του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Η αναθεωρημένη επανέκδοση του «Βιβλίου της Ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσόα σε μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα είναι μία από τις πιο σημαντικές εκδόσεις του καλοκαιριού, μιάς και το βιβλίο αυτό συγκαταλέγεται στα πιο επιδραστικά κείμενα της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Η σειρά των έργων του Πεσόα μεταφέρθηκε, μετά τις ατυχίες του προηγούμενου εκδοτικού οίκου του, στον Gutenberg , δίνοντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να έλεθει σε επαφή με ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του- το οποίο ακόμα δεν γνωρίζουμε στην πληρότητά του. Ο Πεσόα αν και πέρασαν τόσα χρόνια από τον θάνατό του παραμένει ένας μύθος που χάνεται στην αχλύ της πόλης που αγάπησε, της Λισαβόνας, ενώ η δημοφιλία του έργου του επεσκίασε πολλούς κατοπινούς γνωστούς συγγραφείς.
Τι ακριβώς είναι όμως αυτό το «Βιβλίο της Ανησυχίας»; Ο ίδιος Πεσόα ή Μπερνάντο Σοάρες είχε περιγράψει βιβλίο και συγγραφέα σε μια παράγραφο: «Είμαι τα περίχωρα μιας πόλης που δεν υπάρχει, τα εκτενή σχόλια ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε. Δεν είμαι κανένας, κανένας. Δεν ξέρω να αισθάνομαι, δεν ξέρω να σκέφτομαι, δεν ξέρω να θέλω. Είμαι το πρόσωπο ενός μυθιστορήματος που απομένει να γραφτεί, το οποίο αιωρείται στην ατμόσφαιρα και σκόρπισε δίχως να έχει ποτέ υπάρξει ανάμεσα στα όνειρα εκείνου που δεν ήξερε να με ολοκληρώσει».
Πρόκειται για μια δημιουργία που ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα είχε χαρακτηρίσει «ως φανταστική επινόηση που ξεπερνά οποιοδήποτε δημιούργημα του Μπόρχες». Γιατί «Το Βιβλίο της Ανησυχίας» είναι ένα αντι-βιβλίο, όπως θα το χαρακτηρίσει ο κριτικός Ρίτσαρντ Ζένιθ, είναι μια δημιουργική πράξη in progress, εν δυνάμει, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και ίσως δεν μπορούσε και να ολοκληρωθεί. Οι αναγνώστες σε όλο τον κόσμο το γνωρίσανε από τις «ανασκαφές» στο περίφημο μπαούλο που κατέλειπε ο πορτογάλος συγγραφέας και από το οποίο αναρτήθηκαν μετά τον θάνατό του ποικίλα πεζά και ποιήματα- τα περισσότερα με άλλα ονόματα (ετερώνυμα).
Μα τι είναι θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης που δεν έτυχε να διαβάσει ούτε μία σελίδα από τα βιβλία του Πεσόα; Είναι ένα καλειδοκσοπικό έργο: λίγο αυτοβιογραφία, απολογισμός μιας ήρεμης καθημερινότητας, εσωτερικά ταξίδια, στοχασμοί, αφορισμοί, συμβουλές, αξιώματα, ζωντανά όνειρα, ψευδαισθήσεις, παραληρήματα, υποψίες, αμφιβολίες, οράματα, χρώματα και νοητικά σχέδια. Η μεταφράστρια του το συγκαταλέγει στα κείμενα word-painting, ζωγραφίζοντας
Αν θα μπορούσα κάπως να το προσδιορίσω θα έλεγα ότι είναι μια συνομιλία με τον εαυτό, όπου ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι παρά μία εσωτερική πραγματικότητα ή όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Πεσόα (δια στόματος πάλι Μπερνάντο Σοάρες): «Ζω είναι: είμαι άλλος», μια έμμεση απάντηση στο «Εγώ είναι ένας άλλος» του Ρεμπώ. Στον Ρεμπώ το Εγώ δεν αφομοιώνει τον Άλλο, του δίνεται, γίνεται ο Άλλος. Με άλλα λόγια, ο Άλλος δεν αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο αλλά σαν υποκείμενο. Στον Πεσόα υπάρχει μόνον ο Άλλος, μέσα από το ρήμα ζω.
Τα πάντα είναι στο παρόν γιατί όπως εξηγεί ο Πεσόα: «Ζω πάντα στο παρόν. Το μέλλον δεν το γνωρίζω. Το παρελθόν δεν το έχω πια. Το ένα με βαραίνει σαν τη δυνατότητα για όλα, και το άλλο σαν την πραγματικότητα του τίποτα. Δεν έχω ούτε ελπίδες ούτε νοσταλγίες. Γνωρίζοντας τι ήταν η ζωή μου μέχρι σήμερα –τόσες φορές και τόσο έντονα αντίθετη προς τις επιθυμίες μου– δεν μπορώ να προβλέψω για την αυριανή ζωή μου, παρά ότι θα είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορώ να προβλέψω, αυτό που δεν επιθυμώ, αυτό που θα μου επιβληθεί εκ των έξω, μέχρι και με τη μεσολάβηση της ίδιας μου της βούλησης».
Δεν υπάρχει αναγνώστης, νομίζω, που θα σκύψει να διαβάσει δύο σελίδες από το Βιβλίο της Ανησυχίας και δεν θα γοητευτεί και δεν θα θέλει να συνεχίσει, για να το αφήσει στη συνέχεια δίπλα στο μαξιλάρι και να ανατρέχει κάθε στιγμή. Διαβάζεται ανάκατα, με βάση τη διάθεση της στιγμής καθώς οι σχολιασμοί του Πεσόα έχουν αυτονομία και κυρίως αφορούν τον άνθρωπο του 20ου αιώνα αλλά από ότι φαίνεται ο 21ος αιώνας τον έχει ήδη υποδεχτεί ως σηματωρό συγγραφέα.