Βεστιάριο ηρώων (διήγημα της Δήμητρας Λουκά)

0
868

 

Της Δήμητρας Λουκά.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήθελα να γίνω συγγραφέας. Αποφάσισα να ξεκινήσω μαθήματα δημιουργικής γραφής. Πίστευα ότι το έμφυτο ταλέντο μου ήθελε την κατάλληλη υποστήριξη. Έτσι απευθύνθηκα στην Άντα Χαριτοπούλου. Εκείνη την εποχή είχε κερδίσει το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και η φήμη της ως δασκάλας ήταν αδιαμφισβήτητη. Οι συναντήσεις γινόταν στον δικό της χώρο, στο υπόγειο του σπιτιού της. Ήταν έτσι διαμορφωμένος που έμοιαζε με θεατρικά παρασκήνια. Δεν υπήρχε πουθενά τραπέζι, ούτε καρέκλα. Στην άκρη του δωματίου πίσω από ένα παραπέτασμα, είχε στήσει ένα πλούσιο βεστιάριο με δεκάδες θεατρικά κουστούμια και αξεσουάρ. Κατά τα άλλα ο χώρος ήταν άδειος και οι τοίχοι βαμμένοι στο χρώμα της άμμου. Η μέθοδός της ήταν ομολογουμένως πρωτοποριακή: οι μαθητές της κατασκεύαζαν φαντασιακά τον ήρωά τους και στο επόμενο μάθημα τον υποδύονταν επί σκηνής. Η ερμηνεία θα μπορούσε να συνοδεύεται από λόγια ή να είναι εντελώς βουβή. Αν ήταν επιτυχημένη, ο μαθητής μπορούσε να προχωρήσει στη συγγραφή του κειμένου, αν όχι, δεν υπήρχε κανείς λόγος να γράψει την ιστορία. Στη δεύτερη περίπτωση η συγγραφική αποτυχία ήταν κατά την Χαριτοπούλου βέβαιη. Ο συγγραφέας που δεν μπορεί να μπει στο πετσί του ρόλου του ήρωα που δημιουργεί, δεν είναι συγγραφέας.

Στις πρώτες συναντήσεις μας η Χαριτοπούλου μας έκανε μαθήματα χορού και ελεύθερης έκφρασης. Εγώ στην αρχή χόρευα συγκρατημένη, ήταν δύσκολο να ακολουθήσω. Η σωματική έκφραση δεν ήταν ποτέ στα ατού της προσωπικότητάς μου. Εκείνη με παρότρυνε να διαλέξω από τα κουστούμια της ένα άνετο, ρομαντικό φόρεμα, εφαρμοστό στο μπούστο και χυτό από τη μέση και κάτω. Πίστευε ότι αυτό θα τόνιζε λιγότερο την περιφέρειά μου, θα μου έδινε άνεση κινήσεων και θα ταίριαζε στη συνεσταλμένη φύση μου. Η εξήγησή της μου φάνηκε λογική, αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Παρόλο που ασχολιόταν αρκετά μαζί μου, έβλεπα τους συμμαθητές μου να προχωρούν, τολμώντας όλο και πιο εκφραστικές ή χορευτικές κινήσεις και εγώ να μένω σχεδόν στάσιμη. Όταν έκλεισε το προπαρασκευαστικό αυτό στάδιο, μας ανέθεσε να φανταστούμε τον ήρωα που θα θέλαμε να πρωταγωνιστήσει στο πρώτο μας κείμενο. Έως το επόμενο μάθημα είχα φτιάξει και τον ήρωα και την ιστορία. Όσο συγκρατημένη ήμουν στη θεατρική ερμηνεία και έκφραση, τόσο  ασυγκράτητη ήμουν στη φαντασία. Επινόησα μια δαιμονική, σχεδόν ψυχοπαθή ηρωίδα που χρησιμοποιεί ως δέλεαρ τα σωματικά της θέλγητρα για να παρασύρει τους άντρες θύματα, που αφού την ερωτευτούν τους εγκαταλείπει σύξυλους. Δεν έγραψα βέβαια ούτε λέξη. Το γράψιμο θα έπετο της ερμηνείας στο υπόγειο της Χαριτοπούλου.

