ΑΦΙΕΡΩΜΑ Τόλης Καζαντζής β’ μέρος. (Ψηφιακός και λογοτεχνικός χώρος: η Θεσσαλονίκη του Τ. Καζαντζή)

0
884

Γράφοι οι : Τιτίκα Αποστολάκη, Ζωή Αρβανιτογιάννη, Δήμητρα Ζαφειροπούλου, Πηνελόπη Καπετανίδου, Γιάννης Μαρκόπουλος. 

 

Η εργασία αυτή είναι μια αναζήτηση αναλογιών σε επίπεδο τρόπων για τη διαμόρφωση, μελέτη και λειτουργία του χώρου τόσο στη λογοτεχνική όσο και την ψηφιακή συνθήκη. Αφορμή και κίνητρό της εργασίας μας είναι η δυναμική λειτουργία του χώρου, της πόλης της Θεσσαλονίκης, στο πεζογραφικό έργο του Τόλη Καζαντζή. Η Θεσσαλονίκη του Καζαντζή δεν αποτελεί απλώς ένα στατικό σκηνικό, ένα πλαίσιο που επανέρχεται, αλλά γίνεται ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και υλικού, πρωταγωνιστεί μέσα από τους ανθρώπους της, την ιστορία της και τις γωνιές της, δίνει τον τόνο και τα χρώματα, μετασχηματίζεται, βιώνεται και επιμένει.

Το πρότζεκτ μας ξεκίνησε με τη δράση ThessWiki, «Εργαστήριο λημματογράφησης Wikipedia:ένας λογοτεχνικός περίπατος στη Θεσσαλονίκη» που διοργανώθηκε από την Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ και την Ελληνική Κοινότητα Χρηστών της Βικιπαίδειας. Κατά τη διάρκεια της δράσης αυτής δημιουργήθηκαν από 75 περίπου φοιτήτριες και φοιτητές λήμματα για Θεσσαλονικείς ποιητές και πεζογράφους καθώς και το εγχειρίδιο «Θεσσαλονίκη και Λογοτεχνία”». Στο πλαίσιο αυτό η δική μας ομάδα ανέλαβε τα λήμματα για τον Τόλη Καζαντζή στη βικιπαίδεια και τα βικιβιβλία αντίστοιχα. Η δουλειά που παρουσιάζεται σήμερα εδώ προέκυψε από την ανάγκη οργάνωσης του υλικού που συγκεντρώθηκε στο λήμμα «Θεσσαλονίκη και Λογοτεχνία/Τόλης Καζαντζής”».

Στο λήμμα αυτό συμπεριλαμβάνονται περίπου 370 λογοτεχνικές αναφορές σε περισσότερα από 150 σημεία της πόλης από το σύνολο του πεζογραφικού έργου του Καζαντζή.[1] Η πλειοψηφία των αναφορών σημειώνεται στην Παρέλαση και στο Τελευταίο καταφύγιο, 110 και 90 αντίστοιχα.[2] Ενώ από τις 370 αναφορές οι 150 περίπου συγκεντρώνονται στην περιοχή Λευκός Πύργος-Ιπποδρόμιο-Καμάρα-Νέα Παναγία, τη γειτονιά δηλαδή του Τόλη Καζαντζή. Δεν εξετάζουμε ωστόσο τα σημεία αυτά ως προς τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και για το λόγο αυτό αναφορές όπως «το σπίτι μας» ή «το σπίτι της κυρα-Λισάβετ» στο πλαίσιο της αφήγησης, δεν ταυτίζονται λ.χ. με συγκεκριμένα σπίτια της οδού Ν. Φωκά και δε συμπεριλαμβάνονται στο «γουίκι».[3] Όλοι οι τόποι που επιλέγουμε και απομονώνουμε εξετάζονται ως προς τη λειτουργία τους στην αφήγηση ως σκηνικά, ως χώροι μέσα στο χρόνο, χώροι που διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και διαμορφώνονται από αυτούς.

