Της Άννας Λυδάκη(*).
Ο καθηγητής Βάλτερ Πούχνερ, που «άφησε τον Γκαίτε, τον Χάιντεγγερ, τον Ρίλκε / τον Χέντερλιν, τον Νίτσε και τον Μπρεχτ / παρέα τώρα με τον Κορνάρο και τον Χορτάτση / τον Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Καμπανέλλη», για πρώτη φορά εκφράζεται με την ποιητική τέχνη και μας επιτρέπει να δούμε την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη σχολαστική ακρίβεια των επιστημονικών του εργασιών. Ανιχνεύει τα συναισθήματά του και γυρεύει απαντήσεις για το νόημα της ζωής παρά το ότι ξέρει πως «πάντα κάτι μας διαφεύγει / κάποτε θα είναι τόσο μεγάλο / που δε θα το ανακαλύψουμε πια».
Είναι, όμως, «κάτι βράδια που τα πράγματα βαθαίνουν και διάφανα λάμπουν σαν κρύσταλλα / λες κι έχουν ρίζες επάνω στον ουρανό· τέτοιαν ώρα μυριάδες λεπτομέρειες δείχνουν τα μυστικά τους γυμνωμένα / που είναι τόσα σαν να χωρέσει μια θάλασσα στον οφθαλμό». Τότε, όταν «η φωτιά η μεγάλη της μέρας κοντεύει να σκύψει στη στάχτη / που το φεγγάρι θα ρίξει απλόχερα… », τότε που τα πράγματα φανερώνουν την ουσία τους, ο Πούχνερ παρακολουθεί τις τελετουργίες του δειλινού και να μας μεταφέρει εικόνες και ήχους μέσα από τα ποιήματά του: «Απόψε κερνάω ποίημα / μου το χάρισε ο ουρανός / απόψε μη με ψάχνετε / κάπου είμαι στο τοπίο».
Στην ποίησή του γίνεται φανερό πως δεν μένει απλός θεατής της τελετουργίας, αλλά συμμετέχει στην αέναη, συμπαντική ιεροτελεστία. Μαγεμένος από την τόση ομορφιά «ακούει» τους μυστικούς ψιθύρους όλων όσων σκεπάζει ο ουρανός και κυριεύεται από το κοσμικό δέος. Νιώθει πως κάτω από την πολυμορφία του Σύμπαντος υπάρχει ένας συνδετικός ιστός και αυτόν ανακαλύπτει και μας παρουσιάζει.
Ο ουρανός γίνεται σκέπη για όλα τα όντα, ανθρώπινα και μη ανθρώπινα, και διαπιστώνει κανείς ότι στην ποίηση του Πούχνερ επανέρχεται η χαμένη ενότητα και ο διαχωρισμός του ανθρώπου από τη φύση εκμηδενίζεται. Με τις λέξεις και τους στίχους του, «ακούμε» κι εμείς τις κρυφές συνομιλίες του με τα δέντρα, τα βουνά, τις θάλασσες… Με τα ουράνια σώματα… Με το πηγάδι που δίνει «νερό γλυκό και δροσερό σαν παραμυθία και νόστιμες κερνάει αθιβολές»…
Πλάνης και μουσαφίρης στον κόσμο, «μέρος της γεωγραφίας», ο ποιητής ξέρει πως το μόνο σπίτι που έχουμε είναι η αγκαλιά της μητέρας Γαίας:
«… Δίχως την πλάση πλάνης πλανάσαι εδώ κι εκεί / και ρίζες δεν βρίσκεις ούτε χώμα να σε δεχτεί. / Στη ρίζα σου το μνήμα σου και στο κεφάλι / ουρανός και στον αέρα χτίζεται η πατρίδα / με καλντερίμια στα σύννεφα ανάμεσα / και θεμέλια βαθιά στα έγκατα της γης…»
Η φύση είναι ο τόπος του και από εκεί παίρνει δύναμη:
«Πάλι εδώ και πάντα εδώ / με το χαρτί στο χέρι / και στο μάτι τον τόπο / που μ’ αγαπά…»,
«Τα μικρά μου τα προβλήματα τα πήγαινα / στις μεγάλες αγκάλες της φύσης / και γυρνώντας βράδυ βρήκα παρηγοριά / και ηρεμία μέσα μου».
