσα στην επιφυλλίδα και στο άρθρο δεν είναι εντελώς ευδιάκριτα και γι’ αυτό άλλωστε, σύμφωνα με άλλα λεξικά, π.χ. στο ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ του ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ «η επιφυλλίδα ορίζεται ως «άρθρο δημοσιευμένο στο κάτω άκρο της εφημερίδας που χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή». Μπορούμε επομένως να πούμε ότι η επιφυλλίδα είναι ένα είδος σύντομου άρθρου. Ο όρος επιφυλλίδα είχε εξάλλου, στο παρελθόν και μια δεύτερη σημασία. Επιφυλλίδα, ονομαζόταν, επίσης και ένα λαϊκό ανάγνωσμα, συνήθως μυθιστόρημα που δημοσιευόταν τμηματικά, σε συνέχειες στην εφημερίδα»
Οι επιφυλλίδες του Λογαρά συνιστούν πρωτίστως λογοτεχνία αφού χρησιμοποιεί και στα κείμενα αυτά την τεχνική της λογοτεχνίας: Θέματα «πλάγια» ιδωμένα, γλώσσα επεξεργασμένη (ένα χαρακτηριστικό το οποίο είναι βασικό στην γραφή του συγγραφέα) και υποδόριο χιούμορ.
Θα ξεκινήσω από τον τίτλο «Πολύ πριν, λίγο μετά». Πολύ πριν από τι, λίγο μετά από τι. Σε αρκετά βιβλία, το γνωρίζουμε, ο τίτλος αποτελεί και το ισχυρότερο όπλο του συγγραφέα. Εύκολα γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι τα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο ανήκουν πολύ πριν χρονικά από την κρίση που μαστίζει σήμερα την ελληνική κοινωνία, και λίγο μετά. Αφού ακόμη αυτή δεν έχει τελειώσει και δεν ξέρουμε πότε και πως θα τελειώσει.
Διαβάζοντας το βιβλίο είχα την αίσθηση ότι παρακολουθούσα τα συμβαίνοντα στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία 15-20 χρόνια. Μια χρονική περίοδο κατά την οποία έχουν την αφετηρία τους πολλά από αυτά που βιώνουμε σήμερα. Βέβαια, η ρίζα των προβλημάτων κατά την γνώμη μου βρίσκεται αρκετά πίσω στα χρόνια του μετεμφυλιακού κράτους, στην δικτατορία και στην μεταπολίτευση. Στο πως δηλαδή συγκροτήθηκε αυτό το κράτος, ποιους μηχανισμούς έθρεψε, με ποιον τρόπο εκμαύλισε και αλλοτρίωσε συνειδήσεις. Μιλάω για την αντίληψη που είχαν τα κυρίαρχα κόμματα που κυβέρνησαν την χώρα και αντιμετώπιζαν το κράτος ως φέουδο. Μιλάω για την αντίληψη «των δικών μας παιδιών», την αναξιοκρατία και την διαπλοκή. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε γιατί σε αντίθετη περίπτωση η κρίση μας θολώνει και τα συμπεράσματα που βγάζουμε είναι γενικευτικά και χάνουν τον στόχο τους. Και για να γίνω πιο σαφής δεν γίνεται να μας σώσουν από την χρεοκοπία και την κομματικοκρατία την αναξιοκρατία και την διαπλοκή αυτοί που μας οδήγησαν εδώ. Ζούμε όλοι σ’ αυτή την μικρή χώρα και γνωριζόμαστε καλά.
