Συνέντευξη στη Γεωργία Οικονομοπούλου.
Ελπίζοντας να μου επιτρέψει ματιές στις «Μελέτες εκ του φυσικού», την σε εξέλιξη δουλειά του, τέμπερα σκόνη σε οριακά αφαιρετικές αναγνώσεις – αποτυπώσεις τοπίων, βρήκα τον Βασίλη Διονυσόπουλο να δουλεύει την πέτρα, υπαίθρια, ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό στη Μεθώνη.
Άοκνα παραγωγικός, ο ζωγράφος και γλύπτης, παρά τη μακρά πορεία του στα εικαστικά πράγματα, επιμένει να παραμένει σε ένα ιδιότυπο ημίφως, σε (συνειδητή ή εκ των συνθηκών επιβεβλημένη, θα το διαπίστωνα αργότερα) απόσταση από την κεντρική σκηνή. Από το ’02, κυριολεκτικά σε απόσταση, αφού επέλεξε να μεταφέρει το εργαστήριό του στη Μεσσηνία. Εξίσου επίμονα παραμένει πολιτικά ενεργός στο χώρο του ΚΚΕ, τις τελευταίες σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.
-Η στράτευσή σας στο ΚΚ έχει επηρεάσει τον τρόπο που εκφράζεστε καλλιτεχνικά; Πως υπεισέρχεται στη δουλειά σας; τον ρωτάω.
«Αυτό θα μπορούσε να το πει κάποιος που βλέπει τη ζωγραφική μου και τις επιλογές που κάνω στη ζωγραφική», απαντά. «Όχι θεματικά, αλλά διαλεκτικά πρέπει να περνάει. Σαφώς υπάρχουν τοποθετήσεις σύμφωνα με την πολιτική. Θα πρέπει να υπάρχουν. Συμφωνώ εδώ με τον Van Gogh: Ονειρεύομαι μια εποχή όπου πολλοί ζωγράφοι μαζί θα φτιάχνουν ένα έργο. Με βρίσκει απολύτως σύμφωνο.»
-Η αναχώρηση από την Αθήνα, η επιλογή της περιφέρειας ως τόπου εργασίας, πώς προέκυψε;
«Η μητέρα μου ήταν από τη Φοινικούντα. Πάντα έκανα διακοπές εδώ, από πιτσιρίκι, με τους παππούδες που ήταν αγρότες, με ζώα, με χωράφια, με σταφίδες, με όλη τη ζωή του χωριού. Αυτό, από την παιδική ηλικία, με στιγμάτισε. Πάντα θεωρούσα πατρίδα μου τη Φοινικούντα, παρότι γεννήθηκα και ζούσα στην Αθήνα. Πάντα ήθελα να ζήσω εδώ. Το κατάφερα, ήρθα στη Μεθώνη, μετά από περίπου σαράντα πέντε χρόνια. Ήταν επιλογή, την οποία δεν έχω μετανιώσει. Γιατί…
Ήμουν στην Αθήνα και ζωγράφιζα πράγματα που είχα ζήσει εδώ. Ήμουν στην Αθήνα και ζωγράφιζα φραγκοσυκιές και συκιές, ελιές και θάλασσες. Οπότε, είπα, ας πάω κοντά στα θέματά μου. Κι αυτό κάνω. Χαίρομαι, κοντά μου, τα πράγματα που είχα πάντα στο μυαλό μου.»
Οι παππούδες, τους χειμώνες, ανέβαιναν στην Αθήνα.
«Με τον παππού το παιχνίδι ήταν να παίζουμε χαρτιά και να ζωγραφίζουμε. Αυτός ζωγράφιζε. Σχεδίαζε καλά. Σχέδια που έμοιαζαν με αυτά του Χαλεπά. Όπως ο Χαλεπάς, ήταν αθώος και καλοκάγαθος άνθρωπος. Ζωγράφιζε αυτός, παραδίπλα εγώ, προσπαθούσα. Έτσι μυήθηκα στη ζωγραφική. Δηλαδή, μου κόλλησε, και είπα, εγώ αυτό θα κάνω. Έπειτα, ο πατέρας μου. Δεν καταλάβαινε τίποτα από τέχνη, δεν είχε επαφή με το αντικείμενο, παρόλα αυτά όταν του είπα θέλω να γίνω ζωγράφος, μου είπε εδώ είμαι εγώ θα σε στηρίξω. Είναι σπάνιο. Άνθρωποι με πολύ μεγαλύτερη μόρφωση από τον πατέρα μου και παιδεία, έχουν απαγορεύσει στα παιδιά τους αυτό το δρόμο, ως δύσκολο, παρεξηγημένο κ.λπ. Αυτός ο άνθρωπος, που δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά και δεν ήταν καμίας παιδείας, μου’ πε: Προχώρα. Θυμάμαι, με έγραψε, παιδί ακόμα, σε μια σχολή ζωγραφικής δι ‘ αλληλογραφίας. Θυμάμαι, κατεβαίναμε με το λεωφορείο στην Αθήνα, περνάγαμε έξω από το Πολυτεχνείο, και μου έλεγε, να, εδώ θα έρθεις να σπουδάσεις, κι εδώ από το περίπτερο θα βγαίνεις και θα παίρνεις τσιγάρα. Ήταν δίπλα μου σε όλη την πορεία, χωρίς να με κριτικάρει, χωρίς να παίζει, χωρίς να μου απαιτεί. Ήταν ο μέντορας μου.»
