Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Ο πεζογράφος Τόλης Καζαντζής ανήκει σε κείνη την ομάδα των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών που έφυγαν αδίκως πρόωρα, σε μια ηλικία που θα έδιναν πιθανότατα και το πιο ώριμο έργο τους – όπως και ο Γιώργος Ιωάννου, ή ο Ανέστης Ευαγγέλου. Παρόλα αυτά πρόλαβε να γράψει ένα σύνολο βιβλίων με πεζά που κάπως ανολοκλήρωτα, έστω, δίνουν έντονο το στίγμα της συγγραφικής του ιδιοπροσωπίας. Περιέχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν διακριτό, με συγκεκριμένο ύφος, γλώσσα, διαχείριση προσώπων, ρυθμούς, ιδιοσυχνότητα και θεματογραφία.
Ο Τόλης Καζαντζής είναι πεζογράφος που κατεξοχήν εμπνεύστηκε από το πολλαπλό και πλούσιο ορυκτό της πραγματικότητας και της ιστορίας της πόλης του. Έζησε την Κατοχή, τον εμφύλιο, και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, περιόδους που αποτελούν το κυρίως συγγραφικό υλικό του και την μήτρα της έμπνευσής του. Βίωσε το μεγαλείο και την μιζέρια αυτών των δραματικών ιστορικών φάσεων εκ των ένδον, γνώρισε και παρατήρησε πυρετικά τα πρόσωπα, ιδίως τους αφανείς ήρωες της γειτονιάς και του περιθωρίου, τραγικούς και κωμικούς συνάμα, με τις αυταπάτες, το μεγαλείο και την μικρότητά τους, την μικροψυχία και τη γενναιοφροσύνη τους, την κακή τους μοίρα και τον αγώνα επιβίωσης. Τα απίθανα σόγια, τις ανοικονόμητες οικογένειες και τις γειτονιές, τους έρωτες, τους γάμους, τους χωρισμούς και τις κηδείες, τις απώλειες, τα απωθημένα και τις εμμονές, την παραφροσύνη και την ιδιοτέλεια, τις μωροφιλοδοξίες και τον αγώνα της βιωτής. Την ευτραπελία και το δράμα τους, σε μια εποχή που ολόκληρος σχεδόν ο λαός, τσακισμένος απ’ την ιστορική περιπέτεια, πασκίζει να βρει τον δρόμο του, να επινοήσει τον εαυτό του, να χαράξει νέους άξονες. Ένας κόσμος που προσπαθεί να διακρίνει δικαιολογίες ζωής, καθημαγμένος όχι μόνο την πρόσφατη ιστορική πληγή, από την ύπερθεν πολιτική κακοσμία και τα ψεύδη των δύο πλευρών, αλλά και από την φτώχεια, την ανέχεια και την φενάκη ενός αγωνιώδους ημι-μικροαστισμού που δεν ξέρει κατά που να κάνει.
Εγκλωβισμένος και ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα σε αυτό το πολλαπλό πλέγμα, παρατηρεί, καταγράφει, περιγράφει, ανατέμνει και απομυθοποιεί, καγχάζει και υποφέρει, αγωνίζεται να υπάρξει, να βγει και να τα μετουσιώσει τελικώς, όλα αυτά σε ένα κομματιαστό αφήγημα κωμικοτραγωδίας, με καθαρή ματιά, σαρκασμό, αλλά και τρυφερότητα, με ειρωνεία αλλά και συγκατάβαση. Με μια θεληματική θα λέγαμε, τελική οικείωση που κάνει τα πάντα αβάσταχτα αλλά και αποδεκτά, φίλια και σχεδόν συμπαθή μέσα στην ακατάσχετη παράνοιά τους, που έτσι ή αλλιώς καταλήγει σε μια μεταπλασμένη, απολαυστική μετα-πραγματική, λογοτεχνική μετουσίωση.