Ο Πούχνερ νιώθει την ασημαντότητα του ανθρώπου μπροστά στο μεγαλείο του κόσμου και ξέρει πως η ανθρώπινη οίηση –η αιτία πράξεων ανόσιων και ύβρεων προς τη φύση- είναι χωρίς έρεισμα: «Μην περιφρονείς κανέναν και τίποτε. / Δεν είσαι τόσος το ανάστημά σου να γίνει αόρατο στα ύψη. Σκύψε και μίλα. Ταπεινώσου. / Τα δέντρα τα ψηλά βαθιές ρίζες έχουν. / Δες τα πόδια σου. Ούτε μία φύτρωσε…»
Μέσα σ’ έναν κόσμο ορατών τε και αοράτων ο ποιητής μπορεί να ακούει τις φωνές των σκιών που μας συντροφεύουν πάντα και ψυχανεμίζεται πως «πίσω απ’ τη φωτογραφία της ζωής μας / εικόνα άλλη βρίσκεται αόρατη…», «Θα συναντηθούμε πάλι σεβαστές σκιές / που με ακολουθείτε…»
Ο χρόνος στην ποίηση του καθηγητή παύει να είναι ο γραμμικός χρόνος της νεωτερικότητας. Γίνεται ο κυκλικός χρόνος της παράδοσης, της αέναης επιστροφής, όπου τα πράγματα επαναλαμβάνονται καθώς στροβιλιζόμαστε γύρω από δέντρα και πάνω σε βουνά που αδιαφορούν για μας και την εφήμερη ζωή μας: «Το δικό μας ποτέ δεν ήταν / ποτέ δεν ήταν δικό μας / ζωή δανεισμένη ζήσαμε / σκέψεις άλλων σκεφτήκαμε / η αγάπη μάς επισκέφτηκε / δεν ήταν ποτέ δική μας / κι ο έρωτας που μας έκαψε / για λίγο τις σκιές έκανε φως / και η θλίψη που τρίβεται σαν αγριόγατος πεινασμένος στα παγωμένα μας πόδια / κι αυτός από γειτονικό βασίλειο».
Παρά το μάταιο των πραγμάτων, όμως: «Κάνε τη ζωή σου μελωδία, ποίημα το είναι σου / αφουγκράσου τους ρυθμούς και άφησε τα άλλα. / Όταν ανοίξουν οι ουρανοί μην κοιτάς την ημερομηνία…».
Ο Πούχνερ γράφει για όλα όσα αγαπά. Για τις στέγες που γονατίζουν για προσευχή… τα καλντερίμια που μοιάζουν με φίδια, για λιβάδια, μέλισσες, σκαθάρια… για τα χελιδόνια, τους θορύβους του χωριού, το χρυσοπράσινο των φύλλων που σκουραίνει, την ερημιά του ουρανού που βυθίζεται στα μαυρόνερα της νύχτας με τα νούφαρα τα ασημένια που έριξε ο θεός στο πηγάδι. Για το βουνό που χαμηλώνει, τη θάλασσα που κοκκινίζει και ύστερα ωχριά, για τα σύννεφα που κάθε βράδυ μας ταξιδεύουν μακριά… Για εκείνα δηλαδή για τα οποία κανείς δεν ρωτάει ποτέ κανέναν και σημειώνει: «Αν με ρωτούσατε, αλλά δε ρωτάτε. Γι’ αυτό τα έγραψα στο χαρτί. Φανερά.»
Ο Βάλτερ Πούχνερ δημιουργεί με «λέξεις που ακουμπούν σε πράγματα». Πράγμα δύσκολο ομολογεί, καθώς «τα οράματα δεν έρχονται από μόνα / πρέπει να τους κεράσεις κρασί απ’ την ψυχή / να κόβεις κομμάτια σάρκα να τους ταϊσεις / πρόσφορα από τη μνήμη να δώσεις να καλοπιαστούν: / τότε ίσως να έρθουν για λίγο και φεύγουν γρήγορα…» Εκείνο που μένει πάντα είναι το παιδί που μας ακολουθεί στην πορεία μας στον κόσμο, «στο μακρινό ταξίδι δίχως βαλίτσα μόνο μνήμη», φέρνοντας μαζί του εικόνες από ένα σπίτι πατρικό. Μας δείχνει το παρελθόν· εσαεί παρόν. Κι εκείνο που θυμόμαστε κι εκείνο που θέλουμε να ξεχάσουμε.
Η ποίηση του Πούχνερ είναι βαθυστόχαστη, μελαγχολική και ταυτόχρονα καταφατική προς τη ζωή. Τη ζωή που δεν τελειώνει· αλλάζει μόνο μορφή. Μέσα από τις συγκινήσεις και τα όνειρα του ποιητή γινόμαστε κι εμείς κοινωνοί του κόσμου που τον μάγεψε, και η αισθητική απόλαυση που νιώθουμε διαβάζοντας τα ποιήματά του είναι μεγάλη.
(*) Η Άννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πάντειο
info: Βάλτερ Πούχνερ, Δοκίμια για τον ουρανό. Εκλογές ποιήσεων, Αρμός, Αθήνα 2016.