«Από την αρχή ό,τι ήθελα το έκανα, το πραγματοποιούσα», συνεχίζει. «Μέχρι τώρα αυτό κάνω και δεν το αλλάζω. Έτσι έχω πάρει όλες τις αποφάσεις της ζωής μου –από το να μην πάω στην εκπαίδευση να διοριστώ που είναι το σίγουρο που λένε. Κάνω αυτό που θέλω και όχι αυτό που θέλουν οι άλλοι. Κάνω αυτό που μου αρέσει και όχι αυτό που ίσως να αρέσει σε κάποιους. Είμαι λίγο χοντροκέφαλος…
Όταν έφυγα από την Αθήνα, οι φίλοι μού είπαν, σου κάναμε τίποτα; Γιατί φεύγεις; Τους λέω όχι, και θα δείτε ότι δεν φεύγω, θα ‘μαι εδώ, και όντως. Πηγαίνω συχνά στην Αθήνα, δεν έχω χάσει την επαφή μου, τους φίλους μου, απλά είμαι εδώ γιατί έχω ένα περιβάλλον που με βοηθάει να κάνω αυτό που θέλω. Μια άλλη ποιότητα ζωής, με τα προβλήματα που είναι γενικά παντού είτε στην πόλη είτε εδώ, απλά εδώ έχουν καλύτερο φόντο.»
Στη σχολή, μαθήτευσε δίπλα στους Κανακάκη και Μαυροΐδη.
Ναι,αυτοί ήταν οι δάσκαλοί μου και ευτύχησα μαζί τους. Από τότε που με θυμάμαι αυτό που με ενδιέφερε ήταν να μάθω τι ήταν η ζωγραφική, και η γλυπτική, να καταλάβω τι ήταν αυτές οι τέχνες. Μελετώντας πάνω απ’ όλα, πρώτα απ’ όλα τους παλαιότερους. Ήταν και ένα είδος στοιχήματος: Όλα όσα κάνουν αυτοί, μπορώ να τα κάνω; Έμαθα τις παλιές τεχνικές, δοκιμάστηκα στην αντίληψη για τη ζωγραφική που έχει να κάνει με την ένωση των υλικών και με το πνεύμα των παλαιότερων. Ξεκίνησα από την αρχαιότητα, από την υπόθεση της απλότητας, της ευστοχίας και της γνώσης του αντικειμένου. Έτσι διαμόρφωσα την εντύπωση ότι στην τέχνη τα θέματα δεν παίζουν τον πρώτο ρόλο. Το θέμα είναι η αιτία για να ξεκινήσεις να κάνεις τέχνη. Και να δώσεις αυτά που εσύ κουβαλάς σαν άτομο. Στην αρχή έκανα κάποιες θεματικές προσπάθειες, που ίσα- ίσα μου απέδειξαν πως δεν έχουν τόση σημασία. Το θέμα είναι πώς κάνεις κάτι και όχι τι κάνεις. Ακούμπαγα σε κάποια θέματα τα οποία ήταν μυθολογικά, ήταν το γυμνό, ήταν το τοπίο, ακούμπαγα πάνω εκεί για να ξεκινήσω να κάνω ζωγραφική. Το θέμα ήταν η αιτία όχι ο στόχος. Αυτή ήταν η προβληματική μου, αυτή είναι και προσπαθώ να την κάνω όσο το δυνατό καλύτερα».
-Η γλυπτική είναι ισότιμα σημαντική στη δημιουργία σας.