Ο συγγραφέας οδηγείται στον πυρήνα των προβλημάτων όταν επισημαίνει πως ο ελληνικός λαός, όλα αυτά τα χρόνια γαλουχήθηκε όχι με συλλογική ή εθνική συνείδηση, αλλά οπαδική, Και διαπαιδαγωγήθηκε από τους πολιτικούς του στην ιδιοτελή στάση, στον ατομισμό και στην ωφελιμιστική αντίληψη. Μια αντίληψη που προάγει το ατομικό και το ανάγει σε υπέρτατη αξία και απαξιώνει και λοιδορεί το συλλογικό. Κύρια αιτία για αυτή την αλλοτρίωση και την διάβρωση του ελληνικού λαού είναι όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας οι πελατειακοί μηχανισμοί των κομμάτων της εξουσίας, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που κυβέρνησαν τον τόπο τα τελευταία 40 χρόνια. Ο Λογαράς προσπαθεί μέσα από τα κείμενά του να εντοπίσει αιτίες, να επισημάνει κακοδαιμονίες, να ανιχνεύσει το αξιακό πλαίσιο πάνω στο οποίο στηριχτήκαμε τόσα χρόνια και που αυτό ουσιαστικά θα πρέπει να αλλάξει. Ο Λογαράς δεν είναι πολιτικός, δεν προτείνει λύσεις, δεν κουνάει το δάκτυλο όπως το κάνουν εύκολα άλλοι και ιδιαίτερα αυτοί που φταίνε για την σημερινή κρίση. Χρησιμοποιώντας νηφάλιο, λιτό και διεισδυτικό λόγο, δίνοντας έμφαση στην γλώσσα και στην δύναμή της προσπαθεί να σπάσει το κέλυφος για να μας αποκαλύψει το περιεχόμενο, την ψύχα των πραγμάτων. Και αυτό το κάνει χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού.
Τα κείμενα του Λογαρά είναι χρονοδείκτες και οδοδείκτες που μας αποκαλύπτουν τα αλλοτριωτικά, εκμαυλιστικά και διαβρωτικά φαινόμενα, και καταστάσεις της νεοελληνικής κακοδαιμονίας.
Όλες οι επιφυλλίδες του βιβλίου θέτουν περίπου το ίδιο εναγώνιο ερώτημα: την αναζήτηση ενός πλαισίου αξιών που θα συγκροτεί τον βίο μας, προσωπικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, πολιτικό, ιδιαίτερα τώρα στα χρόνια της κρίσης και του μνημονίου. Τα ερεθίσματα της γραφής του πολλά και ποικίλα. Περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων τον ποδοσφαιριστή Ζιντάν, τους δημόσιους υπαλλήλους, πρόσωπα της επικαιρότητας, τις τηλεπερσόνες, τους δασκάλους και τους μαθητές, τους πολιτικούς και τους αρχιερείς.
Ο Κώστας Λογαράς φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι το να προσδιορίσεις ένα αξιακό πλαίσιο με βάση το οποίο θα πρέπει να κινούνται τα πράγματα δεν είναι εύκολη διαδικασία. Ο Λογαράς δεν γενικεύει. Ο λόγος του πολλές φορές είναι φορτισμένος συναισθηματικά μιας και τα περισσότερα από αυτά που περιγράφει τα βιώνει λίγο πολύ και ο ίδιος αφού κινείται και διαμορφώνει τις απόψεις του μέσα στην κοινωνία. Ο συγγραφέας δεν είναι αμέτοχος στα κοινωνικά δρώμενα. Είναι παρών και αφουγκράζεται τον περίγυρό του δεν είναι αποκομμένος απ’ αυτόν. Καταγγέλλει, αλλά δεν προσποιείται τον πολύξερο και τον αναμάρτητο.
Μιλώντας για τα κακώς κείμενα της εκπαίδευσης ο συγγραφέας, εκπαιδευτικός και ο ίδιος, επισημαίνει την απαξίωση του σχολείου από τους σημερινούς μαθητές απαξίωση η οποία δεν οφείλεται στους ίδιους του μαθητές αλλά στην αντίληψη που έχει καλλιεργηθεί για τον σκοπό της εκπαίδευσης που για τους πολλούς σημαίνει επαγγελματική αποκατάσταση και όχι μια διαδικασία όπου ο μαθητής θα αποκτήσει μιαν οπτική για να βλέπει τον κόσμο, να αμφισβητεί, να κάνει αναγωγές. Ο μαθητής απορρίπτοντας και απαξιώνοντας την σχολική πραγματικότητα απορρίπτει μια κοινωνία εξίσου αδιάφορη η οποία είναι ανήμπορη να του δημιουργήσει κίνητρα, προοπτικές και να τον δραστηριοποιήσει.
