Γιάννης Ν. Μπασκόζος.
Τρία μικρά βιβλιαράκια που αξίζει να προσέξουμε. Ένας μονόλογος, μια ντοκυμαντερίστικη αφήγηση και ένα αθηναϊκό τζαζ βιβλίο.
Νίκος Βεργέτης, χόλι μάουντεν, Κέλευθος
Το «Χόλι Μάουντεν» είναι ένα κοκτέιλ. Στον υπέροχο μονόλογο του Νίκου Βεργέτη (Χόλι Μάουντεν, Κέλευθος) ο ήρωας του, Γαβρίλης, ονειρεύεται πώς το δημιουργεί ειδικά για να κεράσει τους φίλους του, μετά τον θάνατό του. Ο Γαβρίλης είναι ετοιμοθάνατος και μονολογεί μιλώντας στην γυναίκα του. Παραληρεί, αναθυμάται, οργίζεται, κλαίει, ψεύδεται, ανακαλεί τα ψέματά του, ζητά τους φίλους, τις αγαπημένες του. Ο μονόλογος του Γαβρίλη διακόπτεται όταν πέφτει για ύπνο, και συνεχίζεται την επόμενη ημέρα. Η διάθεσή του αλλάζει με την ημέρα, τα σχόλια του επίσης. Άλλοτε είναι ήρεμα, αποφασιστικά άλλοτε αγχωτικά, νευρωσικά. Μερικές φορές είναι λίγες λέξεις.
Άλλες φορές σκαρώνει αστείες ιστορίες. Όπως όταν τον επισκέπτεται ένας κλόουν και τον ρωτά: τι προτιμάς να περάσεις μια δοκιμασία που θα σου εξασφαλίσει έναν ανώδυνο θάνατο στα γεράματα ή να ζήσεις ακόμα πέντε χρόνια. Ο άπληστος Γαβρίλης προτιμά το πρώτο για να βρεθεί σε μια δοκιμασία όπου τίποτα ανθρώπινο δεν μπορεί να στεριώσει. Καταλήγει ότι μόνον τα γήινα πλάσματα, με όλα τα ελαττώματά τους, μόνον αυτά μπορείς να εμπιστευτείς. Άλλοτε συντάσσει την διαθήκη του και για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι που θα πάνε τα βιβλία του. Αγαπάει τους φίλους του, ίσως περισσότερο από όλα τα πράγματα στη ζωή. Θέλει μετά τον θάνατό του οι φίλοι του να το γιορτάσουν πίνοντας στο μπαρ της Πανεπιστημίου 16. Έχει την αίσθηση ότι ο φίλος του Θοδωρής τον επισκέπτεται στον ύπνο του , γι αυτό και σημειώνει στην γυναίκα του να τού πει αν ξανάρθει στο όνειρό του να τον ενημερώσει αν έγινε καμιά καλή μπασκετική μεταγραφή της ομάδας του. Αγαπάει τις γάτες γιατί είναι μποέμισσες, μπίτνικ, χαδιάρες και αλλανιάρες και μισεί τις μέλισσες που είναι «φιλοβασιλικές».
Ο μονόλογος του Γαβρίλη είναι ένας ύμνος στη ζωή αλλά κυρίως στη φιλοσοφία της ζωής. Οι στοχασμοί του αφορούν στο σήμερα του ταραχώδους 21ου αιώνα, στην έννοια του ανθρώπου με τις πλήθος ατέλειες, τις ανασφάλειες, τις τραγικές αντιφάσεις, στη ζωή που άλλοτε συνθλίβει κι άλλοτε δίνει στιγμιαίες χαρές στον καθημερινό άνθρωπο.
Υπάρχουν στην ελληνική βιβλιογραφία ορισμένοι πολύ καλοί μονόλογοι, όπως του Δημήτρη Δημητριάδη,του Γιώργου Σκαμπαρδώνη , του Σωτήρη Δημητρίου κ.ά. Ο Νίκος Βεργέτης στέκεται με αξιώσεις με το «Χόλι Μάουντεν» δίπλα τους.
