Αλέξανδρος Ακριτόπουλος.
Ζητήματα βιογράφησης, λογοτεχνικής σύμβασης και μυθοπλασιακής αναπαράστασης στο «αφήγημα» Μια μέρα με τον Σκαρίμπα του Τόλη Καζαντζή
Εισαγωγή
Το έργο του Τόλη Καζαντζή Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, που βραβεύτηκε ως μυθιστορηματική βιογραφία (1986) και ο ίδιος χαρακτήρισε «αφήγημα», αποτελεί το εκτενέστερο αφηγηματικό αναφορικό κείμενο που μας άφησε ο διηγηματογράφος κατ᾽ εξοχήν συγγραφέας.[1] Γραμμένο περίπου δέκα χρόνια μετά την έναρξη της μεταπολίτευσης και τριάντα χρόνια από σήμερα, το έργο αυτό ως μυθοπλασιακή βιογραφία, είδος που κατά τους θεωρητικούς κινείται μεταξύ δοκιμίου, βιογραφίας, και ιστορίας, συνεχίζει μια ενδιαφέρουσα παράδοση στην παραγωγή αφηγήσεων του βίου. Επιπλέον, όπως έδειξε ο χρόνος, ως συγκεκριμένη παρέμβαση στην πνευματική ζωή σηματοδοτεί με νόημα, ένα εξίσου ενδιαφέρον μέλλον, μάλιστα και στους δικούς μας «δίσεχτους καιρούς», της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα.
Ι. Η γενεαλογία της σχέσης των δύο συγγραφέων
Η διανθρώπινη σχέση του μέτοικου στη Χαλκίδα Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984) και του Θεσσαλονικέα Τόλη Καζαντζή (1938-1991) φαίνεται να αναδύεται από τη δεκαετία του εξήντα, οπόταν ο νεότερος Καζαντζής δραστηριοποιείται ενεργά ως πεζογράφος και κριτικός στο περιοδικό Διαγώνιος, εκεί όπου ο μεγαλύτερος δημοσιεύει έργα του.[2] Από τότε φαίνεται να γνωρίζει ο Καζαντζής τον Σκαρίμπα, ο οποίος ως λογοτέχνης ήταν γνωστός στους παροικούντες τη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με δημοσίευση ποιημάτων του στο ρηξικέλευθο περιοδικό του μοντερνισμού Μακεδονικές Ημέρες.[3] Και ως πνευματικό άνθρωπο και ως λογοτέχνη της επαρχίας που, όπως έχει αποδείξει η έρευνα, εναντιώθηκε στο λογοτεχνικό κατεστημένο της γενιάς του στην πρωτεύουσα, [4] τον παρακολουθεί ήδη από τη δεκαετία του εξήντα ως φαίνεται από τη δική του πόλη ο Καζαντζής.
Το 1969 ο Καζαντζής επισκέπτεται τον Σκαρίμπα στη Χαλκίδα, γεγονός που σηματοδοτεί το ενδιαφέρον του για τον βίο και την πολιτεία ενός παραδοξολόγου και εκκεντρικού ανθρώπου και ενός μοντερνιστή, ανατρεπτικού συγγραφέα που όντας ακόμα εν ζωή είχε γίνει μύθος όχι μόνον στην πόλη διαμονής του, αλλά και σε όλη την Ελλάδα.[5] Το έτος 1969 βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία (76 ετών).
Ο Καζαντζής δεν φαίνεται να έγραψε συγκεκριμένο μελέτημα για τον Σκαρίμπα. Φαίνεται όμως από τη θέση και τον ρόλο του στο περιοδικό Διαγώνιος, όπου συμμετείχε ως πεζογράφος και κριτικός, ότι γνώριζε τον λογοτέχνη, τον εκτιμούσε για τις λογοτεχνικές του αρετές και ίσως να τον θαύμαζε για τις ιδέες του σχετικά με τη λογοτεχνία ως θεσμό πολιτισμού και τον πνευματικό βίο στην Ελλάδα την εποχή αυτή. Όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν το υπέδαφος, την ανθρώπινη και πολιτισμική εκείνη συνθήκη μέσα στην οποία ο νεότερος συγγραφέας έζησε το δέλεαρ της «βιογράφησης» του μεγαλύτερου ομοτέχνου του. Και, κατά συνέπεια, όλη αυτή η εμπειρία τεκμηρώνει και τη μείζονος σημασίας επιλογή του, να συνθέσει ένα έργο μεγαλύτερης αφηγηματικής έκτασης απ᾽ ό,τι μέχρι τότε είχε δημιουργήσει ως πεζογράφος.