«Δεν μπορώ να την ξεκόψω από τη ζωγραφική. Το βλέπω σαν ένα πράγμα. Κι όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πολύ γίνεται ένα. Ναι, κι έχει πλάκα, έρχομαι από δύο μέρη. Η μητέρα μου, το γένος Κορακάκη, κατάγεται από την Κρήτη. Ήσαν οι πρόγονοί μου κρητικοί που μετοίκισαν στην περιοχή. Η μητέρα μου έρχεται λοιπόν από ένα κέντρο καλλιτεχνικό της ζωγραφικής, από την εποχή του Θεοτοκόπουλου και πιο πριν. Ο δε πατέρας μου έρχεται από την Ήπειρο. Πάλι ένα κέντρο καλλιτεχνικό, που έχει πιο πολύ σχέση με τη μουσική και τη γλυπτική, ο πατέρας μου κατάγεται από μάστορες της πέτρας. Έρχομαι από δυο κέντρα εικαστικά, δεν τα ξεχωρίζω. Ζωγραφίζω τώρα κάτι και να χτυπήσω το μάρμαρο, την πέτρα, τα βλέπω σαν ένα πράγμα. Κοντά σε αυτά κάνω και κεραμική, κατασκευές, ψηφιδωτά, διάφορες εφαρμογές. Ασχολούμαι με όλα αυτά, γιατί ζηλεύω, πως το λένε, μου αρέσει να ασχολούμαι με υλικά διάφορα. Βλέπεις πώς το ένα περνά μες στο άλλο.»
-Η τέχνη μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της κατάστασης;
«Η τέχνη δε δίνει λύσεις. Η τέχνη δημιουργεί συνθήκες προκειμένου να λυθούνε προβλήματα. Δηλαδή, η ευαισθητοποίηση των ανθρώπων, η εκπαίδευσή τους και η εξέλιξή τους θα τους κάνει να βρουν τις λύσεις για τη ζωή τους από καλύτερες θέσεις. Αυτό κάνει η τέχνη. Από την άλλη, έχουμε φισκάρει από τέχνη, τα μουσεία είναι γεμάτα, η γραμματεία είναι φτιαγμένη από σπουδαία έργα, μεγάλοι άνθρωποι έχουν δώσει μέσα από τις τέχνες πράγματα τεράστια, και, την ίδια στιγμή, βλέπουμε τον Μπερλουσκόνι να παίρνει τόσες ψήφους. Που πήγε η τέχνη λοιπόν; Εκεί είναι το θέμα. Είναι το στοίχημα του ανθρώπου. Κατά πόσο θα μπορέσει να κάνει βήματα για μια άλλη κοινωνία, για ένα άνθρωπο άλλου τύπου. Αυτό που έχουμε τώρα οδηγεί στη βαρβαρότητα. Όχι, δεν δίνει λύσεις η τέχνη. Η τέχνη θα μπορέσει να ευαισθητοποιήσει. Αυτός είναι ο ρόλος της. Να εξελίξει τον άνθρωπο, να τον κάνει πιο άνθρωπο.»
-Μια και μιλήσαμε για βαρβαρότητα, την κρίση πώς τη σχολιάζετε, την άνοδο της Χρυσής Αυγής;
«Ναι, αυτή είναι η βαρβαρότητα. Πάντα υπάρχουν καθυστερημένα στρώματα στον λαό μας. Πάντα υπήρχαν. Όχι μόνο στο λαό το δικό μας… Στους λαούς υπάρχουν αυτά τα στρώματα, τα οποία είναι και η μόνιμη πελατεία των συντηρητικών κυβερνήσεων. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι χειραγωγούνται απ’ τη συντήρηση, κι έτσι διαιωνίζεται μια κατάσταση. Δεν πιστεύω ότι περιμένουμε κάποια στιγμή… η ανθρωπότητα δεν περιμένει να αλλάξουν αυτές οι συνειδήσεις, για να δούμε κάτι καινούριο. Κάποιοι οι οποίοι θα τραβήξουν μπροστά πρέπει να κάνουν το βήμα. Δεν μπορείς να περιμένεις αυτός που ψηφίζει σήμερα Χρυσή Αυγή να ψηφίσει κάτι προοδευτικό ποτέ, να αλλάξει συνείδηση. Όχι. Είναι ένας πόλεμος. Αυτοί που έχουν άλλη αντίληψη, θα προχωρήσουν, θα συγκρουστούν. Θα γίνουν συγκρούσεις, δεν γίνονται αλλαγές αλλιώς.»
