Χρήστος Κυθρεώτης.
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το «Κλαρινέτο», που κυκλοφορεί εδώ και μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο Βασίλης Αλεξάκης πραγματεύεται την απώλεια – είτε πρόκειται για ένα οικείο πρόσωπο, είτε για τη χώρα του όπως την ήξερε, είτε για τη μνήμη του, ο ήρωας και αφηγητής του βιβλίου έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά από αμετάκλητες απώλειες, χωρίς ωστόσο να χάνει το χιούμορ και διατηρώντας πάντα ένα ελάχιστο ψήγμα αισιοδοξίας ακόμα και στις ζοφερότερες περιστάσεις. Πάνω σε αυτή την αφηγηματική γραμμή, και με το γνώριμο του ύφος, ο Αλεξάκης μας χαρίζει έτσι ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο για τις δυσκολίες της ζωής – αλλά και για την ικανότητά μας να τις ξεπερνάμε.
Σε κάποιο σημείο ένα γυναικείο πρόσωπο που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα, η Ζενεβιέβ, λέει στον αφηγητή πως έχει απωθήσει το όνομα του κλαρινέτου γιατί του θυμίζει τον θάνατο. Πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να γράφει ένα βιβλίο που του θυμίζει καθημερινά τον θάνατο;
Γράφοντας δεν συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες αυτού του επιπέδου, καθώς είχα ταυτόχρονα την αίσθηση ότι επανέφερα στη ζωή τον εκδότη μου, τον άνθρωπο στην απώλεια του οποίου αναφέρομαι στο βιβλίο, ότι τον είχα μαζί μου, ότι τον διασκέδαζα. Ήταν σαν να είχα κάθε μέρα ραντεβού μαζί του. Όταν τελείωσα όμως το γράψιμο, τότε με έπιασε μια μεγάλη κατάθλιψη. Οπότε θα έλεγα πως η μεγαλύτερη δυσκολία ενός βιβλίου για τον θάνατο έγκειται στο ότι πρέπει να το τελειώσεις. Κάτι που ίσως πάει μαζί με την αγωνία για το τι θα συμβεί αν χάσει κανείς τη μνήμη του – θέμα επίσης του βιβλίου. Αν χάσεις τη μνήμη σου, χάνεις δύο φορές τους ανθρώπους: μία φορά που πεθαίνουν και μία που τους ξεχνάς.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε δύο θανάτους, ο ένας είναι του φίλου και εκδότη του αφηγητή και ο άλλος είναι της χώρας του. Πώς πιστεύετε ότι ήρωάς σας βγαίνει αλώβητος από αυτόν τον διπλό θάνατο, πού βρίσκει την αισιοδοξία;
Μπορώ να σας πω πού βρήκα εγώ την αισιοδοξία. Τη βρήκα στην υπέργηρη κυρία για την οποία κάνω λόγο στο βιβλίο, την αδερφή του Θεοτοκά, η οποία, όταν τη συνάντησα, μου είπε «αφού γράφετε για την Ελλάδα, να είστε καλός με τη χώρα μας, μην την ειρωνευτείτε. Εντέλει, κάντε το με αγάπη». Σπουδαία συμβουλή, η οποία αποτέλεσε για μένα και το έναυσμα να προσεγγίσω αλλιώς το συγκεκριμένο θέμα του βιβλίου, να κάνω πιο συγκεκριμένη έρευνα, να συναναστραφώ με τους άστεγους και τα λοιπά. Και εντέλει αυτό είναι που με συμφιλιώνει και με τον εαυτό μου και με τη χώρα μου: να βλέπεις τα πράγματα με κάποια καλοσύνη. Αντί μόνο να κατηγορώ, να κοιτάξω τι έχω εγώ να προσφέρω.