ΙΙ. Ο Γιάννης Σκαρίμπας ως δέλεαρ βιογράφησης
Από πού πηγάζει η επιθυμία βιογράφησης της ζωής ενός άλλου ανθρώπου; Συνδέεται, ως συγγραφική και μυθοποιητική διαδικασία, η βιογράφηση με τη λογοτεχνική σύμβαση; Και σε ποιον βαθμό; Δεν υπάρχουν σήμερα ολοκληρωμένες συμβατικές βιογραφίες του λογοτέχνη Γιάννη Σκαρίμπα. Όμως υπάρχουν πολλές διάσπαρτες βιογραφικές πληροφορίες σε βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες για τον λογοτέχνη που συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την πόλη της Χαλκίδας. Το γεγονός ότι γράφονται δύο βιβλία τη χρονιά του θανάτου του (1984), τεκμηριώνει το δέλεαρ που ασκούσε ο λογοτέχνης σε νεότερους συγγραφείς και αναγνώστες του γενικότερα. Πρόκειται για το βιβλίο της Μαρίας Χατζηγιάννη, Ο άλλος Σκαρίμπας, με χρονοτοπική ένδειξη, Χαλκίδα, Μάιος 1984, και του Τόλη Καζαντζή, Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, Θεσσαλονίκη, Απρίλιος-Νοέμβριος 1984. Το δεύτερο έργο, που μας απασχολεί εδώ, επανεκδόθηκε το 2005. Ο Καζαντζής δεν φαίνεται να γνωρίζει το βιβλίο της Χατζηγιάννη, όταν γράφει το δικό του «αφήγημα».
Στην περίπτωση που εξετάζουμε -πρόκειται περί ομότεχνων λογοτεχνών- οι όροι «βίος», «βιογραφία», «βιογράφηση», βρίσκονται σε πολύ στενή σχέση αλληλεξάρτησης και αμοιβαιότητας: ο βίος και το έργο, ο άνθρωπος και ο δημιουργός, ο βιογραφούμενος και ο βιογράφος του, ο ίστορας αφηγητής και ο ιστορούμενος ήρωας, καθορίζουν μια σχέση θαυμασμού και αλληλοεκτίμησης. Η λογοτεχνική γραφή δημιουργεί ένα σύνθετο σημειωτικό αντι-κείμενο με συμβολικό νόημα που εξεικονίζει τον άνθρωπο και την κοινωνία της εποχής του, δηλαδή ένα αναφορικό αφήγημα όπως αυτό που μας απασχολεί. Η ταύτιση ονομάτων, έργων, λόγων άλλων συγγραφέων, ως μέθοδος έρευνας και μελέτης σε αναφορικά αφηγήματα (βιογραφία, αυτοβιογραφία και μυθοπλασιακά βιογραφικά είδη), έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές της λογοτεχνίας, ενώ υπάρχει σχετική φιλολογική έρευνα και για άλλους λογοτέχνες μας, όπως τον Γεώργιο Βιζυηνό.[6] Ο Ξ. Α. Κοκόλης, φίλος του συγγραφέα, μελετώντας το διακείμενο στο έργο του Καζαντζή, επιχειρεί την ταύτιση ονομάτων, έργων, λόγων άλλων συγγραφέων σε ολόκληρο το έργο του. Αποφεύγοντας τον όρο διακειμενικότητα, προκρίνει μια τυπολογία του παραθέματος, δικαιώνοντας τη θέση του Σεφέρη «η τέχνη είναι μια απέραντη αλληλεγγύη».[7] Με βάση όλα τα παραπάνω, το «αφήγημα» του Καζαντζή, κατά τον Αλέξη Ζήρα, προέρχεται «…από μια ορισμένη ηθική στάση του πεζογράφου για τον κόσμο αλλά και την αποστολή της λογοτεχνικής μυθοπλασίας», ενώ κατά τον Βασίλη Καραβίτη, «…κι από απωθημένα αισθήματα δικαιοσύνης».[8]
ΙΙΙ. Το ειδολογικό σχήμα της νέας λογοτεχνικής μορφής
Το έργο στη σύλληψή του αποτελεί μια συνεκδοχική βιογράφηση (λογοτεχνική/μυθοπλασιακή βιογραφία) ενός ομότεχνου ήρωα (Σκαρίμπας) του οποίου το ύφος και ήθος ανυπόκριτα υιοθετεί και έντεχνα ενσωματώνει στη δική του γραφή ο βιογράφος συγγραφέας (Καζαντζής). Η λογοτεχνική σύνθεση, μια περίπλοκη σημειωτική και λεκτική πράξη επικοινωνίας, κατά την πραγμάτωσή της, διαρθρώνεται σε διάφορα επίπεδα.[9] Στο αφηγηματικό επίπεδο ίσως βρίσκεται η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου, γιατί ο συγγραφέας κατασκευάζει ουσιαστικά μια νέα μορφή, μια πεζογραφική σύνθεση που έχει πολλές κατακτήσεις σε σχέση με την προηγούμενη πεζογραφική παραγωγή του.