Εδώ, η έννοια του «τόπου» δηλώνει ένα συγκεκριμένο, γεωγραφικά προσδιορίσιμο σημείο, ενώ η έννοια του «χώρου» εγγράφει λειτουργίες και σχέσεις στο και με το σημείο αυτό.[4] Οι τόποι, λοιπόν, με την ένταξή τους στο λογοτεχνικό πλαίσιο, την αλληλεπίδρασή τους με τους χαρακτήρες και την ύπαρξή τους σε σχέση με το χρόνο (ιστορικό ή βιωμένο) τρέπονται σε χώρους. Έτσι, και η πόλη της Θεσσαλονίκης γίνεται η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη του Καζαντζή.

Οι διαφορετικές αναφορές που συγκεντρώνονται στη «Νέα Παναγία» αντιστοιχούν και σε διαφορετικές εκδοχές και λειτουργίες της στα διηγήματα: τη γειτονιά της Παρέλασης και της Ενηλικίωσης που βιώνει την κατοχή, με τα παιδιά που μαζεύονται στον αυλόγυρο της εκκλησίας, με τα σπίτια, τους κατοίκους και τα έθιμά της· «τη γειτονιά των παιδικών χρόνων» που αναπολεί ο αφηγητής της «Αγίας Σοφίας της Δεύτερης» στο τελευταίο καταφύγιο.

Δεν είναι όμως μόνο η Νέα Παναγία και οι άλλοι χώροι που συγκεντρώνουν τις περισσότερες αναφορές και μεγάλο μέρος της δράσης (όπως το Ιπποδρόμιο, τα Κούτσουρα του Δαλαμάνγκα και η Αγία Σοφία) που διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και διαμορφώνονται από αυτούς. Σημαντική είναι και η λειτουργία των χώρων που αναφέρονται ονομαστικά. Με τη συμπαράθεση μιας σειράς τοπωνυμίων δηλώνονται τα ενδιάμεσα στάδια μιας διαδρομής: η παρέα παιδιών που ξεκινάει από τη Νέα Παναγία διασχίζοντας την πόλη δεν είναι ίδια με αυτή που φτάνει στο στρατόπεδο Παύλου Μελά και η χαρτογράφηση της πορείας τους δε μας δίνει μόνο μια εικόνα της πόλης αλλά και της μετάβασης αυτής.

Κι ένα πρωί, λίγο καιρό πριν φύγουνε οι Γερμανοί έγινε κάτι που κανείς δεν το περίμενε:

Μπροστά στου κυρ-Ανέστη, σταμάτησε ένα γερμανικό αυτοκίνητο κι όσο να δούμε πώς και τι, είδαμε δυο πεταλάδες να σπρώχνουνε μέσα το Σωτήρη κι ύστερα καπνός απ’τη γωνία.

Εντομεταξύ αρχίσανε ν’ ακούγονται διάφορα. […]Κανένας όμως δεν ήξερε στα σίγουρα. Εκείνο που ήταν σίγουρο ήταν το τί μπορούσαν να τον έχουν κάνει. Αφού δηλαδή δε φάνηκε ως το βράδυ, ή θα τον είχανε κλεισμένο στο στρατόπεδο του «Παύλου Μελά» ή για εκτέλεση στο «κόκκινο σπιτάκι», πίσω απ’ τη «Δόξα». Και μετά πέταμα δίπλα, στο «Σέιχ Σου». Αποφασίσαμε την άλλη μέρα να πάμε στου «Παύλου Μελά». Να δούμε, να ρωτήσουμε, τέλος πάντων. Τ’ απομεσήμερο ανεβήκαμε στην «Αγίου Δημητρίου», «λαχαναγορά», απάνω «Παναγία Φανερωμένη», «γέφυρα των αναστεναγμών» κι απ’ την «οδό Λαγκαδά», ίσια στο στρατόπεδο. Φτάσαμε προχωρημένο απόγεμα.[5]

