της Ειρήνης Σταματοπούλου.
«Κάθε Κυριακή, ο Χουλιάν αφιερώνει χρόνο στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Και κάθε βράδυ, αυτοσχεδιάζει και αφηγείται στη θετή του κόρη, Ντανιέλα, λίγο πριν αυτή κοιμηθεί, πρωτότυπες ιστορίες με δέντρα. Όμως, το αποψινό βράδυ δεν είναι σαν τ’ άλλα: η Βερόνικα, γυναίκα του Χουλιάν και μητέρα της Ντανιέλας, καθυστερεί ανεξήγητα να γυρίσει σπίτι. Κι όσο η νύχτα προχωρά και η Βερόνικα δεν επιστρέφει, ο Χουλιάν αναπολεί τη ζωή τους και φαντάζεται τι σκέψεις μπορεί να κάνει για το μυθιστόρημά του η Ντανιέλα καθώς θα μεγαλώνει… χωρίς μητέρα».
Με αυτές τις φράσεις περιγράφεται αδρά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου το αρχικό έρεισμα της μυθοπλασίας στο Η ιδιωτική ζωή των δέντρων, του Χιλιανού συγγραφέα Alejandro Zambra που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Πρόκειται για μια νουβέλα που ξεκινά να γράφεται «έστω και μόνο για να ικανοποιήσει το καπρίτσιο ενός άδικου κανόνα», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του αφηγητή (:«Η Βερόνικα δεν έρχεται»)[1] και εξελίσσεται με την προοπτική να τη διαβάσει η Ντανιέλα στα τριάντα της χρόνια: «Κι αυτό δεν είναι προφητεία», μας λέει ο αφηγητής που ομολογεί πως ο Χουλιάν δεν διαθέτει αυτό το χάρισμα, «μα ούτε εκατό τοις εκατό επιθυμία, αλλά κάτι σαν σχέδιο, σαν σενάριο αγρύπνιας, γραμμένο στο πόδι, υπαγορευμένο από την απελπισία. Θέλει να διαβλέψει ένα μέλλον που ν’ αντιπαρέρχεται το παρόν· τακτοποιεί τα γεγονότα όπως του αρέσει, όπως θέλει, με αγάπη, έτσι ώστε να προφυλάξει απ’ το παρόν το μέλλον».[2]
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ιστορία της ζωής του Χουλιάν , η επαναπραγμάτευση του παρελθόντος του και η φαντασιακή υποστασίωση της ενδεχομενικότητας για το παρόν και το μέλλον, μοιάζει να γράφεται ταυτόχρονα με την αφήγησή της, ενώ ο ίδιος του ο εαυτός εμφανίζεται να παίρνει μορφή την ίδια στιγμή της κατασκευής πιθανών σεναρίων «αυτό-υποκατάστασης», σαν το βιβλίο που σχεδίαζε να γράψει για τη μέρα με τη μέρα ανάπτυξη του ξεραμένου πλέον μπονζάι που φρόντιζε στο δωμάτιό του.
Επιζητώντας η σκέψη να καταργήσει τον δυισμό ύλης – πνεύματος, μας λέει ο Πεσόα, καταφεύγει συχνά στην άρνηση της πραγματικότητας ως αποτελούμενης από τα στοιχεία της εμπειρίας, θεωρώντας την μόνο ως την μη πραγματική, την ψευδαισθητική εκδήλωση μιας μόνο, υπερβατικής και αληθινής πραγματικότητας.[3] «Το προσπέρασμα της βίωσης από το χρόνο», συμπληρώνει ο Στέφανος Ροζάνης, «αφήνει ένα κενό απουσίας στη θέση των πραγμάτων, μια μαύρη κηλίδα μέσα στην οποία απορροφώνται τα πράγματα του οικείου χώρου. Η απουσία των πραγμάτων δεν είναι πλέον η δημιουργική τους ανάμνηση μέσα στο χρόνο, αλλά μια πραγματική, υπαρκτική απουσία της ανάμνησης, μια στειρότητα της δημιουργικής δύναμης των μορφών αυτού του κόσμου. Η αναφορικότητα των πραγμάτων έχει απολεσθεί μέσα στο άκαρπο του παρόντος, μιας στιγμής που δεν μπορεί ούτε καν στον εαυτό της να παραπέμψει, αφού ο χρόνος την προσπερνά την ίδια στιγμή που την παράγει».[4]
Υπό την ίδια προοπτική, στο πλαίσιο μιας απώλειας της γονιμότητας του πραγματικού και στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, στο κείμενο του Zambra, μέσα από μια σειρά εκβιασμένων τόσο από την απελπισία όσο και από την τρυφερότητα συνειρμικών εγκιβωτισμένων αφηγήσεων, η ζωή μοιάζει σαν «ένα πελώριο άλμπουμ όπου φυλάς ένα παρελθόν στιγμιαίο, με χρώματα εκκωφαντικά και παγιωμένα»[5], σε μια σύντμηση του χρόνου που εκφράζεται χαρακτηριστικά στην εξής περιγραφική διαπίστωση: «Στο δωμάτιο της μικρής, ένα ρολόι “Μπομπ ο Σφουγγαράκης” δείχνει δυόμιση τα ξημερώματα. Πρέπει να ’ναι η πρώτη φορά που κάποιος κοιτάζει αυτό το ρολόι στις δυόμιση τα ξημερώματα, σκέφτεται ο Χουλιάν, λες και αυτή η ανακάλυψη θα κατεύναζε το άγχος της αναμονής».[6]
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου (που συνιστά και τον κύριο όγκο του), όπου μεταξύ άλλων ο Χουλιάν «καταστρώνει μια μεγάλη και πρόχειρη λίστα μοναχικών γυναικών που μιλάνε μόνες τους» με αγαπημένη του την Έμιλι Ντίκινσον,[7] ο Zambra αρθρώνει μια επιβλητικά υπνωτιστική, εσωστρεφή, σχεδόν αυτιστική αφήγηση μέσω της εστίασης του Χουλιάν (αν και τριτοπρόσωπη), που μοιάζει να απευθύνεται στον αναγνώστη όπως εκείνος απευθύνει τις ιστορίες με τα στιγμιότυπα από την ιδιωτική ζωή των δέντρων στη Ντανιέλα: σαν σε «ένα κορίτσι που κοιμάται».