Η αφήγηση εκφέρεται με «διήγηση», «μίμηση» και συνδυασμό τους.[10] Αυτή η αφηγηματική στρατηγική (πλάγιος λόγος, ελεύθερος πλάγιος λόγος, ενσωμάτωση λόγου τρίτων) ενσωματωμένη στη σκηνοθεσία του έργου στοχεύει στη μείξη των φωνών· με τον πλαγιασμό, η φωνή του αφηγητή αναμιγνύεται με τη φωνή του ήρωα και η φωνή του ήρωα με τη φωνή του αφηγητή, με αποτέλεσμα (α) την ενίσχυση της πολυφωνικότητας του καζαντζικού κειμένου (β) τη διαμόρφωση της αίσθησης ενός διαλογικού σχήματος. Ωστόσο, η ψευδο-διαλογική μορφή αφήγησης που διαμορφώνεται στο κείμενο, παραβιάζοντας τη διαλογική ισορροπία προς την πλευρά του ιστορούμενου ήρωα (Σκαρίμπας) αποσκοπεί στην ευθεία προβολή του χαρακτήρα, των σκέψεων, των συναισθημάτων και των ιδεών, και των κινήσεών του ακόμη, όσο γίνεται πιο αυθεντικά και πειστικά. Μόνο στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου ο αναγνώστης μπορεί να ταυτίσει τον ίστορα αφηγητή με ένα πρόσωπο που ονομάζεται «Απόστολος» και το οποίο μάς παραπέμπει ευθέως στον επισκέπτη του βιογραφούμενου ήρωα, δηλαδή στον Θεσσαλονικιό συγγραφέα Τόλη Καζαντζή. Η μίμηση λόγων και πράξεων, δηλαδή η μίμηση του σκαριμπικού ήθους και ύφους, λογοτεχνική δημιουργία πολυεπίπεδη, πανταχού παρούσα σε όλο το κείμενο του Καζαντζή αγκαλιάζει όλη τη μυθοπλασία και την έκφραση, οργανώνει χρονικά και τοπικά τη σκηνοθεσία, μορφοποιεί το έργο, κινητοποιεί την πλοκή, δίνοντας στην ιστορία ένα ενδιαφέρον περιεχόμενο. Στη μορφοποιητική λειτουργία της μίμησης αξίζει να σταθούμε περισσότερο, για να δείξουμε ότι η μίμηση είναι δημιουργική και υπακούει στις εμπρόθετες επιλογές του Καζαντζή. Έχει μελετηθεί η παρωδητική λειτουργία του λόγου στον Σκαρίμπα.[11] Η παρωδία ως υφολογικός μηχανισμός του ιστορούμενου γίνεται εδώ υφολογικός μηχανισμός του ιστορητή συγγραφέα. Το παρωδητικό όμως ιδίωμα του Καζαντζή, πέρα από την όποια επίδραση του σκαριμπικού ιδιώματος, τεχνουργείται ήδη στα διηγήματά του της περιόδου 1975-1985, που δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά και σε τομίδιο με τον εύγλωττο τίτλο Καταστροφές, όπου εκεί παρωδούνται πρόσωπα και πράγματα της λογοτεχνίας μας· εκτός αυτών, στο υπό μελέτη έργο, περιλαμβάνεται και υλικό στο οποίο παρωδείται η γλώσσα των δικαστηρίων, εμπειρία ανεξάντλητη από την καθημερινή ζωή του συγγραφέα ως δικηγόρου: «…φέρονται οι καθωσπρέπει κύριοι επί τω αδοκήτω ψόφω του σκύλου των», σ. 83, «…αηδία παρέδρου πορδοδικών», σ. 86, «Υπό ταφτάς τας αποθήκας,…», σ. 86, «…θα θυσιαστώ επ᾽ αγαθώ της οικογένειας», σ. 94. Να προσθέσω ακόμη τη χρήση και λειτουργία του χαρακτηριστικού επιθέτου, που και από μόνη της αποτελεί μάθημα κοινωνικής κριτικής, κοινωνικής ευαισθησίας και εντέλει κριτικής λογοτεχνίας. Γιατί παρουσιάζει τον συγγραφέα με γνώση κατακτημένη από εμπειρία ζωής. Εξεικονίζει τον πολίτη Καζαντζή, ο οποίος αίρεται πάνω από την ατομική γνώμη και συνήθεια, για να κατακτήσει έτσι την κριτική γνώση και έκφραση που πλησιάζει την αλήθεια: «Τα λόγια αυτά ειπωμένα με τη σπουδαιοφάνεια καφενόβιου τραπεζορήτορα,…», σ. 26, «Κι απομένω σαν τ᾽ ανήμπορο, το λυσσιαγμένο χασαπόσκυλο…», σ. 26.
