ΑΦΙΕΡΩΜΑ Τόλης Καζαντζής 3. Λογοτεχνία και πολιτική (του Μιχάλη Κεμεντζεσίδη)

0
443

Μιχάλης Κεμεντζετσίδης

Λογοτεχνία και πολιτική. Οι γάμοι της Κυρα-Λισάβετ

Ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας, όπως είναι το μυθιστόρημα Κρητικοί γάμοι (1871) του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, το Τιμή και Χρήμα (1914) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και το Τρίτο Στεφάνι (1962) του Κώστα Ταχτσή, εξετάζοντας τον ρόλο της οικογένειας κατέστησαν φανερό πως ο γάμος είναι μια τελετουργική διαδικασία που συντηρεί αλλά και προκαλεί ρωγμές στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων. Το 1975 δημοσιεύεται το αφήγημα του Τόλη Καζαντζή Κυρα-Λισάβετ, η αφήγηση του οποίου οργανώνεται γύρω από την προσπάθεια της κυρα-Λισάβετ να παντρέψει τα παιδιά της κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Σκοπός της παρούσας προσέγγισης είναι να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η αφήγηση παρουσιάζει τον γάμο ως διαβατήρια τελετή, μια στιγμή δηλαδή που υποχρεώνει τα υποκείμενα να περάσουν από μια παρελθούσα κατάσταση σε μια νέα. Σ’ αυτήν την κίνηση τα όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου δεν είναι απολύτως διακριτά, γεγονός που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη σχέση της λογοτεχνίας με την πολιτική. Δεν ταυτίζονται στο βαθμό που η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τον ιδιωτικό χώρο της υποκειμενικότητας και η πολιτική τη σφαίρα των δημόσιων ζητημάτων. Η λογοτεχνία ωστόσο αμφισβητώντας τα όρια μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού και υπογραμμίζοντας τα παράδοξα του παρελθόντος αποκτά πολιτική διάσταση.

Μία από τις βασικότερες διακρίσεις της δυτικής πολιτικής σκέψης είναι αυτή μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, μεταξύ του οίκου και της πόλης. Στους νεότερους χρόνους που ο άνθρωπος αντικατέστησε τον Θεό η ιδιωτικότητα απέκτησε όλο και μεγαλύτερη σημασία. Υπάρχει μια στιγμή ωστόσο που τα όρια διασαλεύονται και ο οίκος αποκτά χαρακτηριστικά της πόλης, και το αντίστροφο. Πρόκειται για τον εμφύλιο πόλεμο που, σύμφωνα με τον Ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben, συγκροτεί έναν κενό χώρο, ένα κατώφλι που δεν μπορεί να οριστεί με σαφήνεια το δημόσιο και το ιδιωτικό.[1] Ο γάμος ούτως η άλλως είναι μια τελετή που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κατωφλιού, ενός χώρου όπου συντελείται η εγκατάλειψη της παλαιάς κατάστασης και η αποδοχή μιας νέας. Σ’ αυτή την προοπτική οι ανθρωπολόγοι κάνουν λόγο για έθιμα χωρισμού, κατωφλιού και ενσωμάτωσης.[2] Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στην τελετουργία αναδεικνύονται οι δυαδικές αντιθέσεις, μέσα-έξω, ιδιωτικό-δημόσιο, γυναίκα-άνδρας, αντιθέσεις που είναι απαραίτητες για να αποκτήσει νόημα η διαδικασία του γάμου. Τι συμβαίνει όμως όταν η σφαίρα της πολιτικής δεν μπορεί να διακριθεί από εκείνη του οίκου, τι συμβαίνει δηλαδή όταν ο πόλεμος, και δη ο εμφύλιος, ορίζει την καθημερινότητα των ανθρώπων; Στην Κυρα-Λισάβετ, όπως θα φανεί παρακάτω, οι αυστηροί διαχωρισμοί και οι κανόνες της τελετουργίας αμφισβητούνται συχνά και αυτό που αποκαλύπτεται είναι ένας κενός χώρος όπου τα υποκείμενα δεν έχουν ποτέ παγιωμένες θέσεις.