Πρώτος ανέλαβε να υποδυθεί τον ήρωά του ο Χρήστος, γνωστός και επιτυχημένος σήμερα συγγραφέας. Η Χαριτοπούλου του είπε να διαλέξει το κατάλληλο για την περίσταση κουστούμι από την γκαρνταρόμπα της, αλλά εκείνος της εξήγησε ότι δεν χρειαζόταν. Θα υποδυόταν έναν καλογυμνασμένο εργένη, μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής εταιρείας που παραθερίζει στην Cote d’ Azur και συγκεντρώνει πάνω του τα βλέμματα των γυναικών. Δεν είχε ακόμα τις λεπτομέρειες για την ιστορία που ήθελε να γράψει. Μόλις πήρε το okay από τη Χαριτοπούλου, έβγαλε νωχελικά τα ρούχα του στην άκρη της σκηνής και προχώρησε στο κέντρο της μόνο με το εσώρουχο. Μας ομολόγησε ότι ξόδεψε όλο του το μεροκάματο για να αγοράσει το Armani μποξεράκι που φορούσε. «Για τις ανάγκες του ρόλου», είπε. Προχώρησε στο κέντρο της αίθουσας αργά και ξάπλωσε στηριζόμενος στον δεξί του αγκώνα. Με το άλλο χέρι κρατούσε το κινητό του και κοιτούσε την οθόνη προσηλωμένος για λίγα λεπτά, σαν να διάβαζε επαγγελματικά μηνύματα.  Μετά στράφηκε στον απέναντι τοίχο. Ήταν σαν να κοιτούσε απορροφημένος το βάθος του ορίζοντα. Κάποια στιγμή έδειξε να μας προσέχει, ένα τσούρμο γυναίκες και το βλέμμα του έγινε ξαφνικά λάγνο και εκστατικό. Πρέπει να το παραδεχτώ, ήταν καταπληκτικός. «Εύγε, Χρήστο!», αναφώνησε με ενθουσιασμό η Χαριτοπούλου. «Είσαι έτοιμος να κάνεις τον ήρωά σου λέξεις. Είσαι η ίδια του η ηχώ, το πρόπλασμά του.» Χειροκροτήσαμε όλοι και ο Χρήστος με αυτάρεσκο ύφος αποχώρησε από τη σκηνή. Ήταν η σειρά μου. Προχώρησα προς το βεστιάριο, αλλά το μόνο κατάλληλο κουστούμι που βρήκα για την περίσταση, ήταν ένα φόρεμα γυναίκας αράχνης. Το φόρεσα με χτυποκάρδι και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Είχε βαθύ ντεκολτέ, αλλά εγώ δεν είχα και πολλά να επιδείξω. Οι φραμπαλάδες που κρεμόταν στα πλάγια τόνιζαν ακόμη περισσότερο τη λεκάνη μου. Υπάρχουν και καλοθρεμμένες αράχνες, συλλογίστηκα και προχώρησα στα υπόλοιπα. Φόρεσα στην πλάτη τα τέσσερα πόδια της, τριχωτά, λεπτά και μακριά, σχεδόν ανοικονόμητα. Σκέφτηκα ότι οι αράχνες έχουν οκτώ πόδια, άρα τα υπόλοιπα τέσσερα έπρεπε να τα υποδυθούν τα άκρα μου. Με έπιασε πανικός. Τα κοντά και παχουλά χέρια μου ήταν αδύνατον να μιμηθούν τα ισχνά πόδια της αράχνης. Ήμουν ένα κακέκτυπο της ηρωίδας που ήθελα να δημιουργήσω. Ήμουν για κλάματα. Έβγαλα με γρήγορες, αποφασιστικές κινήσεις το κουστούμι, φόρεσα τα ρούχα μου και έφυγα αθόρυβα από την πίσω πόρτα.

 

 

Προηγούμενο άρθροΚόκκινο φιλί (διήγημα της Βίκυς Κλεφτογιάννη)
Επόμενο άρθροΣυζητώντας με τον Walter Gropius (του Στρατή Χαβιαρά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