- IV. Οι ιδεολογικές επιλογές του Καζαντζή για τη βιογράφηση του Σκαρίμπα
Το «αφήγημα» του Καζαντζή αναπτύσσεται με διάφορα «βιογραφικά» επεισόδια όπου ο χώρος και ο χρόνος καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πυκνότητα και την ποιότητα του λόγου του Σκαρίμπα· η βιογράφηση θεωρείται ως ένα ενιαίο αισθητικό σύνολο, χωρίς να διαχωρίζεται η ζωή από την τέχνη, η τέχνη από την πολιτική, η πολιτική από τη ζωή. Στη ρεαλιστική αυτή αναπαράσταση της ιστορίας, γίνεται από τον συγγραφέα στοχευμένη επιλογή προσώπων του πνευματικού μας βίου, της τέχνης και της πολιτικής. Στο κείμενο, αυτά τα πρόσωπα-σύμβολα καθορίζουν ένα αξιολογικό πλαίσιο, με βάση το οποίο ο μυθοβιογράφος: (α) προβάλλει ως πρότυπο το ύφος και το ήθος του βιογραφούμενου, (β) τα ενσωματώνει λειτουργικά και αρμονικά στο δικό του προσωπικό ύφος και ήθος, προτείνοντας έτσι και ένα δικό του μοντέλο βιογράφησης. Επομένως, οι από τον Καζαντζή επιλογές προσώπων και δράσεων που επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν το ήθος του Χαλκιδαίου συγγραφέα τεκμηριώνουν και την πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική πλατφόρμα της μυθοπλασιακής βιογράφησής του.
Ποια είναι τα πρόσωπα αυτά; Είναι πρόσωπα της καθημερινότητας του Σκαρίμπα στη Χαλκίδα. Πρόσωπα που αποτυπώνονται στη ζωή και το έργο του: Επαγγελματίες, έμποροι, επαγγελματίες πολιτικοί που δεν κατονομάζονται, επιφανείς επισκέπτες, επίκαιρα ή επικαιροποιημένα πρόσωπα-σύμβολα αντισυμβατικότητας και ανατροπής στην τέχνη και την πολιτική. Οι πολιτικοί: Χ, Ψ, οι συγγραφείς: Ν. Γ. Πεντζίκης, Τόλης Καζαντζής, οι ηθοποιοί: Μαρίκα Κοτοπούλη, Μελίνα Μερκούρη. Ας σταθούμε στην επιλογή της Μερκούρη: ηθοποιός και πολιτικός, της οποίας ο βίος και η πολιτεία συνδέεται με την μεταπολιτευτική Ελλάδα, εκπροσωπεί το ανατρεπτικό πνεύμα, την αντισυμβατικότητα και την αγωνιστικότητα στην τέχνη και την πολιτική της εποχής της· αυτές τις αξίες θέλει να προωθήσει και να προβάλει ο μυθοβιογράφος Καζαντζής με τον ήρωά του, τον κατ᾽ εξοχήν ανατροπέα Έλληνα συγγραφέα Γιάννη Σκαρίμπα. Άρα ο Καζαντζής δεν επιδιώκει απλώς να βιογραφήσει τον ομότεχνό του αλλά ενσωματώνοντας τις ιδέες και το ύφος του στο έργο κατορθώνει να δημιουργήσει μια μυθοπλασία, ρεαλιστική και επίκαιρη, παρωδητική και χιουμοριστική για την τέχνη και την πολιτική, να μορφοποιήσει μια νουβέλα με ήρωα τον αγαπημένο και αξιοθαύμαστο συγγραφέα της Χαλκίδας, σύμβολο κάθε ανατροπής και ιδαλγό κάθε ελευθερίας.