Τα σημεία της πόλης δεν λειτουργούν μόνο κεντρίζοντας την προσοχή και ενεργοποιώντας τις διαδικασίες της μνήμης αλλά γίνονται και ο χώρος στον οποίο εγγράφονται διαφορετικά χρονικά επίπεδα, διαφορετικές ιστορίες και τελικά τα ίδια τα διηγήματα. Στην Αγία Σοφία σταματάνε τα βήματα του αφηγητή, εκεί «σκύβει για να δει πόσο βαθιά κείται ο αυλόγυρος της εκκλησίας, πόσα εδαφικά στρώματα τον χωρίζουν απ’ τη σημερινή στάθμη της πόλης», εκεί σκύβει για να δει τον εαυτό.[6] Στα στρώματα αυτά προβάλλονται στιγμές της ιστορίας της Θεσσαλονίκης και της προσωπικής ιστορίας: η κατοχή στην αγκαλιά του πατέρα, η πυρκαγιά του 1917 στις ιστορίες του παππού. Σε αντίθεση με την ταύτιση του αφηγητή με την Αγία Σοφία, στην περίπτωση του λάκκου η «καινούρια πολυκατοικία […] γεμάτη καλοντυμένους κυρίους, αφράτες γυναίκες και πεντακάθαρα μίζερα παιδάκια» λειτουργεί αντιστικτικά για την ενεργοποίηση της μνήμης και την ανασύνθεση του τόπου που δεν υπάρχει πια.[7] Αντίστοιχα με την συμπαράθεση χρονικών επιπέδων στην Αγία Σοφία, στο Λάκκο συγκεντρώνονται οι διαφορετικές μικροϊστορίες της γειτονιάς:

Στο λάκκο κάναμε τα πιο πολλά παιχνίδια μας. Παίρναμε λαμαρίνες και τις γυρνούσαμε κατά πάνω σαν έλκυθρο, ανεβαίναμε απάνω και γλυστρούσαμε στην κατηφόρα μέχρι τον πάτο του λάκκου, όπου φυτρώνανε τσουκνίδες ανάμεσα σε σκουριασμένα τενεκέδια, παλιοσιδερικά και λογιώ λογιώ βρωμιές.

[…]Ο λάκκος ήτανε παγίδα πλάι στο σκοτεινό δρόμο. Ήτανε βλέπεις κι η συσκότιση, κι αυτοί οι “πεταλάδες” που μόλις βράδιαζε κάνανε περιπολία κι άμα βλέπανε καμιά φωτεινή χαραμάδα στο παράθυρο στήνονταν από κάτω και φώναζαν “φως, φως” με τις αγριοφωνάρες τους, όσο να ταιριάσεις την κουβέρτα και να μη φέγγει καθόλου. Έτσι τη νύχτα η γειτονιά ήταν θεοσκότεινη, κι άμα δεν ήξερες τους δρόμους και προπάντων άμα ήσουνα μεθυσμένος μπορούσες να βρεθείς σούμπιτος οχτώ μέτρα μες στο λάκκο.

[…]Έτσι επικίνδυνος ήταν ο λάκκος κι εμείς τον κάναμε ακόμα πιο επικίνδυνο με τ’ ακροβατικά μας στην άκρα του και το ψαχτήρι μας μες στο σκουπιδαριό που πέταγαν οι Γερμανοί απ’ το Φρουραρχείο. Εκεί μες στο βουνό απ’ τα σκουπίδια βρίσκαμε καμιά φορά πράγματα χρήσιμα για το σπίτι, κι ακόμα σφαίρες και βλήματα αχρηστεμένα. […Σ]το λάκκο έφερνε την πελατεία της τα βράδια κι η “Μοναξιά”, έτσι τη φωνάζαμε μια και δεν ξέραμε τίποτα γι’ αυτήν. Ούτε τ’ όνομά της. Μονάχα ξέραμε πως είχε νταβατζή τον Αλέκο τον ταγματαλήτη με τη μοτοσυκλέτα.[8]

Τόσο ο «Λάκκος» όσο και η «Αγία Σοφία η Δεύτερη» στεγάζουν «τις ιστορίες των ανθρώπων και της πόλης», γίνονται τίτλοι στα διηγήματα και σημεία συνάντησης φυσικού, λογοτεχνικού και έντυπου χώρου.

