Βία στο Περού (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
642

 

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα.

«Εκείνη την  εποχή, το Περού ήταν σαν μια ταινία με καλούς και κακούς. Κυρίως κακούς», λέει ο Μόκο που έχασε τη μητέρα του όταν ήταν έφηβος επειδή τα μηχανήματα που την κρατούσαν στη ζωή σταμάτησαν να λειτουργούν. Δεν ήταν μόνο οι αναρίθμητες διακοπές ρεύματος που κόστιζαν ζωές, όταν οι αντάρτες ανατίναζαν τους πυλώνες του ηλεκτρικού, αλλά και οι εκρήξεις βομβών, οι δολοφονίες, οι απαγωγές, οι ληστείες, η ανασφάλεια και η φτώχεια, που επικρατούσαν στο Περού κατά την δεκαετία του ΄90, πλάκωναν τους ανθρώπους και διέλυαν ζωές.  Σε εκείνη την ταραγμένη εποχή, με τη βία και το φόβο να έχει απλωθεί σε όλη τη χώρα, τοποθετεί το τελευταίο του βιβλίο ο Περουβιανός συγγραφέας Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, στο πρώτο τόσο έντονα αυτοβιογραφικό έργο του, με τίτλο «Καρφίτσες στην άμμο» (εκδ. Καστανιώτη).

Από τα χρόνια της δικής του εφηβείας στη Λίμα, ο 42χρονος σήμερα δημοφιλής συγγραφέας, από τους σημαντικότερους λατινοαμερικάνους συγγραφείς της νέας γενιάς, μεταφέρει, όπως δήλωσε ο ίδιος σε πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, δικές του εμπειρίες και μνήμες στους τέσσερις πρωταγωνιστές του: τέσσερα αγόρια στην εφηβεία, μαθητές σε ένα εκκλησιαστικό σχολείο αρρένων. Είναι τέσσερα «τρυφερά τέρατα», προς το παρόν «εξόριστα από την αρρενωπότητα», σε ένα συντηρητικό σχολείο όπου συνωστίζονταν δύο χιλιάδες «επίδοξοι επιβήτορες σε μια γιγαντιαία χύτρα ταχύτητας που ξεχείλιζε ορμόνες». Στη Λίμα του 1992 ήξεραν λίγα πράγματα για τη ζωή. Ωστόσο ένιωθαν ότι οι μόνες ασφαλείς δραστηριότητες ήταν τα σπορ στο σχολείο και η τηλεόραση στο σπίτι, και το μοναδικό θέμα συζήτησης μεταξύ τους τι άλλο από το σεξ που προσπαθούσαν να ανακαλύψουν.

Ο καθένας τους έχει κάτι που τον χαρακτηρίζει ή που τον παιδεύει: Ο Κάρλος, παιδί γονιών σε διάσταση, είναι ερωτευμένος με την Παμέλα, την κόρη, όπως αποδεικνύεται, της ανελέητης καθηγήτριάς τους. Ο Μάνου έχει σχέδιο ώστε να τον αποβάλλουν και να πάει σε άλλο σχολείο κοντά στον απόμαχο στρατιωτικό πατέρα του, ο οποίος έχει απομακρυνθεί από το οικογενειακό σπίτι, καθώς  ποτέ δεν συνήλθε από τότε που έχασε τα λογικά του πολεμώντας στον εμφύλιο με τους αντάρτες του «Φωτεινού Μονοπατιού». Το μπράουνινγκ του ήρωα πατέρα περιμένει… Ο Μόκο, ορφανός από μητέρα, ζει με τον  αλκοολικό πατέρα που δεν έχει συνέλθει από τον θάνατο της γυναίκας του. Είναι ο πιο έκφυλος και έχει σαν χόμπι να συλλέγει πορνοταινίες, τις οποίες όμως πουλά εξασφαλίζοντας τα χρήματα για τρόφιμα και λογαριασμούς στο σπίτι. Τέλος, ο ευφυής, ευαίσθητος, συνεσταλμένος και βιβλιοφάγος Μπέτο που προσπαθεί απεγνωσμένα να κρύψει την ομοφυλοφιλία του. Δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, αλλά αποτελούν μια ομάδα ανάμεσα στους υπόλοιπους νταήδες του σχολείου.