Ο Τόλης Καζαντζής, παρότι με ξεπερνούσε κατά δέκα πέντε συναπτά χρόνια, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο, τολμώ να πω, φίλος μου, και το λέω με σεβασμό και τηρουμένων όλων των σχετικών αναλογιών. Τουλάχιστον έτσι άνετα με έκανε να νιώθω, ως φίλο, παρότι, τότε, είχαμε ορατή διαφορά εμπειριών, διαδρομής, έργου και γνώσεων. Δεν μ’ έκανε ποτέ να νιώσω ως νεότερος, κατώτερος, ή υπό δοκιμασίαν μαθητής, διότι το χιούμορ και η οικειότητα που εξέπεμπε καταργούσε τάχιστα κάθε διαχωρισμό και ιεραρχία. Ήταν έξοχος προφορικός αφηγητής, εξίσου με τα γραπτά του – οι ιστορίες που έλεγε, επινοούσε, θυμόταν, ή και τα δυό, ήταν ατελεύτητες. Η ειρωνεία του προέκυπτε απ’ το γεγονός ότι ήταν ένας άνθρωπος που ήδη από τότε σκεπτόταν εξ ιδίων, με το δικό του το μυαλό. Κρατήθηκε μακριά από ιδεολογίες, κομματισμούς και φανατισμούς, οπότε μπορούσε όλα να τα βλέπει αποστασιοποιημένα, χωρίς μύθους, απογυμνωμένα, και με μια διάθεση απροσδόκητης ιλαρότητας, διατυπωμένης, όμως, με έκτακτη σοβαρότητα. Αυτό το στιλ του τον έκανε πολύ αγαπητό και ευάρεστο – είχε μια απολύτως προσωπική ματιά στα πράγματα, προσόν που είναι χαρακτηριστικό κάθε σημαντικού συγγραφέα ή ευρύτερα κάθε καλλιτέχνη. Μιλούσε για την Κατοχή και τον εμφύλιο με εντελώς αντίθετο, αντι-ηρωικό τρόπο απ’ ότι συνηθίζονταν τότε, στην μεταπολίτευση, γεγονός που ενοχλούσε όσους ήθελαν να κατασκευάσουν αναδρομικούς μύθους, είτε από αφέλεια, είτε από πολιτικό συμφέρον. Με τον ίδιο τρόπο αναφερόταν και σε προσωπικότητες της εποχής, τονίζοντας τα ανθρώπινα στοιχεία, τις λογικές αδυναμίες και τις ιδιοτέλειές τους, αποφεύγοντας την δοξολογία και τη υπερ-μυθοποίηση. Το ψύχραιμο βλέμμα του και η παιγνιώδης διάθεση ήταν μια δύσκολη διδασκαλία για όλους μας, τότε, που διψούσαμε για μεγαλοστομίες και ηρωικά, παραφουσκωμένα αφηγήματα που θα εξέθρεφαν την δική μας πόζα, την δική μας νεανική φενάκη, ή την πονηρή οπισθοβουλία να ενταχθούμε δια της αποδοχής των ιδεών που κυριαρχούσαν τότε.
Επίσης διδακτική – χωρίς να το θέλει ο ίδιος- ήταν η επιμονή του στην πυρετική παρατήρηση του κοντινού, του καθημερινού, του πέριξ υπάρχοντος, των παραδιπλανών ανθρώπων και της δικής τους χθαμαλής εποποιίας του ελάχιστου, που γι’ αυτόν ήταν πάντα αστείρευτη πηγή υλικού, άντλησης γλωσσικού πλούτου και διαρκούς έμπνευσης. Ο Τόλης Καζαντζής όντας αντι-σνομπ συγγραφέας καλλιεργούσε ωστόσο έναν ήπιο, ανάποδο σνομπισμό της πραγματικής γνώσης, με την έννοια ότι δεν παρασύρονταν από πεποιημένες βεβαιότητες, αλλά πατούσε μόνο στην εμπειρία της δικής του διατρητικής ματιάς. Επέμενε μειδιώντας ήρεμα στο όντως υπάρχον, σε αυτό που με τα μάτια του είχε δει και διαπιστώσει προσωπικά κι όχι στην εύκολη και υστερόβουλη ιδεολογικοποίηση όσων έψαχναν ένα αναδρομικό, επικό ιδεολόγημα για να κάνουν καριέρα, να γίνουν αρεστοί και ευάρεστοι στον λαϊκισμό, που σοβούσε από τότε, πριν εκραγεί και ξεχειλώσει επίσημα κατά τα πιο πρόσφατα χρόνια.