Παραμένοντας στο παράδειγμα του «Λάκκου», και περνώντας στον ψηφιακό χώρο, στο λήμμα Θεσσαλονίκη και Λογοτεχνία/Τόλης Καζαντζής, επιλέγουμε από τις ιστορίες που συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο αυτές που θεωρούμε ότι έχουν μια πιο άμεση και περιγραφική σχέση με τον τόπο. Κάθε σημείο αποτελεί και μια υποενότητα του γουίκι στην οποία συγκεντρώνονται όλες οι αναφορές από το σύνολο του πεζογραφικού έργου του Καζαντζή, ενώ οι υποενότητες αυτές ομαδοποιούνται με τη σειρά τους σε μεγαλύτερες ενότητες θεματικές (περιοχές, μνημεία, θάλασσα κ.λπ.). Για παράδειγμα, η υποενότητα «Σανατόριο Ασβεστοχωρίου» υπάγεται στην ενότητα «Νοσοκομεία, ιατρικά κέντρα, ψυχιατρεία». Ο τίτλος της υποενότητας, όπως και κάθε άλλης, αντιστοιχεί σε εντοπίσιμο γεωγραφικό σημείο, στον τόπο, και παραπέμπει με υπερσύνδεσμο σε σελίδα που δίνει πληροφορίες για το σημείο αυτό. Από την άλλη, με την παράθεση των αποσπασμάτων δημιουργείται σε αλληλεπίδραση με τον τόπο ο λογοτεχνικός και ψηφιακός χώρος του Σανατόριου Ασβεστοχωρίου στο γουίκι. Στόχος μας είναι με αυτή την οργάνωση του υλικού να υπάρχουν διακριτά τα δύο επίπεδα του τόπου και του χώρου στο πλαίσιο του λήμματος.

Πέρα από αυτό, αναζητήθηκαν και οι τρόποι με τους οποίους αξιοποιώντας τις δυνατότητες του νέου μέσου θα αναδεικνύονται και στην ψηφιακή συνθήκη οι διαφορετικές λειτουργίες του χώρου στο λογοτεχνικό έργο του Καζαντζή. Στο παράδειγμα της Αγίας Σοφίας που αναφέρθηκε προηγουμένως και σε αντίθεση με αυτό του Λάκκου οι αναφορές παρατίθενται πιο αποσπασματικά, κατ’ αναλογία των διαφορετικών χρονικών επιπέδων παραπέμποντας στη διαστρωμάτωση τόσο του διηγήματος όσο και του ίδιου του σημείου. Επιπλέον, στην περίπτωση της «ποιητικής των τοπωνυμίων», της συσσώρευσης δηλαδή διαφορετικών αναφορών στο πλαίσιο μιας μόνο πρότασης, επιλέχθηκε η δημιουργία εσωτερικών συνδέσμων από και προς κάθε σημείο, αναδεικνύοντας τις διαδρομές και χαρτογραφώντας τα πιθανά μονοπάτια που δημιουργούνται έτσι στο γουίκι.[9]

Κι ο «Βαρδάρης» ξεκολλημένος, ποιός ξέρει από ποιά χιόνια, ορμούσε μέσα στην πόλη από ένα σωρό ανοιχτά στόματα: Από τη «Λαγκαδά» και τη «Ραμόνα», απ’ τη «Μοναστηρίου» και τη «Γενιτσών» και τα «Σφαγεία» κι από το «Καφαντάρι» και το «Τσινάρι» και μαζευότανε εκεί στην πλατεία του κι έφερνε φούρλες τρελές, στρόβιλους ατέλειωτους, γεμάτους με σκουπιδαριό, κάρα κι ανθρώπους κι ύστερα χωνόταν μέσα στους δρόμους και τα δρομάκια μ’αναστεναγμούς, βροντούσε στους τσεσμέδες, τρύπωνε μέσα από τις πόρτες και τις φιράδες των παλιών σπιτιών, αυτών που όποιος δεν τα ξέρει, όποιος δεν τα ‘ζησε σε μέρες που ο άγριος άνεμος μας παραλοΐζει, τα λέει «γραφικά».[10]