Και οι τέσσερις κρύβουν μέσα τους μια καταπιεσμένη οργή, ενάντια σε ένα σχολείο χωρίς κορίτσια, σε μια συνοικία χωρίς διασκέδαση, σε μια πόλη που έχει τείχος δέκα χιλιομέτρων να χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς συνοικισμούς, σε μια χώρα γεμάτη βία, ενάντια στις ταπεινώσεις των καθηγητών και ειδικά ενάντια σε μια καθηγήτρια παγερή και σαδίστρια. Αντιδρώντας σε όλα αυτά, αποφασίζουν να δράσουν, να τιμωρήσουν την ανεκδιήγητη καθηγήτρια, την δεσποινίδα Πρίνγκλιν, κι όλα ξεκινούν από το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής, το οποίο δεν ήταν παρά «δύο χιλιάδες λόγοι για να μην αγγίξετε ποτέ γυναίκα». Εκείνη τη μέρα μπήκαν στην τάξη τέσσερα παιδιά ή «τέσσερις λοξοί της τάξης» και το απόγευμα βγήκαν «τέσσερις άντρες ή σχεδόν άνδρες, απελπισμένοι και γι΄ αυτό πολύ επικίνδυνοι».

Είκοσι χρόνια αργότερα, οι τέσσερις πρωταγωνιστές – αφηγητές εναλλάξ ξεθάβουν το μυστικό των εφηβικών τους χρόνων. Μας διηγούνται τί έγινε εκείνη την ημέρα, η οποία για τους ίδιους ήταν «ημέρα της εξέγερσης» και «ένας ύμνος στην ελευθερία». Πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα, οι παραβατικές πράξεις τους, οι λεπτομέρειες των οποίων δίνονται σταδιακά και αριστοτεχνικά  στον αναγνώστη μέσω των πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων με το ανάλογο σασπένς. Και, επίσης,  ποια από τις δύο καρφίτσες διάλεξαν να γίνουν (δίνοντας απάντηση στην επιλογή του τίτλου του βιβλίου): Την  πρώτη, με το να βυθιστούν στην άμμο χωρίς να αφήσουν ίχνος, ή τη δεύτερη, αφήνοντας ένα αποτύπωμα στο πέρασμά τους; Πάντως, παρά την τραγική έκβαση των ανώριμων επιλογών τους, ο πιο συνετός απ΄ όλους, ο Κάρλος, ποινικολόγος πλέον, που παίρνει πρώτος το λόγο της αφήγησης μας λέει εξαρχής στην πρώτη σελίδα: «Δεν ήμασταν τέρατα. Ίσως γίναμε κάπως …ακραίοι. Και μόνο για μια στιγμή. Για μερικές μέρες. Μια δυο νύχτες. Αυτό δεν είναι τίποτα. Γύρω μας, όλος ο κόσμος ήταν πολύ χειρότερος», εισάγοντας έτσι τον αναγνώστη στο κλίμα της Λίμας του ΄92, το οποίο σημάδεψαν εκτός των άλλων πολύνεκρες εκρήξεις βομβιστικών επιθέσεων από το «Φωτεινό Μονοπάτι» μετά το πραξικόπημα του Αλμπέρτο Φουχιμόρι.