Στην Κυρα-Λισάβετ τον ρόλο του αφηγητή έχει ένα μικρό παιδί που παρατηρώντας όλα όσα συμβαίνουν στη γειτονιά εστιάζει την προσοχή του στην κυρα-Λισάβετ, μια λαϊκή και δυναμική γυναίκα που έχει τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Οι γυναίκες κυριαρχούν στην αφήγηση, όπως αποδεικνύεται από τους τίτλους που δόθηκαν στις τέσσερις ενότητες. Για τον κεντρικό τίτλο χρησιμοποιείται το όνομα της μητέρας, ενώ για τις ενότητες τα ονόματα των τριών κοριτσιών. Δίπλα σε κάθε όνομα έχουμε μια χρονολογία ώστε να γίνεται αντιληπτό το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου γίνονται οι προετοιμασίες του γάμου. Πιο συγκεκριμένα, οι τέσσερις τίτλοι είναι Μαρία 1943, Κυβέλη 1945, Ευανθούλα 1946, Μαρία 1947. Ακόμη κι αν οι ήρωες και οι ηρωίδες του αφηγήματος συνεχίζουν να γλεντούν, να τσακώνονται, να παντρεύονται, οι χρονολογικοί δείκτες καθιστούν φανερό στον αναγνώστη ότι ακόμη και η ιδιωτική ζωή δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αλλαγές που συντελούνται εντός της δημόσιας σφαίρας. Αυτό αποδεικνύεται και από τις ιδιότητες των γαμπρών της κυρα-Λισάβετ. Η Μαρία έχει ερωτική σχέση στα χρόνια της κατοχής με έναν Γερμανό στρατιώτη, αρραβωνιάζονται και μετά την απελευθέρωση φεύγει μαζί του στη Γερμανία. Επιστρέφει παντρεμένη με τον Κώστα, ο οποίος ήταν αιχμάλωτος στη Γερμανία και αποκτούν ένα παιδί. Η Κυβέλη αν και θέλει να γίνει ηθοποιός στην Αθήνα υποχρεώνεται να παντρευτεί τον δοσίλογο Σταύρο που συμμετείχε στα Τάγματα Ασφαλείας του Πούλου. Η Ευανθούλα αρραβωνιάζεται έναν στρατιωτικό, τον Νίκο, που νοικιάζει δωμάτιο στο σπίτι της κυρα-Λισάβετ.

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς σε κριτική του για την Παρέλαση, τη συλλογή διηγημάτων του Καζαντζή που εκδόθηκε το 1976 και παρουσίαζε ξανά στο κοινό την Κυρα-Λισάβετ, αναφέρεται στην ηλικία του αφηγητή και μέσω αυτής εξηγεί την επιμονή του να παρατηρεί τη δράση των προσώπων εντός της γειτονιάς. Πιο συγκεκριμένα, γράφει πως:

Δεν είναι λοιπόν παράξενο το ότι και ο χώρος όπου εκτυλίσσονται τα   συμβάντα περιορίζεται στις δυνατότητες της κίνησης ενός μικροσκοπικού   παρατηρητή – η γειτονιά του πατρικού του σπιτιού με την αλάνα της, την    εκκλησιά της, την ταβέρνα της, τους ιδιόρρυθμους τύπους της, τη μικρή        καθημερινή, και κάποτε μεγάλη, ιστορία της.[3]

Αν και ο χώρος δράσης είναι η γειτονιά, αυτή η επιλογή δεν οφείλεται μόνο στην ηλικία του αφηγητή. Οι αναφορές στη γειτονιά, στην αυλή, στο μπαλκόνι, στο παράθυρο, στην πόρτα καθιστούν φανερό πως στο κέντρο της αφήγησης βρίσκονται τα κατώφλια, εκείνες οι ζώνες όπου το δημόσιο δε διακρίνεται από το ιδιωτικό. Όλα όσα συμβαίνουν στον οίκο δημοσιοποιούνται στον δήμο και αυτό μας επιτρέπει να εξετάσουμε τρία σημαντικά θέματα που αφορούν τον γάμο ως τελετουργία, την οικογενειακή ιεραρχία, την τέλεση του αρραβώνα και του γάμου και τη λύση του γάμου.