-Τελευταία, βλέπουμε μια στροφή-επιστροφή στην παραστατική τέχνη, ζωγραφική. Σε σχήματα που επανέρχονται ξαναδουλεμένα (και) για να κριτικάρουν τον τρόπο που έχει αναπτυχθεί ο ρόλος των επιμελητών στην παρουσίαση της σύγχρονης τέχνης…
«Το θέμα είναι, για ποια αποστασιοποίηση μιλάμε; Παρατηρούμε: Παιδιά που τελειώνουν τη σχολή και δεν είναι ακόμη ζωγράφοι, να παίρνουν ένα δρόμο ο οποίος είναι της μόδας. Βλέπουμε: Έρχεται η μόδα να εκμεταλλευτεί μια κοινωνική ανάγκη του ανθρώπου να ενταχθεί. Οι καινούριοι απόφοιτοι της Καλών Τεχνών, που θέλουν να ενταχθούν στον κόσμο της τέχνης, δεν θα κάνουν κάτι το οποίο είναι εκτός… μόδας. Βέβαια, τη μόδα τη δίνουν άλλα κέντρα, δεν τη δίνουν οι καλλιτέχνες. Η μόδα είναι θέμα κέντρων εμπορικών της τέχνης, κέντρων που προωθούν.
Ακόμα κι αυτές οι στροφές, γίνονται σα να γυρίζει μια παλιά μόδα. Και μάλιστα γίνεται αβάσταχτο, χυδαία, άσχημα. Αυτά τα ρεαλιστικά που βλέπω τα σύγχρονα, εμένα με απωθούν. Όχι, θα πω αυτό που είχε πει ο Μπουζιάνης. Νομίζω είναι επίκαιρο πάντα. Τον είχαν ρωτήσει πώς σου φαίνεται η μοντέρνα τέχνη και είπε: Για μένα σημασία έχει η ποιότητα της καθημερινής εργασίας. Λοιπόν… Αν κάποιος δουλεύει καθημερινά, ειλωτικά, θα παράξει κάτι καλό. Τώρα, αν αυτό μοιάζει με ρεαλιστικό ή με πιο αφηρημένο ή με κάτι άλλο, έχει μια ποιότητα η οποία θα το χαρακτηρίζει. Κι έχει δημιουργηθεί και το εξής: Με συναδέλφους, που κάνουν άλλα πράγματα, installation, βίντεο κι όλα αυτά, πλέον η σχέση, η μεταξύ μας σχέση, έχει χαθεί, δηλαδή ούτε εγώ μπορώ να μιλήσω μαζί τους ούτε αυτοί με εμένα. Είναι σα να κάνουμε διαφορετικά επαγγέλματα. Σα να έχουμε διαφορετικές ασχολίες. Σίγουρα, σε όλα αυτά, υπάρχουν πράγματα που θα είναι και καλά, οπωσδήποτε. Αλλά η τάση για το καινούριο τους κάνει όλους και όλα να μοιάζουν. Αυτό, δηλαδή, που δε θέλουν οι ίδιοι, να μη μοιάσουν με κάποιους άλλους, τους έχει κάνει να μοιάζουν μεταξύ τους. Ναι, πιστεύω ότι η τέχνη ακολουθεί την παρακμή της κοινωνίας.»
– Θα δούμε δουλειά σας κάπου;
«Είμαι στο να βρω μια αίθουσα για να δείξω αυτά με τα οποία ασχολούμαι, κάτι ετοιμάζω, όχι θεματικά, αλλά σφαιρικά. Γλυπτική, ζωγραφική, χαρακτικά. Πρέπει να δείξω, θέλω να δείξω, είναι ένας κόσμος που με παρακολουθεί και σου λέει τι έγινε, που είσαι; Και λες, γαμώτο, να κάνω μια έκθεση στην Αθήνα, που δεν πατάει άνθρωπος, σα να ρίχνω τουφεκιά στον αέρα; Να μπω στη διαδικασία; Πρέπει να το προγραμματίσεις ένα χρόνο πριν. Οι αίθουσες είναι παγωμένες, λόγω της κρίσης. Δύσκολα και ψυχρά. Θέλει πολύ προσωπικό ξόδεμα. Τα έργα πρέπει να δείχνονται. Αμέσως μάλιστα. Να, όμως, που καμιά φορά δεν συμφέρει κιόλας. Κι όπως περνά ο χρόνος, λες να κάνεις έκθεση, αλλά και να υπάρχει λόγος που το κάνεις. Ήδη έχεις μια μικρή – μεγάλη ιστορία πίσω σου που δεν πρέπει να την προδώσεις».