 

Ο Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, γεννημένος το 1975 στη Λίμα, ο οποίος ζει πλέον στη Βαρκελώνη και αρθρογραφεί συχνά σε μεγάλες εφημερίδες όπως η El Pais, γνωρίζει πολύ καλά το κλίμα της εποχής αφού ο ίδιος πέρασε την εφηβεία του στην πρωτεύουσα του Περού. Έχει ερευνήσει διεξοδικά τη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας του και ειδικά την περίοδο της αιματηρής εμφύλιας σύγκρουσης που συγκλόνισε τη χώρα από το 1980 έως τις αρχές της δεκαετίας του΄90, ανάμεσα στο μαοϊκό «Φωτεινό Μονοπάτι» και τις κρατικές και παρακρατικές δυνάμεις. Αποτέλεσμα αυτής της έρευνας είναι δύο καθηλωτικά λογοτεχνικά έργα, που τον έκαναν γνωστό, «Ο κόκκινος Απρίλης»  και «Η τέταρτη ρομφαία» για τον αρχηγό του «Μονοπατιού» Αμπιμαέλ Γκουσμάν (επίσης εκδ. Καστανιώτη). Το παρόν, έβδομο βιβλίο του είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό και μιλά για εκείνα τα δύσκολα χρόνια της ενηλικίωσης της γενιάς του που τα κατέκλυζε η βία, ο φόβος και η ανασφάλεια, με πολλά επιμέρους θέματα, όπως το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, η άμεση και η έμμεση καταπίεση της οικογένειας, οι συνέπειες των διαζευγμένων ή εν διαστάσει γονιών, ο αναχρονισμός στην εκπαίδευση, η φιλία, η συντροφικότητα.

 

Άριστος γνώστης του σινεμά, ο συγγραφέας κάνει πολύ συχνές αναφορές σε ταινίες, σαν να είναι προτιμότερες από την ίδια τη ζωή. «Αν η ιστορία μας ήταν ταινία, θα ήταν Οι Γκούνις», λέει ο Μόκο, αναφερόμενος στην  ταινία που έγραψε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και σκηνοθέτησε  Ρίτσαρντ Ντόνερ, με μια ομάδα παιδιών που, ενώ περιμένουν να τους κάνουν έξωση, βρίσκουν τυχαία το χάρτη για έναν πειρατικό θησαυρό και ξεκινούν να τον αναζητήσουν, πέφτοντας σε συνεχείς παγίδες, αλλά στο τέλος θριαμβεύουν. Και αφού δεν έχουν έναν Σπίλμπεργκ, αποφασίζουν να κινηματογραφήσουν μόνοι τις δικές τους περιπέτειες. «Είναι καθήκον. Είναι η Ιστορία του Περού», λέει ένας εξ αυτών.

Το βιβλίο αυτό του Ρονκαλιόλο λειτουργεί και σαν ένας στοχασμός πάνω στη μνήμη. Κάθε ήρωας – χαρακτήρας, εκτός του ότι θεωρεί τον εαυτό του αρχηγό της ομάδας, αφηγείται κάπως διαφορετικά τα περιστατικά, σαν να αλλάζει η ιστορία ανάλογα με το ποιος και πότε την διηγείται. Κατά τον συγγραφέα, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «η μνήμη είναι έργο μυθοπλασίας». Στην τελευταία παράγραφο, κλείνοντάς μας το μάτι, γράφει: «Όταν παύεις να μιλάς για κάτι, όταν το σβήνεις από τα κατάστιχά σου, αρχίζει σιγά σιγά να θολώνει στη μνήμη σου. Μετά από ένα διάστημα, είναι σαν να μην έχει συμβεί ποτέ στ΄ αλήθεια …»

Οι «Καρφίτσες στην άμμο» έχουν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα σε βιβλία που έχουν ως θέμα τους την βίαιη ενηλικίωση παιδιών. Στην συναρπαστική ελληνική έκδοση, συμβάλει και η απόδοση από τα ισπανικά του έμπειρου μεταφραστή Κώστα Αθανασίου, ο οποίος μεταφέρει πειστικά αυτή την εγκυκλοπαίδεια εφηβικού λεξιλογίου, το υποδόριο χιούμορ και την ένταση της ατμόσφαιρας, με την βοήθεια αρκετών διευκρινιστικών σημειώσεων.

 

info: «Καρφίτσες στην άμμο» Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, εκδόσεις «Καστανιώτη», σελίδες 408

Προηγούμενο άρθρο « Κηδεία », διήγημα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου
Επόμενο άρθροPaul Celan και Theodor Adorno (της Πέλας Σουλτάτου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