Ο Τόλης Καζαντζής ήταν αμετακίνητος. Ήξερε ακριβώς τι έλεγε. Ήξερε να βλέπει και να συλλογιέται. Δεν παρασύρονταν. Η προσωπική, υποκειμενική Σκέψη, αξίωμα όλης σχεδόν της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ήταν για εκείνον στάση ζωής και κατακτημένο έδαφος. Αυτή η όραση και αυτή η διάκριση είναι καταφανής σε όλο του το έργο. Κι αυτό τον σώζει ως επιπλέον προσόν, ενώ είναι γνωστό πόσους ομότεχνούς του έχει φθείρει, περιορίσει ή απομειώσει το ότι, έστω από καλή διάθεση, ή για άλλους λόγους, πήραν πολύ θεαματικά και εξώφθαλμα το μέρος της μιάς, ή της άλλης πλευράς, ενώ καθήκον τους ήταν να δούνε πολύ βαθύτερα, να ανιχνεύσουν τα απώτερα βάθη της ανθρώπινης κατάστασης σε μια πολύ οδυνηρή ιστορική και κοινωνική συγκυρία.
Τον θυμάμαι σαν και τώρα. Τα μάτια του ανοιχτά γαλάζια, περιπαιχτικά, τα χέρια του με κάπως χοντρά δάχτυλα και ελαφρώς κυρτά νύχια, κιτρινισμένα απ’ το κάπνισμα. Τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω. Μέτριο ύψος, λίγο φαρδύς στη μέση με κάπως χοντρά πόδια και κλασικά, σχεδόν μυτερά μεταπολεμικά παπούτσια. Ντυνότανε συντηρητικά, έως παλιομοδίτικα. Συναντιόμασταν κάθε Σάββατο στο πατάρι του Ιανού. Απολαμβάνοντας το ελληνικό καφεδάκι του και καπνίζοντας, μας έλεγε ιστορίες που έκαναν τα γέλια μας να ακούγονται ως κάτω στο ισόγειο. Η εγνωσμένη ασθένεια δεν τον είχε καταβάλει. Απομυθοποιούσε, έπαιζε, διέλυε τις αυταπάτες μας, ή τις μεγαλοστομίες άλλων που μας κανοναρχούσαν, ως νεότερους, με ιδεολογικές ερμηνείες και στρεβλωμένες μνήμες. Κι όταν τον διαβάζω και τον ξαναδιαβάζω, είναι λες και τον ακούω. Ο Τόλης ήταν ό,τι έγραφε, και έγραφε αυτό που ήταν. Ακόμα και ο προφορικός λόγος του δεν ήταν καθόλου δικηγορίστικος, αλλά σχεδόν καθαρά λογοτεχνικός, απλός αλλά και περίτεχνος, ρυθμικός, αποφασισμένα αφηγηματικός, με τις παύσεις του και τις εναλλαγές της φωνής. Σαν να προβάριζε σε μας, σε ζωντανό ακροατήριο, ένα επόμενο διήγημα.
