Τάσος Καλούτσας.
Oι πρωταγωνιστές: Μια προφητική ματιά του Τόλη Καζαντζή στα προβλήματα και τον ηθικό προσανατολισμό της σημερινής ελληνικής κοινωνίας
Το ερώτημά μου κλείνοντας το βιβλίο (εκδ. Νεφέλη, 1998) –απαρτιζόμενο από δύο αφηγηματικά μέρη– ήταν ποιοι είναι τάχα όλοι αυτοί «Οι πρωταγωνιστές», που δώσανε και τον γενικό τίτλο του. Κατά το μυθοπλαστικό καμβά του Α΄ αφηγήματος είναι τα άτομα που προσπαθούν να στήσουν μια παράσταση· ο συγγραφέας ήδη από τη 2η σελίδα μάς εξηγεί πως «όλοι τους θα μπορούσαν, με την προσωπική τους ιστορία να φτιάξουν κάποιο έργο, άσχετο με τον Οιδίποδα τύραννο. Αν δεν το καταφέρνουν φταίει που ο καθένας τους θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι πρωταγωνιστής, πράγμα που, φυσικά, δεν είναι δυνατόν να συμβεί». Πάνω σ’ αυτό το σημείο παραθέτω το εξής διευκρινιστικό κριτικό σχόλιο: «ο τίτλος του βιβλίου (ο οποίος, φυσικά, καλύπτει και το δεύτερο αφήγημα “Απόστολος και Φερδινάνδος”) επιμένει ίσως και με κάποια δόση (αυτο)ειρωνείας να υπογραμμίζει αυτό που “δεν είναι δυνατόν να συμβεί”: όλα τα πρόσωπα “είναι” τελικά πρωταγωνιστές» (Ξ. Α. Κοκόλης).
Η πένα του Τ. Κ., με τη βοήθεια της μνήμης, που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση «απελευθερωτική λειτουργία, γιατί οδηγεί νικηφόρα από ένα στημένο παρόν στο παρελθόν» (Β. Χατζηβασιλείου), ανασταίνει ήρωες στη δράση των οποίων αποτυπώνονται προβληματισμοί από τα τεκταινόμενα μιας ολόκληρης μεταπολεμικής περιόδου και μας ενδιαφέρουν γιατί ο απόηχός τους εκτείνεται ως τις μέρες μας. Στην επιτυχία του εγχειρήματος έχουν συμβάλει αποτελεσματικά, κατά τη γνώμη μου, η διεισδυτικότητα της ενορατικής ματιάς του, αλλά και το γεγονός ότι σ’ αυτό ειδικά το βιβλίο «η στάση του απέναντι στον κόσμο που τον περιβάλλει κι απέναντι στο παρελθόν του είναι κατ’ ουσίαν κριτική» (Σπ. Τσακνιάς). Γι’ αυτό άλλωστε υιοθετεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση που υποδηλώνει κάποια απόσταση.
Ας δούμε ποιοι είναι οι βασικοί «πρωταγωνιστές» που η ζωή τους (ή έστω ένα μέρος της ζωής τους), υπό το πρόσχημα και την προοπτική της επικείμενης παράστασης (όπου ως κύριοι συντελεστές διεκδικούν ο καθένας τους έναν ξεχωριστό ρόλο), ξεδιπλώνεται παράλληλα, με συνεχείς μνημονικές αναδρομές. Στον «Ερασιτεχνικό θίασο»: Θεόκλ. Ραμόνας, Ζαφείρης, ο θείος του Γιαννάκης, Ανθίας, Αντώνης, Σπύρος, κυρ Αλέκος, ο κύριος Ορφανός και τρεις γυναίκες (θεία Ιουλία, Άννα, Σμαρώ). Στο δεύτερο αφήγημα: Ο Απόστολος, ο Φερδινάνδος (αλλά και η λοιπή κουστωδία των δημοσίων υπαλλήλων). Ας σημειωθεί πως ο αντικειμενικός αφηγητής του δείχνει «ελάχιστη –ή καθόλου– διάθεση πολιτικής συμμετοχής. Η απουσία πολιτικής θέσης ωστόσο, δεν συνεπάγεται απεμπόληση ηθικής ευθύνης» –πράγμα που γίνεται αισθητό από τη συμπάθεια που εκφράζει προς τα θύματα, τον τρόπο που μιλάει για τους κάθε λογής θύτες κτλ. «Το μοραλιστικό στοιχείο παραμένει σταθερό συστατικό της πεζογραφίας του» (Σπ. Τσακνιάς).