Πρόκειται για ένα κείμενο που τιτλοφορείται «Θερμοκήπιο» όπου δεσπόζει η λευκότητα· η λευκότητα και το φως του δωματίου που μοιράζεται ο Χουλιάν με τη Βερόνικα, αλλά και η λευκότητα του χιονιού, όταν ο Χουλιάν σκέφτεται το χιόνι ως έναν χώρο «φαντασματικό» που «θα του άρεσε να τον είχε γνωρίσει», όταν κοιτάζοντας τους τοίχους του δωματίου αναρωτιέται αν είναι λευκοί σαν το χειμώνα ή σαν το χιόνι ή όταν αναφέρεται σε μια ζωγραφιά που είχε φτιάξει η Ντανιέλα όταν ήταν έξι χρονών, όπου εμφανίζεται δίπλα στον πραγματικό της πατέρα στα χιόνια. Έτσι, με έναν τρόπο πικρά ειρωνικό (αφού ο Χουλιάν διαπιστώνει πως πρόκειται για έναν χώρο «υποβιβασμένο στα μυθιστορήματα»), ο αφηγητής χρησιμοποιεί τη συμβολική του χιονιού και της λευκότητας, που κάθε άλλο παρά απούσα είναι από τη λογοτεχνία (από τον Μόμπι Ντικ μέχρι τα Τρία κρυφά ποιήματα του Σεφέρη), ως έναν σημαίνοντα χώρο που εγκλείει στο αγαθό την τρομερή όψη του κακού, που αποδεικνύει πως δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο αγκυροβολημένο σε μια αυτονόητη και αμετάκλητη ταυτότητα, που μεταβάλλει τις αποστάσεις στον χώρο και τον χρόνο, τις διαστάσεις των αισθήσεων, τη σχέση της απουσίας με την παρουσία και θολώνει τα νερά της καταληπτότητας σε ένα παιχνίδι απόκρυψης και αποκάλυψης (εκτυφλωτικό φως). Περνάει έτσι στο δεύτερο μέρος που επέχει θέση επιλόγου και τιτλοφορείται «Χειμώνας», όπου ο κεντρικός του ήρωας επιχειρεί να σκηνοθετήσει με τη μέγιστη δυνατή αληθοφάνεια τα υποτιθέμενα πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης νύχτας, τα σενάρια της οποίας άρθρωσαν τον όγκο της μυθοπλασίας του.
Συνολικά, ο Zambra μας παραδίδει ένα λογοτεχνικό εγχείρημα που μετατρέπει την παράδοση του μαγικού ρεαλισμού των λατινοαμερικανών συγγραφέων σε μια αναστοχαστικά δραματοποιημένη ομφαλοσκόπηση του γράφοντος ως (λάθρα;)βιώσαντος υποκειμένου. Όλα αυτά σε μια γλώσσα η οποία, στη λεπτοδουλεμένη απόδοση του Αχιλλέα Κυριακίδη ενός λόγου επιμελώς αυθόρμητου, ακροβατεί μεταξύ του ιδιώματος ενός πρόωρα μεγαλωμένου παιδιού που επιχειρεί ένα βράδυ να εκφραστεί ως ενήλικας και ενός ενηλίκου που αποπειράται να αρθρώσει τις εικόνες τού νου με τρόπο ανάγλυφο και διακριτικό ώστε να εισδύσουν στη συνείδηση ενός μικρού παιδιού.
Ολοκληρώνω με μια παράγραφο του ίδιου του συγγραφέα, ενδεικτική της πρωτότυπης μελαγχολίας της νουβέλας του, ενός βιβλίου που «συνεχίζεται και μετά που το κλείνουμε»[8] όπως «προαναγγέλλει» και ο ίδιος ο αφηγητής για το δικό του βιβλίο: «Από όλη την παρέα ο Χουλιάν ήταν ο μόνος από μια οικογένεια που δεν είχε νεκρούς, κι αυτή η διαπίστωση τον γέμισε με μια αλλόκοτη πίκρα: οι φίλοι του είχαν μεγαλώσει διαβάζοντας τα βιβλία που άφησαν πίσω τους οι νεκροί γονείς τους ή τα νεκρά τους αδέλφια. Όμως στην οικογένεια του Χουλιάν δεν υπήρχαν ούτε νεκροί ούτε βιβλία».[9]
info: «Η ιδιωτική ζωή των δέντρων» του Alejandro Zambra, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος
[1] Σελ. 52.
[2] Σελ. 65.
[3] Fernando Pessoa, Λογοτεχνικά δοκίμια, μτφρ. Μαρία Ζ. Παπαδοπούλου, Αθηνα: Printa, 2006, σσ. 84 – 85.
[4] Στέφανος Ροζάνης, Το κείμενο και ο σωσίας του, Αθήνα: Ψυχογιός, 2003, σσ. 99-100.
[5] Σελ. 54.
[6] Σελ. 52.
[7] Σελ. 61.
[8] Σελ. 63.
[9] Σελ.52.