Στο παράδειγμα αυτό, ο χρήστης του γούικι ακολουθώντας το Βαρδάρη μπορεί να ξεκινήσει από τη Λαγκαδά να κινηθεί προς τη Ραμόνα, τη Μοναστηρίου, τη Γιαννιτσών, τα Σφαγεία, το Καφαντάρι, το Τσινάρι και την πλατεία Βαρδαρίου, το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση της παρέας που ξεκινούσε από τη Νεα Παναγία και κατευθυνόταν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Επιλέγοντας δηλαδή το κάθε τοπωνύμιο, ο αναγνώστης μεταφέρεται στην αντίστοιχη υποενότητα, όπου μπορεί αφενός να ακολουθήσει τη διαδρομή από την οποία ξεκίνησε, εδώ αυτή του Βαρδάρη, και αφετέρου να αποκτήσει μια συνολικότερη εικόνα του σημείου στο σύνολο του πεζογραφικού έργου του Καζαντζή διαβάζοντας και τις υπόλοιπες αναφορές σε αυτό.

Έτσι, ο αναγνώστης-χρήστης του γουίκι αλληλεπιδρά με το χώρο, τον διαμορφώνει αλλά και διαμορφώνεται από αυτόν. Όπως αποτυπώνεται η οργανική σχέση του Βαρδάρη με την πόλη την οποία γράφει στο πέρασμά του και γράφεται από αυτή, των παιδιών που τη διασχίζουν αναζητώντας το Σωτήρη, του αφηγητή που εγγράφει την ιστορία της, μαζί με τη δική του, στην Αγία Σοφία, έτσι αποτυπώνεται και η σχέση του αναγνώστη με το λογοτεχνικό κείμενο. Μια κατεξοχήν σχέση αλληλεπίδρασης, η οποία στην ψηφιακή συνθήκη αποκτά μια επιπλέον χωρική διάσταση περιδιάβασης.

Διαμορφώνεται λοιπόν το βικι-βιβλίο Θεσσαλονίκη και Λογοτεχνία/Τόλης Καζαντζής, ένας διαδικτυακός ψηφιακός χώρος, ένα άλλο, από το έντυπο, μέσο στο οποίο προβάλλεται το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα. Ένας χώρος πολυφωνικός, συνεργατικός και διεπιστημονικός. Ένας χώρος ανοιχτός που μπορεί να διαβαστεί, να τροποποιηθεί, να εμπλουτιστεί, να αξιοποιηθεί από οποιονδήποτε χρήστη με πρόσβαση στο διαδίκτυο. Εντάσσεται σε ένα υπάρχον δίκτυο σελίδων και παράγει νέες συνδέσεις και νέες προοπτικές, όπως η δημιουργία ενός παράλληλου λήμματος όπου η οργάνωση δεν θα γίνεται πια με άξονα το χώρο αλλά με άξονα τα πρόσωπα με στόχο τη διασύνδεσή των δύο αυτών σελίδων προς την κατεύθυνση της γνωστής πια «ανθρωπογεωγραφίας» του έργου του Τόλη Καζαντζή. Τέλος, δε λειτουργεί μόνο ως μελέτη ή ως ψηφιακό βιβλίο αλλά και ως βάση δεδομένων, αποθετήριο ψηφιακών πόρων σχετικών με το συγγραφέα, την πόλη και το έργο του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

De Certeau, Michel, The Practice of Everyday Life (trans. Stephen Rendall), University of California Press, Berkeley, 1988.