Όσον αφορά το ζήτημα της οικογενειακής ιεραρχίας ενδεικτική είναι η περίπτωση της Κυβέλης. Εκείνη ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός προκαλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ηθική της γειτονιάς. Η μοναδική λύση για την οικογένεια είναι ο γάμος, καθώς γνωρίζουν ότι αναλαμβάνοντας η Κυβέλη έναν νέο ρόλο, αυτόν της συζύγου, δε θα έχει τη δυνατότητα να κάνει δικές της επιλογές. Η κυρα-Λισάβετ διατάζει μαζί τον γιο της την Κυβέλη να παντρευτεί έναν άντρα που δεν επιθυμεί, τον Σταύρο. Από τη συμφωνία απουσιάζει η νύφη και η γνώμη της δε θεωρείται σημαντική.

Το βράδυ ο Κοσμάς κι ο Σταύρος πήγαν παρέα στα «Πράσινα άλογα», σα        συνεταίροι κι αδέρφια που θα γίνονταν. Τα κανονίσανε οι δυο τους μια χαρά.         Αμέσως γάμος. Την έπαιρνε όπως ήταν… Απόμενε η Κυβέλη να πει το «ναι»,          έτσι για τον τύπο, μιας και γι’ αντίρρηση ούτε λόγος… Γιατί να φέρει, δηλαδή, αντίρρηση;[4]

Ακολουθεί φυσικά η άρνηση της Κυβέλης και η αντίδραση της οικογένειας. Την προσβάλλουν, την χτυπούν και μετά περιποιούνται τα τραύματά της ώστε να μην εκτεθούν. Οφείλουν να δείξουν στη γειτονιά ότι ο γάμος είναι αποτέλεσμα συναίνεσης. Ο γάμος ωστόσο της Κυβέλης δεν ήταν τόσο πανηγυρικός όσο ο αρραβώνας της Μαρίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τελετουργίες του γάμου και του αρραβώνα είναι απαραίτητες για να αναγνωριστεί από την οικογένεια και την κοινότητα η ερωτική σχέση δύο ανθρώπων. Ο επαναληπτικός χαρακτήρας ορισμένων πρακτικών επιβεβαιώνει τη σημασία που έχει η τελετουργία για την νομιμοποίηση του δεσμού. Στο αφήγημα του Καζαντζή τονίζεται η ενδυμασία των μελών της οικογένειας και το γλέντι του αρραβώνα ή του γάμου. Όταν ετοιμάζεται να αρραβωνιαστεί η Μαρία η μοδίστρα εγκαθίσταται στο σπίτι και η κυρα-Λισάβετ δέχεται επισκέψεις από τους γείτονες. Ο αφηγητής αναφέρει πως οι επισκέψεις πραγματοποιούνται για να λάβει η γειτονιά πληροφορίες για το γάμο. Η κυρα-Λισάβετ ως οικοδέσποινα και μητέρα της νύφης ελέγχει ολόκληρη τη διαδικασία. Ο αρραβώνας πραγματοποιείται στη γειτονική ταβέρνα «Βάκχος» με τον γαμπρό και τη νύφη να κάθονται στο κέντρο του τραπεζιού και γύρω τους η κυρα-Λισάβετ και ο αδερφός της Μαρίας. Οι θέσεις τους πιστοποιούν τον ρόλο που έχουν σ’ αυτή τη διαδικασία. Ο αφηγητής επιμένει ωστόσο στη συμπεριφορά της γειτονιάς απέναντι στους Γερμανούς. Με αφορμή τον αρραβώνα της Μαρίας και του Ούγκο οι Γερμανοί και οι Έλληνες κάθονται στο ίδιο τραπέζι και δίνουν ευχές στους μελλόνυμφους. Φαίνεται πως συμμετέχοντας σε μια τελετουργία επιλέγουν τη λήθη.