[1] Τόλης Καζαντζής, Η κυρά-Λισάβετ, (αφήγημα), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1975. Η Παρέλαση, (διηγήματα), Ερμής, Αθήνα, 1976. Η ενηλικίωση, (διηγήματα), Ερμής, Αθήνα, 1980. Οι πρωταγωνιστές, (δύο εκτενή αφηγήματα), Ύψιλον, Αθήνα, 1983. Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, Αθήνα, Στιγμή, 1985, έκδοση στην οποία παραπέμπω.
[2] Χρυσούλα Κοκκινίδου, Η δεύτερη περίοδος του περιοδικού Διαγώνιος και η λογοτεχνική της ταυτότητα (1965-1969), μεταπτυχιακή εργασία, Α. Π. Θ., Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 19.
[3] Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου, Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939,1952-1953):η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις, διπλωματική διατριβή, Παν. Πατρών, Μάιος 2011, σ. 62, 67.
[4] Λάμπρος Βαρελάς, Η αντιμετώπιση των λογοτεχνικών και πνευματικών κινήσεων της ελληνικής επαρχίας (1929-1940). Θέματα ιστορίας και βιβλιογραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 1997. Κατερίνα Κωστίου, «Νεοελληνικά, «υπερελληνικά», «αλλοεθνή» ή «πανανθρώπινα»; Η ασύμβατη σχέση του Σκαρίμπα με τον Θεοτοκά», στο Κατερίνα Κωστίου (επιμ.), Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Γιάννη Σκαρίμπα, Εκδόσεις Διάμετρος, Χαλκίδα, 2007, σ. 143-194. Γιάννης Παπακώστας, ««Βάρα στο σταυρό»: Μια ατελέσφορη εκδοτική απόπειρα», στο Κατερίνα Κωστίου (επιμ.), Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Γιάννη Σκαρίμπα, ό. π., σ. 133-141. Γ. Α. Παναγιώτου – Λ. Παπαχρόνης, «Μιλάει ο Γιάννης Σκαρίμπας: «Σιδερωμένη συν κολλαρισμένη, ίσον Γενιά του ᾽30»», εφ. Θεσσαλονίκη, 13.12.1969.
[5] «Γιάννης Σκαρίμπας, ένας εκκεντρικός Χαλκιδέος λογοτέχνης», στο: http://www.eviaportal.gr/euboea (8/3/2017).
[6] Εύα Γανίδου, Μυθοπλαστικές βιογραφίες του Γ. Μ. Βιζυηνού (1898-2005), διπλωματική εργασία, Α.Π.Θ., 2015.
[7] Ξ. Α. Κοκόλης, αλληλεγγύη, λογοτέχνες και λογοτεχνήματα, στην πεζογραφία του Τόλη Καζαντζή, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1992.
[8] Αλέξης Ζήρας, «Καζαντζής, Τόλης», Λεξικό της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα, 2007, σ. 970. Βασίλης Καραβίτης, στην «Εισαγωγή» του βιβλίου Μια μέρα με τον Σκαρίμπα», ό. π., και στο περ. Αντί, τχ. 285(1985) 51-52.
[9] J.-M. Schaeffer, Qu’est-ce qu’un genre littéraire? Paris, Seuil, 1989. Μετάφραση Αλέξανδρος Ν. Ακριτόπουλος, Τι είναι λογοτεχνικό είδος; Θεσσαλονίκη, Ηρόδοτος, 2000, σ. 113.
[10] Άγγελος Γ. Μαντάς, «Η διήγηση και η μίμηση στον Σκαρίμπα», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Γιάννη Σκαρίμπα, ό. π., σ. 87-99.
[11] Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής: Σάτιρα, Ειρωνεία, Παρωδία, Χιούμορ. Το πεζογραφικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα, Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ., 1995.