Ο επαγγελματικός αποκλεισμός λόγω συγκεκριμένης ιδεολογικής ταυτότητας (κοινωνικών φρονημάτων ή πολιτικών πεποιθήσεων, όπως συνηθίζαμε να λέμε) αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα που ταλάνισε για πολύ καιρό τη μετεμφυλιακή και μεταπολεμική κοινωνία μας. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Θεόκλ. Ραμόνας «ανήκει στους σώφρονες της εποχής και γι’ αυτό δεν πολυανακατώνεται με τα πολιτικά» (σ. 12). Αντίθετα ο Ζαφείρης, κεντρικός χαρακτήρας που επιλέχθηκε αρχικά για Οιδίποδας από το Ραμόνα, αν και απολιτικός, θα αποπεμφθεί τελικά «πυξ λαξ» από το θίασο «λόγω της αντεθνικής του καταγωγής». Όπως ορθά έχει παρατηρηθεί, «οι σημαντικότερες αναδρομές στο παρελθόν αφορούν την οικογένεια του Ζαφείρη» (Ξ. Α. Κοκόλης), ο οποίος φέρεται «φακελωμένος από μωρό παιδί» (σ. 79), ως υιός και ανεψιός παλαιών (δογματικών) αριστερών (όπως ο θείος Γιαννάκης). Από την άλλη μεριά, υπάρχει ένας ήρωας που ενσαρκώνει, θα λέγαμε, το αντίπαλον δέος, ο τριτεύων βραδύγλωσσος ηθοποιός (σχεδόν κομπάρσος) Αντώνης, που χαρακτηρίζεται λόγω των σατανικών του προθέσεων και των ύποπτων σχέσεών του με διάφορους σπιούνους ως «επικίνδυνος θεατρικός παράγοντας»: Συμμετέχει σε κλίκες, αναζωπυρώνει το φθόνο και καταφέρνει με «φορτική επιμονή» να λάβουν μέρος ο ίδιος και ο σκύλος του στην παράσταση (για την αποτυχία της οποίας φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης), και να μείνει απέξω ο Ζαφείρης.
Οι χαρακτήρες (επινοημένοι ή μη) δεν είναι μονοδιάστατοι· διαθέτουν κι άλλα «πρόσωπα» πέρα απ’ αυτό με το οποίο βασικά τους γνωρίζει ο κόσμος Είναι επίσης αλήθεια πως ορισμένοι απ’ τους «πρωταγωνιστές» συγκροτούν έναν μικρότερο «θίασο του λεγόμενου πνευματικού χώρου» (Ξ. Α. Κοκόλης), καθώς στην πραγματική τους ζωή, έτρεφαν παλιότερα σφοδρά καλλιτεχνικά όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια, με εξαίρεση βέβαια την περίπτωση του κυρίου Ορφανού. Εκτός από τον Ανθία (το ’φαγε η βιοπάλη αυτό το ταλέντο, θα μας πει ο συγγραφέας, σ. 53), είναι κι ο Ζαφείρης (σπουδαγμένος δικηγόρος, γλωσσομαθής, αλλά με το ναυαγισμένο περί ηθοποιίας του όνειρο, σ. 86). Για το Θεόκλ. Ραμόνα, μετά την αποτυχία της παράστασης, επικρατεί η πεποίθηση πως πρόκειται για έναν «επιπόλαιο και ξεκουτιάρη κοκορνιόκο»· η μετάβασή του στην πρωτεύουσα και η εκεί απρόσκοπτη