Αν θεωρήσουμε ότι πάντα η μεταπλασμένη, μετουσιωμένη λογοτεχνία, αντλεί από το πραγματικό, τότε ο λόγος και η πεζογραφία του Τόλη Καζαντζή είναι μια καθαρή ματιά, από πολλά καταστατικά σημεία οράσεως, όπως ειπώθηκε, πάνω στο δράμα αλλά και στο οδυνηρό γκροτέσκο των χρόνων της Κατοχής του εμφυλίου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών με επίκεντρο άντλησης ορυκτού από την Θεσσαλονίκη – κυρίως. Οι αφηγηματικές του φόρμες, ολιγοσέλιδες ή μεγαλύτερες έχουν μερικά βασικά χαρακτηριστικά. Καταρχήν, είτε είναι μνήμες, είτε επινοήσεις, είτε συλλήψεις της φαντασίας, είτε όλα αυτά μαζί σε ποικίλους συνδυασμούς και εναλλαγές, έχουν ως θεματογραφία γεγονότα και σχέσεις της καθημερινότητας των κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων με χαρακτήρες συνήθεις, αλλά εμβληματικούς της εποχής, σε βαθμό που ορισμένες φορές θυμίζουν σκίτσα του Αρχέλαου, ή τύπους ανθρώπων, γειτονιές, και συμπεριφορές που κάποτε συναντάμε σε ορισμένες πετυχημένες ταινίες της δεκαετίας του ‘60. Η μπαγαποντιά, η ιδιοτέλεια, οι δύσκολοι έρωτες, οι απίστευτες πεθερές, στρατιωτικοί, μεροκαματιάρηδες και συνταξιούχοι, υστερικές γυναίκες και αφελείς νεαροί, πόζα, μωροφιλοδοξίες και αυταπάτες, ψωριάρικα μεγαλεία και αγωνία προβιβασμού, πτωχαλαζονεία και εμμονές, μεγαλείο και ποταπότητα. Η αέναη ταραχή κι αγωνία ενός τσακισμένου κόσμου που πασκίζει να περάσει από το μάτι της βελόνας, μπλεγμένος και υποταγμένος σε ένα παίγνιο το οποίο δεν κατανοεί και που τον υπερβαίνει κατά πολύ. Πρόκειται για έναν παλιό κόσμο που βγήκε τσακισμένος απ’ τις μυλόπετρες της Ιστορίας και σβήνει αλλά και που από τα σπλάχνα του θα αναδυθεί η νέα δυσπλασία των επόμενων γενεών, κουβαλώντας τις πληγές και τις κύστες των γονέων της, ακόμα και μέχρι σήμερα.
Ο ρυθμός των πεζογραφημάτων του συγγραφέα είναι συνήθως αργός, με περιορισμένο μοντάζ και μεγάλη αφηγηματική άνεση. Τα κείμενά του περιέχουν συνήθως περισσότερους από έναν θεματικούς πυρήνες, περισσότερο από ένα κεντρικά πρόσωπα και αρκετούς δευτερεύοντες ρόλους. Συχνά εκεί που πάει να τελειώσει μια ιστορία, ή να εξαντληθεί ένα πρόσωπο, προκύπτει μια δεύτερη που μπλέκεται με την πρώτη, ανοίγει νέος κύκλος, και μετά ο επόμενος, που διασυνδέεται επάλληλα με τους προηγούμενους. Η αφήγηση εκτρέπεται, προχωρεί σε νέα μονοπάτια και δημιουργεί νέες εμπλοκές καταστάσεων, γεγονότων και απροσδόκητων συμβάντων.
Σαν ένα, ή πολλά, δυσδιάκριτα, τεμνόμενα σίριαλ με ατελεύτητες ιστορίες ενός πολύπλοκου, χαλαρού αλλά σχεδόν ενιαίου μικρο-σύμπαντος, που από τις δικές του περιπέτειες μπορεί κανείς να αντιληφθεί, ή να συλλογιστεί τις αντιστοιχίες με την παθολογία, την μαγεία, την μικρότητα, το μεγαλείο και το γκροτέσκ του ευρύτερου κόσμου, που είναι ανάλογος και σχεδόν πάντα ίδιος.
Η τοπογραφία που αναπαριστά είναι συνήθως εκείνη του αστικού τοπίου και κυρίως της μεταπολεμικής γειτονιάς, με τα φτωχά σπίτια, τα στενά δωμάτια, τις θλιβερές κουζίνες, τις κοινές αυλές και την δομή της συνοίκησης που επιτρέπει το κουτσομπολιό, καταργεί την ιδιωτικότητα, επιτρέπει σε όλους να ξέρουν τι κάνουν όλοι. Στριμωξίδι και κολλητές γειτονίες ευνοούν την πρόσληψη του συγγραφέα ο οποίος έχει έτσι την ευχέρεια να μαθαίνει τις άπειρες ιστορίες, τις συγκρούσεις και τις περιπέτειες των ηρώων αυτών που τροφοδοτούν μακροπρόθεσμα την μνήμη του, ή αποτελούν έμπνευση για την επινόηση κατοπινών αφηγηματικών προσώπων με κάποια από τα δικά τους, πιθανά χαρακτηριστικά.