Ύστερα όλοι ξαναπήρανε τις θέσεις τους κι άρχισε το φαγοπότι, όλα μπόλικα Παναγιά μου, και το κρασί κατέβαινε νεράκι. Ο Κυπραίος κι οι άλλοι, σα   φάγανε και ήπιανε για πρώτη δόση και φώναξαν από ψηλά «κυρα-Λισάβετ, να σου ζήσουνε» πίνοντας για το καλό, πιάσαν τα όργανα και ρίξανε ένα        μερακλήδικο ταξίμι. Ύστερα πήρε το τραγούδι ν’ ανάβει από χείλι σε χείλι. Η            γειτονιά, χορτάτη και ευχαριστημένη, θαρρείς εκείνη τη στιγμή τα ‘χε ξεχάσει             όλα. Τι ‘ναι ο άνθρωπος… Ως κι οι Γερμανοί, μόλις τους πέρασε η πρώτη   έκπληξη, ξεκούμπωσαν επιτέλους τους γιακάδες και δείχνανε στους      διπλανούς τη φωτογραφία με τις γυναίκες τους, «μάινε φράου» εξηγούσανε,   και κάτι παιδάκια μ’ αχυρένια μαλλιά. Κι οι διπλανοί «γκουτ πίκολο»            απαντούσαν, και το κρασί κύλαγε πιο εύκολα μαζί με τη συγκίνηση.[5]

Ο αφηγητής εστιάζει την προσοχή του στην αποδοχή των Γερμανών από τους γείτονες προσπαθώντας να υπογραμμίσει πως ο αρραβώνας είναι μια μεταιχμιακή στιγμή που προσφέρει τη δυνατότητα να προσπεραστεί η σχέση μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Πάντοτε ωστόσο μπορεί να συμβεί κάτι που να θυμίσει στα υποκείμενα τον ρόλο τους. Όταν εμφανίζονται οι πεταλάδες προκαλείται ταραχή στο γλέντι. Ακόμη κι αν οι Γερμανοί φίλοι του γαμπρού λύνουν το ζήτημα οι γείτονες της κυρα-Λισάβετ φεύγουν σιγά-σιγά, καθώς αντιλαμβάνονται την επικινδυνότητα της κατάστασης.

Οι σχέσεις που συνάπτουν οι τρεις κόρες συχνά διαλύονται και η οικογένεια είναι πάντα παρούσα για να παρέμβει. Ενδεικτικό είναι πως όταν η Μαρία προσπαθεί να ξεφύγει με τον Γερμανό αρραβωνιαστικό της η κυρα-Λισάβετ τους κυνηγά, γιατί θεωρεί ότι η κόρη της ανήκει στην οικογένεια και όχι στον μελλοντικό της σύζυγο. Δεν κατορθώνει ωστόσο να τους προλάβει. Μετά το σπάσιμο του οικογενειακού δεσμού η κυρα-Λισάβετ και τα παιδιά της στρέφονται στον ιδιωτικό τους χώρο. Πιο συγκεκριμένα, ο αφηγητής σχολιάζοντας αυτό το συμβάν τονίζει ότι απομονώθηκαν στο σπίτι τους κλείνοντας τα παράθυρα και την πόρτα. Η Μαρία θα προκαλέσει προβλήματα και αργότερα, όταν θα επιστρέψει από τη Γερμανία παντρεμένη με τον Κώστα που είναι ήδη παντρεμένος. Μπροστά στο πρόβλημα της διγαμίας η κυρα-Λισάβετ στρέφεται στον νόμο και, αφού πληροφορείται από έναν δικαστή ότι δεν αναγνωρίζεται ο γάμος της κόρης της, διώχνει τον γαμπρό τονίζοντας ξανά τον ρόλο της μητέρας. Είναι φανερό πως η πρωταγωνίστρια όταν δεν μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα εντός του σπιτιού στρέφεται στους θεσμούς της πολιτείας. Αν δε βρεθεί πάλι λύση, επιστρέφει στον οίκο επιβεβαιώνοντας την ισχύ των οικογενειακών κανόνων.