ενασχόλησή του με τα καλλιτεχνικά και τη συγγραφή, περιγράφεται μάλλον σκωπτικά, καθώς μας λέει ότι βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου θα μπορούσε πλέον να «βαδίσει στα σίγουρα», εξασφαλίζοντας και διακρίσεις λίγο πριν και λίγο μετά τον θάνατό του… (σ. 27). «Λογοτεχνικά ενδιαφέροντα» μπορεί να έχουν και απλοί άνθρωποι, όπως ο κυρ Αλέκος, ένας δυστυχισμένος χωροφύλακας που τελικά αυτοκτονεί. Μόνο στην περίπτωση του κυρίου Ορφανού, τη μόνη ευδιάκριτη «ενσωμάτωση πραγματικού προσώπου», του φαρμακοποιού συγγραφέα Ν. Γ. Πεντζίκη (Ξ. Α. Κοκόλης), και παρά το γεγονός πως περιγράφεται ως «πολύ παράξενος άνθρωπος», με ακόμη πιο σπαρταριστά καμώματα στη συμπεριφορά του, μας υποβάλλεται μια πνευματική παρουσία με θετικό πρόσημο. Ο δικός του «ρόλος» αποσαφηνίζεται στη σ. 109: «Η προσπάθεια του σκηνοθέτη (που αναγνωρίζοντας την επιρροή του στα πνευματικά πράγματα της πόλης φρόντισε να τον καλοπιάνει…) εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη γνώμη του φαρμακοποιού».
Οι «πρωταγωνιστές» ζουν στη Θεσσαλονίκη που είναι και ο τόπος διεξαγωγής της παράστασης. Την αγάπη τους γι’ αυτήν την εκφράζει χαρακτηριστικά η φράση που λέγεται για τον Απόστολο: «Δεν έκανε χωρίς αυτή την πόλη… Διακοπές ή λιποταξίες: αξίζανε μονάχα γιατί τελειώνανε με μια επιστροφή» (σ. 124). Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να εκδηλώσει τα θερμά του αισθήματα προς τη γενέτειρά και τους ανθρώπους της. Εκείνο που πραγματικά τον θλίβει είναι που πρόκειται για «μια πόλη, που είχε την ατυχία να είναι πάντα δεύτερη… Έτσι, μοιραία, κι οι άνθρωποί της τύχαιναν πάντα μιας δεύτερης μεταχείρισης» (σ. 130). Θίγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, με τόλμη και οξύτητα, το μείζον πρόβλημα του αθηνοκεντρισμού και των δεινών που για πολλά χρόνια επισώρευσε (και συνεχίζει σε ορισμένες περιπτώσεις) στην περιφέρεια, δεν διστάζει να κάνει λόγο και για ένα «στοκ περιθωριακών λογοτεχνών στο χώρο της επαρχιακής ανθρωπογεωγραφίας» (σ. 93). Όταν βέβαια, προσθέτει με δηκτικό σαρκασμό, ένας ήρωάς του, όπως ο Ραμόνας, βρεθεί στην πρωτεύουσα, τότε μπορεί να επικρίνει «το ασφυχτικό και μίζερο κλίμα αυτής της πόλης… (εφόσον ‘’η απόσταση σε λυτρώνει από την ασφυξία’’). Εξάλλου είναι «πιο σικ να τη νοσταλγεί αθεράπευτα, παρά να ζει σ’ αυτήν» (σ. 26).