Η τεχνική αυτή συνηθισμένη στην πεζογραφία επαληθεύεται με ευθείες αναφορές στο τελευταίο του διήγημα, όπου, πέρα απ’ την μνήμη, ο συγγραφέας επιδίδεται στην συνειδητή αναζήτηση προσώπων που θα αποτελέσουν αφορμή δημιουργίας λογοτεχνικών ηρώων, στην ιχνηλασία ιστοριών που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι το αρχικό υλικό προς μεταποίηση σε μεταπλασμένη λογοτεχνία.
Βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο της πεζογραφίας του Τόλη Καζαντζή είναι, βέβαια, η χρήση της γλώσσας και η ζωηρότητα και η ευθυβολία των διαλόγων. Θα έλεγα ότι η γλώσσα είναι το κυρίαρχο, ότι όλα συνέχονται απ’ αυτή και από τον ρυθμό και την κύμανση των κειμένων. Πρόκειται για μίξη λόγιων στοιχείων, συχνά συνειδητά επιτηδευμένων, με κατεξοχήν τρόπους ομιλίας της γειτονιάς της εποχής του, όχι διακριτής ως κανονικό, ξεχωριστό ιδίωμα, αλλά με φράσεις, εκφράσεις και λέξεις εκείνων των χρόνων, και συχνά με εκφορά προφορικού λόγου. Με την απλότητα, την θυμοσοφία αλλά και τα κλισέ της λαϊκής συνομιλίας, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί θεληματικά για να αναδείξει πλευρές των χαρακτήρων του. Διασώζει λέξεις όπως «κοκορνιόκος» και πολλές άλλες, που δεν χρησιμοποιούνται πια, βούλιαξαν στην λήθη μαζί με τις γειτονιές του ‘ 60.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Τόλης Καζαντζής είναι κυρίως σατιρικός συγγραφέας. Ένας αφηγητής της χαρμολύπης και της ανθρώπινης κωμικοτραγωδίας. Απομυθοποιητικός, ποτέ δοξαστικός, σπάνια λυρικός, κάποτε ευθέως σαρκαστικός, αλλά και πικρά συμπονετικός, ίσως βαθύτερα και μη ομολογημένα απελπισμένος, αλλά πάντα ευδιάθετος. Σαν να μην ήθελε να αφήσει το κακό να μπει μέσα του. Το απέκρουε και το επεξεργαζόταν και το διέλυε με το χιούμορ και την παράλληλη όραση, με διατρητική γνώση και ενσυναίσθηση της βαθύτερης ανθρώπινης φύσης, που προέκυψε από την οδυνηρή, άμεση εμπειρία και την εντατική, πυρετική παρατήρηση. Ακόμα πιο βαθιά όμως κατανόησε τον μοιραίο ρόλο της γλώσσας, της λέξης, όπου κατοπτρίζονται, αναδεικνύονται, περιέχονται και γαλβανίζονται τα πάντα.
Ακόμα και στο «Μια μέρα με τον Σκαρίμπα», παρότι η αφηγηματική επίφαση είναι διαφορετική, στην ουσία πρόκειται για την ίδια όραση, επικέντρωση και θεματογραφία, παραλλαγμένη μεν, αλλά στο βάθος ίδια. Ο Καζαντζής δημιούργησε μια δική του, προσωπική, διαθλασμένη Θεσσαλονίκη στο λογοτεχνικό επέκεινα, σε ένα ιδιωτικό, αλλά και δημόσιο ταυτόχρονα πεζογραφικό Αντιπέραν. Έφτιαξε, με κομμάτια και θραύσματα, πλευρές μιας ιδιότυπης, ελλειπτικής μετα- πόλης λέξεων, που όμως θα μπορούσε να είναι και οποιαδήποτε ορατή και αόρατη πόλη του κόσμου μέσα σε ανάλογες συγκυρίες οδύνης, διαταραχής και αναζήτησης.