Η Μαρία έκλαιγε απαρηγόρητα με το παιδί στην αγκαλιά. Της κυρα-Λισάβετ    η καρδιά, να σπάσει. Ωστόσο προσπάθησε και στάθηκε μπροστά στη Μαρία.

Χάιδεψε το κεφάλι της. Της σήκωσε το πρόσωπο να την κοιτάξει.

-Μην κλαις, Μαρία, της είπε, εγώ είμ’ εδώ, η μάνα σου, και χτύπησε με την παλάμη της το στήθος της.[6]

Η Κυβέλη που παντρεύτηκε τον Σταύρο χωρίς τη θέλησή της αποφασίζει να λήξει τον γάμο της με δική της πρωτοβουλία. Δε ζητά διαζύγιο, αλλά εκμεταλλεύεται την εμφυλιακή σύγκρουση για το δικό της συμφέρον. Γνωρίζοντας πως κυνηγούν τον σύζυγό της τον καθυστερεί και φροντίζει να πληροφορήσει έναν γείτονα-τον κουρέα Παντελή- για το πού θα βρίσκεται ο Σταύρος. Ο τρόπος που αποφάσισε η Κυβέλη να δώσει τέλος στον γάμος της είναι σημαντικός στο βαθμό που δείχνει ότι ο εμφύλιος πόλεμος δίνει τη δυνατότητα στην πολιτική να διαμορφώνει τις οικογενειακές σχέσεις.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφερόμενος στην Κυρα-Λισάβετ έχει υποστηρίξει πως η ιστορία ενός σπιτιού ήταν το πρόσχημα ώστε να μιλήσει ο Καζαντζής για μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του ‘40.[7] Η παρούσα προσέγγιση, αντίθετα, τόνιζει πως ο οίκος και η πόλη είναι διαφορετικά πεδία που σε ορισμένες στιγμές, όπως είναι ο εμφύλιος πόλεμος, τα όρια μεταξύ τους δεν είναι διακριτά. Η τελετουργία του γάμου που δεν είναι ούτε απολύτως δημόσια ούτε απολύτως ιδιωτική δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να εξετάσει εκείνες τις απροσδιόριστες ζώνες που οι διαχωρισμοί δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Φαίνεται, λοιπόν, πως η λογοτεχνία καθιστώντας ορατό αυτό που ήταν αόρατο έχει τη δυνατότητα να αποφύγει το αίτημα για λήθη.

[1] Giorgio Agamben, Στάσις: Ο εμφύλιος πόλεμος ως πολιτικό παράδειγμα, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Κουκκίδα, Αθήνα, 2016.

[2] Για την εξέταση του γάμου στην ανθρωπολογία βλ. Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ανθρωπολογικά για το γυναικείο ζήτημα, Ο Πολίτης, Αθήνα, 1991.

[3] Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί Πεζογράφοι: κριτικά κείμενα, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σ. 240.

[4] Τόλης Καζαντζής, Η Κυρα-Λισάβετ, ανάτυπο από το περιοδικό Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1975, σ. 10.

[5] Στο ίδιο, σ. 8.

[6] Τόλης Καζαντζής, Η Κυρα-Λισάβετ, ό.π., σ. 23.

[7] Ντίνος Χριστιανοπουλος, «Λίγα λόγια για το πεζογραφικό έργο του Τόλη Καζαντζή», περ. Εντευκτήριο, τχ. 22 (1993) 94.

Προηγούμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ: Τόλης Καζαντζής- 4. Η ατομική και η ιστορική μνήμη στους «χρονοτόπους» του Τ.Κ. (της Μαρίας Πολίτου)
Επόμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ Τόλης Καζαντζής : 2. Από τη μικροϊστορία μιας φιλίας, μιας παρέας και της εποχής τους (του Π.Σ.Πίστα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