Καζαντζής, Τόλης, Η παρέλαση, Ερμής, Αθήνα, 1976.

 

Καζαντζής, Τόλης, Ενηλικίωση, Ερμής, Αθήνα, 1980.

Καζαντζής, Τόλης, Το Τελευταίο Καταφύγιο, Νεφέλη, Αθήνα, 1989.

Piatti, Barbara, και Lorenz Hurni, «Cartographies of Fictional Worlds», περ. The Cartographic Journal τμ. 48 (2011) 218-223.

Tuan, Yi-Fu, Space and Place: The Perspective of Experience, University of Minnesota Press, Minneapolis, 1977.

[1] Οι συνολικές αναφορές φτάνουν περίπου τις 540 αν συνυπολογιστούν οι αναφορές που επαναλαμβάνονται αυτούσιες, στην αυτοτελή έκδοση της κυρα-Λισάβετ και στη διπλή έκδοση Παρέλαση-Ενηλικίωση, οι οποίες επίσης συμπεριλαμβάνονται στο γουίκι.

[2] Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί εδώ ότι η ομοιόμορφη κατανομή των αναφορών που παρατηρείται στην Παρέλαση δεν παρατηρείται στο Τελευταίο Καταφύγιο, αφού οι περισσότερες αναφορές συγκεντρώνονται σε δύο μόνο διηγήματα, «Αγία Σοφία η Δεύτερη» και «Δροσούλα». Επίσης, το Τελευταίο Καταφύγιο είναι διπλάσιο σχεδόν σε έκταση από την Παρέλαση παρότι αποτελείται από τα μισά περίπου διηγήματα. Οι διαφορές αυτές που προκύπτουν από μια πρώτη στατιστική ανάλυση των αναφορών στο πρώτο και στο τελευταίο δημοσιευμένο (εν ζωή) βιβλίο του Καζαντζή θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και σε σχέση με μια διαφορετική διαχείριση και λειτουργία του χώρου, όπως θα δούμε παρακάτω.

[3] Με τον όρο «γουίκι» αναφερόμαστε στο εξής στα λήμματα της βικιπαίδειας και των βικιβιβλίων.

[4] Στο πλαίσιο της θεωρητικής συζήτησης για τη διάκριση τόπου και χώρου έχουν αποδοθεί διαφορετικές ερμηνείες στους δύο όρους προκρίνοντας συχνά το έναν έναντι του άλλου. Εδώ όμως επιλέγουμε αυτή τη νοηματοδότηση δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση όχι στη μεταξύ τους διάκριση αλλά στην αλληλεπίδρασή τους (Yi-Fu Tuan, Nigel Thrift, Michel de Certeau κ.ά.).

[5] Τόλης Καζαντζής, Η παρέλαση, Ερμής, Αθήνα, 1976, σ. 77-78.

[6] Τόλης Καζαντζής, Το Τελευταίο Καταφύγιο, Νεφέλη, Αθήνα, 1989, σ. 86.

[7] Τόλης Καζαντζής, Η παρέλαση, Ερμής, Αθήνα, 1976, σ. 10.

[8] ό.π. σ. 7-10

[9] Τον όρο τον δανειζόμαστε από το άρθρο των Miranda Anderson and James Loxley «The Digital Poetics of Place-Names in Literary Edinburgh» στο David, Donaldson, Christofer and Murrieta-Flores, Patricia, Literary Mapping in the Digital Age, Routledge, London, 2016, σ. 47-66.

[10] Τόλης Καζαντζής, Ενηλικίωση, Ερμής, Αθήνα, 1980, σ. 58-59

Προηγούμενο άρθροΕνρίκε Βίλα Μάτας: Ασυναρτησία, τέχνη και ζωή (της Ειρήνης Σταματοπούλου)
Επόμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ Τόλης Καζαντζής, β΄μέρος (Ζητήματα βιογράφησης, λογοτεχνικής σύμβασης και μυθοπλασιακής αναπαράστασης (του Αλ. Ακριτόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