Παρά το ζοφερό θέμα του βιβλίου, στην αφήγησή σας υπάρχει συχνά ένας ανάλαφρος τόνος. Πρόκειται για μια επιλογή τεχνικής φύσης, ή για έναν ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας του αφηγητή απέναντι σε όσα θλιβερά αφηγείται;
Είναι κάτι που υπάρχει σε όλα μου τα βιβλία, ανεξαρτήτως θέματος, ανήκει θα έλεγα στο προσωπικό μου ύφος. Πιστεύω πως όποιο κι αν είναι το θέμα, κατά βάση το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα πρέπει να διακρίνεται σε όλα τα βιβλία του, κι αυτό εντοπίζεται κατά βάση στο ύφος. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν θέλω να μεταφράζουν άλλοι τα βιβλία μου και το κάνω ο ίδιος. Γιατί το ύφος θα χανόταν – θα έμενε η ιστορία, αλλά το σημαντικό στη γραφή είναι το ύφος.
Στο βιβλίο σας πετυχαίνετε να μιλάτε για το παρόν της Ελλάδας και για την κρίση χωρίς ποτέ η αφήγηση να παίρνει δημοσιογραφική ή επικαιρική χροιά. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις;
Ίσως με βοηθάει σε αυτό το γεγονός ότι έχω υπάρξει δημοσιογράφος, ίσως μπορώ να διακρίνω πιο εύκολα ανάμεσα στις δύο δουλειές. Υπάρχουν βέβαια και κοινά στοιχεία, για παράδειγμα το γεγονός ότι ήμουν δημοσιογράφος με έχει βοηθήσει ιδιαίτερα σε τεχνικά θέματα σχετικά την έρευνα των βιβλίων μου και τα λοιπά. Τώρα, για το πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή, νομίζω ότι βρίσκεται στις λεπτομέρειες, στην ατομική περίπτωση. Ως συγγραφέα με ενδιαφέρει το ένα άτομο, ενώ ως δημοσιογράφο όχι. Το ένα άτομο δεν είναι είδηση, ενδιαφέρει όμως τον συγγραφέα. Θυμάμαι, για παράδειγμα, αυτόν τον γέρο που συνάντησα στα συσσίτια του δήμου, όπου πήγα για την έρευνα του βιβλίου μου. Έτρωγε ένα πιάτο με φακές δίπλα μου και στο τέλος καθόταν και κοιτούσε για ώρα μία φακή που του είχε πέσει κάτω, με απίστευτη μελαγχολία. Τον δημοσιογράφο αυτό το στιγμιότυπο δεν θα τον ενδιέφερε, εμένα με ενδιαφέρει. Γι’ αυτό εξάλλου δεν με ενδιαφέρουν οι πολιτικοί, γιατί παίζουν ένα θέατρο, αυτό που βλέπεις δεν είναι αλήθεια. Ενώ η κυρία που κάθεται στον κάδο των σκουπιδιών και ψάχνει, αυτό είναι αλήθεια.
Τι θα αλλάζατε στην Ελλάδα;
Η μεγάλη αδυναμία της χώρας είναι η προχειρότητα, και το συμπέρασμα στο οποίο οδήγησε εμένα είναι ότι η δική μου συνεισφορά σε μια «επανάσταση» θα ήταν να κάνω καλά τη δουλειά μου.
Σε κάποιο σημείο ο αφηγητής λέει: «Ποτέ δεν έγραφα τόσο καλά όσο όταν δεν είχα τίποτα να πω». Πιστεύετε ότι υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στον αυθορμητισμό και στον σχεδιασμό, και αν ναι πώς την πετυχαίνεται εσείς;
Ως συγγραφέας δεν κάνω πλάνο, όταν βρω τα κεντρικά θέματα του βιβλίου και τα πρόσωπα που χρειάζονται για να αναπτυχθούν αυτά τα θέματα, είμαι έτοιμος να ξεκινήσω να γράφω. Βρίσκω μια αρχή και ξεκινάω να ανοίγομαι χωρίς να ξέρω ακριβώς πού θα με πάει το πράγμα. Ξέρω ότι ανοίγομαι και πού περίπου θα ήθελα να φτάσω, αλλά όχι ακριβώς. Και με τη γραφή γίνεται ένας διάλογος, δεν κατευθύνεις εσύ αποκλειστικά. Η ίδια η γραφή σου λέει πράγματα, σου λέει «όχι αυτό, δεν είναι για εδώ».