Βασίλης Λαδάς, Στην ηλικία του Αβραάμ, Anima Libri
Η ιστορία μιας πόλης μέσα από την ζωή μιας Κινηματογραφικής Λέσχης. Είναι η Πάτρα αυτή, πάλαι ποτέ ακμάζουσα πόλη της Δυτικής Ελλάδας, που σήμερα είναι μια σκιά του εαυτού της. Ο συγγραφέας Βασίλης Λαδάς στο «Στην ηλικία του Αβραάμ»(Anima Libri) αναρωτιέται «Πόσος είναι ο βιολογικός χρόνος μιας ιδιωτικής κινηματογραφικής λέσχης; Δέκα, δεκαπέντε έτη. Τόσο αντέχουν όσοι την διευθύνουν». Κι όμως η Κινηματογραφική Λέσχη της Πάτρας συμπλήρωσε φέτος 40 χρόνια ζωής, μέσα από πλήθος αντιξοοτήτων. Όταν δημιουργήθηκε το 1978 υπήρχε η ευφορία της μεταπολίτευσης, η Πάτρα διατηρούσε ακόμα την αίγλη της και το Πανεπιστήμιο έφερνε τον αέρα της αλλαγής. Πρώτη αίθουσα ο κινηματογράφος Ομόνοια, για να ακολουθήσουν διαδοχικά όταν έκλεινε η προηγούμενη το Ελπίς, το Ελίτ, το Παλλάς, το Πάνθεον,, το Άστυ, το Ιντεάλ για να καταλήξει σήμερα στο εμπορικό κέντρο Veso Mare.
Συμφωνίες, αιθουσάρχες, κοινό, ταινίες εναλλάσσονταν μαζί με τις εποχές. Έμειναν κάποιοι ρομαντικοί σινεφίλ που δεν τους αρκεί να κατεβάσουν μια ταινία αλλά θέλουν την μαγευτική μεγάλη οθόνη και την απαραίτητη συζήτηση που ακολουθεί μετά την προβολή. Μιλώντας με ταινίες ο συγγραφέας μάς περιγράφει την θλιβερή παρακμή της πόλης του. Την αποβιομηχανοποίηση, τα μεγάλα κουφάρια- ερειπιώνες, την αλλοτρίωση των κατοίκων, την αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο ζωής. Δήμαρχοι και πολιτικοί συνέβαλαν τα μάλα σε αυτό.
Η αφήγηση του Λαδά έχει κάτι ιδιαίτερο, καθώς για ό,τι θέλει να πει υπάρχει μια ταινία που τον βοηθά να το χρωματίσει, το διευκρινίσει ή να το πλουτίσει με υποφώσκουσες συνδηλώσεις.
Έτσι διαβάζουμε την ιστορία της Πάτρας μέσα από τον Βέντερς στο Πέρασμα του χρόνου, μέσα από το Άμσταντ του Στίβεν Σπίλμπεργκ ή μέσα από το Ταξίδι στο Τόκιο του Όζου Μιζοκούτσι.
Νοσταλγία; Ναι , αλλά και αυτογνωσία και πίκρα και επιμονή σε ό,τι η τέχνη χαρίζει, λυτρώνει, υπόσχεται.
Χριστίνα Πλαΐνη, Take the “A”train, (γραφικές τέχνες Μητρόπολις)
Χειμώνας, βρέχει, μια κοπέλα σε ένα ταξί. Μποτιλιάρισμα στη Σταδίου. Βιάζεται, πάει να δει ένα σπίτι που πουλιέται, όπως εξηγεί στον ταξιτζή. Πρέπει να είναι εκεί στις έξι.
Στο δεύτερο μέρος ένας νεαρός μουσικός της τζαζ βιάζεται να πάει στην πρόβα του συγκροτήματος, τους έχουν παραχωρήσει το ιστορικό κτήριο του Rex στην Πανεπιστημίου για πρόβες. Ενδιάμεσα σκέφτεται την νεανική του ηλικία. Τον απασχολεί η διάσταση με τον πατέρα του, πρέπει να τον δει, έστω κι αν δεν μιλήσουν, τουλάχιστον να τον δει. Παράλληλα πρέπει στις έξι να πάει στο πατρικό του, έχει ραντεβού να το πουλήσει.
Στο τρίτο μέρος ένας άντρας αδειάζει ένα σπίτι που είναι για πούλημα. Αναστοχάζεται τη ζωή του την ώρα που συσκευάζει κούτες. Χωρισμένος αναγκάζεται να πουλήσει το σπίτι και να φύγει αφήνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής πίσω του.
Τρεις ιστορίες, τρία πρόσωπα που συνδέονται μέσω ενός σπιτιού που πουλιέται. Τρία μέρη μιας μικρής νουβέλας που φέρει τους επί μέρους τίτλους (sophisticated lady, warm valley, in a sentimental mood) και τίτλο «Take the A train”, όλα κομμάτια του Ντιουκ Έλινγκτον. Σαν μια σύνθεση τζαζ, σε τρία μέρη, που το κεντρικό θέμα έρχεται και επανέρχεται με παραλλαγές στο καθένα. Αυτό που ξεχωρίζει είναι το mood: Βροχερό απόγευμά στις κεντρικές λεωφόρους, αισθήματα που λες και γλιστρούν στην βροχή, άνθρωποι λίγο πριν και λίγο μετά τις αποφάσεις τους. Ένα τζαζ – βιβλίο.