Στην ενότητα «Της πολιτικής» ο Λογαράς προσπαθεί να ανιχνεύσει τις αιτίες που μας οδήγησαν στην σημερινή κατάντια, μιλώντας για πολιτικούς που δεν είχαν καμιά σχέση με τον πολιτισμό και την γνώση, θεωρώντας, σωστά κατά την γνώμη μου ότι η έκπτωση του πολιτικού και κοινωνικού βίου είναι απολύτως συναφής με την υποβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου. Όμως η κακοδαιμονία δεν σταματά εδώ. Βασικές αιτίες αποτελούν οι πελατειακές σχέσεις, η κομματικοκρατία, η οικογενειοκρατία (Παπανδρέου, Καραμανλής, Σαμαράς, γιοι, θυγατέρες και συγγενείς πολιτικών εν ενεργεία και μη) όπου το βασικό προσόν δεν είναι οι ικανότητες αλλά η καταγωγή και το όνομα με την όποια σημειολογία του. Έτσι η Τέχνη της Πολιτικής και συνακόλουθα και η δημοκρατία εκφυλίζεται και ασκείται από τις τεχνικές των επικοινωνιολόγων. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε μια «ανάπηρη» δημοκρατία όπου ο πολίτης από ενεργός γίνεται ενεργούμενο και από σκοπός γίνεται μέσον. Έτσι απαξιώνονται οι βασικοί θεσμοί της δημοκρατίας κάτι που εκμεταλλεύονται όσοι την επιβουλεύονται και θέλουν την κατάλυσή της και ο λαός περιθωριποείται.
Το μόνο ανάχωμα απέναντι σε ανάξιους πολιτικούς (που εμείς ψηφίζουμε) και σε καπηλευτές της εξουσίας, λέει ο συγγραφέας, αποτελεί η εξυγίανση των θεσμών και η απαρέγκλιτη τήρηση των νόμων· η απόδοση ευθυνών και η παραδειγματική τιμωρία της πολιτικής φαυλότητας. Λύση δεν μπορεί να είναι η εκδίκηση και η καταφυγή σε ακραία μορφώματα.
Και συνεχίζει: Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης για τη χρεοκοπία της κοινωνίας, όμως οι πολιτικοί έχουν το μεγαλύτερο. Πρέπει να έχει κανείς αντιστάσεις μέσα του γερές, κοινωνική συνείδηση, λαϊκό ήθος -λαϊκό ήθος, λέω, όχι φτηνό λαϊκισμό και κυρίως να διαπνέεται από μια αίσθηση ευθύνης για να μπορέσει να αντισταθεί στη διάβρωση της εξουσίας.
Ο Λογαράς δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στα κόμματα εξουσίας αλλά ούτε και στην αντιπολίτευση. Σε κάποιο από τα τελευταία κείμενά του διαπιστώνει ότι και ο αριστερός λόγος είναι απελπιστικά ανύπαρκτος. Παρόλες όμως τις επιφυλάξεις μας και τις διαφωνίες μας πιστεύω ότι στην δεδομένη συγκυρία όταν η χώρα χρεωκοπημένη ξεπουλιέται σε ξένα συμφέροντα πρέπει να κάνουμε την υπέρβαση και να στηρίξουμε εκείνες τις δυνάμεις που δεν έχουν δεσμεύσεις και εξαρτήσεις και μπορούν να συγκρουστούν με τα συμφέροντα. Στο κάτω κάτω αυτούς που μας κυβέρνησαν και μας οδήγησαν εδώ τους γνωρίζουμε. Καιρός να αλλάξουμε πορεία και να εμπιστευθούμε άλλες δυνάμεις προοδευτικές που θα φέρουν μεγάλες αλλαγές τις οποίες χρειάζεται ο τόπος.
INFO: Κώστας Λογαράς , Πολύ πριν, λίγο μετά, Εκδόσεις Το Δόντι , Πάτρα
[…] να διαβάσετε εδώ όλο το […]