Στο βιβλίο αυτό, όπως και αλλού στο έργο σας, ο αφηγητής νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεί σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως σε μία επιστολή ή σε μία συνομιλία. Πώς εξηγείτε αυτή τη ροπή σας προς την αμεσότητα;
Είναι μια τεχνική που προκύπτει από κάποια εσωτερική μου ανάγκη, όσες φορές την έχω χρησιμοποιήσει. Στο «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» το δύσκολο ήταν να πείσω τον εαυτό μου ότι η μάνα μου είναι εδώ. Ξεκίνησε όταν συνειδητοποίησα πως αν με έβλεπε κάπου, δεν θα με αναγνώριζε και από το γεγονός ότι ήθελα να την ενημερώσω για όσα είχαν μεσολαβήσει. Μπορεί να ακούγεται αφελές, αλλά όταν το έγραφα το πίστευα κατά κάποιον τρόπο, κι έτσι μόνο μπορείς να είσαι πειστικός. Χρειάζεται ένα είδος αφέλειας και να μην πιστεύεις ότι είσαι εξυπνότερος από τα βιβλία σου.
Νιώθετε ότι σας συνδέει κάτι λογοτεχνικά με τους άλλους σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς της γενιάς σας, τους λίγο παλιότερους ή τους λίγο νεότερους, κάποιες κοινές επιρροές ίσως;
Προσωπικά με έχει επηρεάσει ιδιαίτερα ο Καβάφης, κι ας μην είναι μυθιστοριογράφος. Εγώ έβλεπα πάντα τα ποιήματά του σαν τα οπισθόφυλλα μυθιστορημάτων, τόσο τέλεια γραμμένα, που δεν χρειάζεται να διαβάσεις το μυθιστόρημα. Μου άρεσε αυτή η εγκράτεια που έχει, μου ταίριαζε καλύτερα σαν πρότυπο απ’ ό,τι, ας πούμε, ο Καζαντζάκης, που έγραφε μυθιστορήματα και ήταν τόσο πληθωρικός. Γιατί κι εγώ γράφω συγκρατημένα, και προχωρώ πολύ αργά, μου παίρνει δύο χρόνια να τελειώσω ένα βιβλίο, παρόλο που γράφω σχεδόν όλη μέρα.
Στο βιβλίο ο ήρωάς σας ξεχνάει το όνομα ενός μουσικού οργάνου; Πιστεύετε ότι μένει κάτι από τα πράγματα αν ξεχάσουμε το όνομά τους;
Η μνήμη είναι διασκορπισμένη σε όλο τον εγκέφαλο. Μπορείς να θυμάσαι μια μυρωδιά, έναν ήχο αλλά να μη θυμάσαι το όνομα. Ίσως η γραφή να είναι ένας τρόπος για να θυμόμαστε. Αλλά δεν ξέρω ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα αν γράφουμε για να θυμόμαστε ή να ξεχνάμε. Γιατί γράφοντας για κάτι, κατά κάποιον τρόπο το διώχνεις, το αφήνεις πίσω σου.
Ο Βασίλης Αλεξάκης χαρακτηρίζεται σε όλα του τα ββλία και στα λόγια του από μια ζηλευτή ειλικρίνεια. Είναι σαν να βγάζει προς τα έξω τον εσωτερικό του κόσμο, που συμπίπτει θαρρώ με τα γραφόμενά του, όχι όπως μπροστά σε έναν ψυχοθεραπευτή, αλλά όπως μπροστά σε ένα μαγνητόφωνο ώστε, ακούγοντας μετά ο ίδιος τη φωνή του, να μπορεί να πει: ναι, αυτός είμαι, έτσι γράφω, αυτή είναι η φιλοσοφία μου. Κι ας μην πει κανείς ότι είναι πολύ απλή αυτή η φιλοσοφία! Είναι όσο απλή ή όσο δύσκολη είναι η αλήθεια. Γι’ αυτό και είναι τόσο αγαπητός συγγραφέας, ο αναγνώστης αναγνωρίζει “αναγιγνώσκοντάς” τον όχι μόνον την πρόθεση, αλλά και το επίτευγμα, όσο περίπλοκη κι αν είναι η υπόθεση, όσο κι αν νομίζει ότι η θεματική του δεν τον αφορά.