Για να επανέλθουμε σε όσα λέγαμε στην αρχή «όλοι τους θα μπορούσαν με την προσωπική τους ιστορία να φτιάξουν κάποιο έργο…». Όπως αποδείχθηκε όμως, όχι τον Οιδίποδα. Την ημέρα της πρεμιέρας, πριν καλά καλά αρχίσει, η παράσταση βουλιάζει». Οι καλλιτεχνικές προσδοκίες πνίγονται «άδικα», όχι μόνο εξαιτίας της παρουσίας ενός αδιαπαιδαγώγητου κοινού (έτοιμου ανά πάσα στιγμή να την προγκάρει), αλλά κυρίως λόγω των σφαλμάτων (τα καραγκιοζιλίκια και τα απερίσκεπτα καμώματα) των συμμετεχόντων σ’ αυτήν. Η ανικανότητα των πρωταγωνιστών (με τις ξεχωριστές προσωπικότητες και τις διαφορετικές ιδιωτικές ιστορίες πίσω τους) να κάνουν την υπέρβαση και, λειτουργώντας ως «θίασος συνόλου» (σ. 18), να παραμερίσουν τις τυχόν εγωκεντρικές φιλοδοξίες τους, πετυχαίνοντας το ζητούμενο άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα, φανερώνει ίσως, πέραν των άλλων, πως παραμένουν εγκλωβισμένοι στο ατομικό τους όραμα και αδυνατούν ν’ ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του συλλογικού. Αν το καλοσκεφτούμε, την εποχή που ολοκληρώνεται και η δεύτερη γραφή του αφηγήματος (εκδ. Ύψιλον, 1983), ο καταναλωτισμός και ο ατομικισμός έχουν ήδη αρχίσει να παίρνουν κεφάλι εις βάρος της συλλογικότητας.
Έχει γραφτεί πως, ενώ με τον Ερασιτεχνικό Θίασο ο Τ. Κ. ανακεφαλαιώνει την προσωπική (και γιατί όχι κοινοτική) μυθολογία του, με το «Απόστολος και Φερδινάνδος» που ακολουθεί, επιχειρεί (χωρίς να κόβει τις συνδέσεις του με το παρελθόν) ένα ξεπέρασμά της, καθώς «ανοίγει παράθυρα στο σύγχρονο κόσμο και στην ασφυκτική –συνάμα δε και κωμική– γραφειοκρατία του» (Σπ. Τσακνιάς). Απέναντι σ’ αυτό το γραφειοκρατικό τέρας που ολοένα γιγαντώνεται, ο Τ.Κ. τοποθετεί τον απλό, ανυπεράσπιστο πολίτη – έναν φτωχό, αξιοπρεπή και μοναχικό άνθρωπο (κατατρεγμένο από τις συκοφαντίες του κόσμου, γιατί τον διακρίνει μια «απροσδιόριστη ανωτερότητα», όπως μας λέει). Ο Απόστολος, ψάχνοντας να «βρει κάποτε το δίκιο του», προσέρχεται στην Υπηρεσία υπονόμων του Δήμου, η οποία όμως δεν του δίνει την εικόνα του «γενικού ξεχαρβαλώματος» που χαρακτηρίζει συνήθως τις δημόσιες Υπηρεσίες και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο την αντιπαθεί· θεωρεί ότι του δείχνει ένα «απατηλό και ύπουλο» πρόσωπο, με όλη αυτή την «ευταξία» και την «αταραξία» των υπαλλήλων, την επιμελημένη εμφάνιση τους και τα λόγια «φούσκες», ενώ κατά βάθος, όπως εκείνος πιστεύει, είναι υποκριτές, τιποτένιοι, απατεώνες. Γι’ αυτό και δρώντας «εξ ονόματος όλων των ταπεινών και πειθήνιων συμπολιτών του» επιχειρεί μια «ανήκουστη υπέρβαση ιεραρχίας» (σ. 138): Θ’ απευθυνθεί για το πρόβλημά του απευθείας στον προϊστάμενό τους, τον επονομαζόμενο Φερδινάνδο: Έναν δύσμορφο (και ακόμα πιο μοναχικό) τύπο, «υποδειγματικό δημόσιο υπάλληλο» που έφτασε ως εδώ, έχοντας τη μανία να συντάσσει (αξιόλογες) στατιστικές μελέτες, που φανέρωναν, στην ουσία, «μια αγωνιώδη αναζήτηση κάποιου ηθικού στηρίγματος για τους νόμους και τον ίδιο του τον εαυτό» (σ. 167). Είναι πρόδηλο ότι στη συνάντηση που σκηνοθετεί ο συγγραφέας – παρομοιάστηκε με σκηνικό που θυμίζει αφήγημα ενός μικροαστικού Κάφκα (Β. Χατζηβασιλείου)– διακυβεύεται ένα κρίσιμο ηθικό κριτήριο. Και τι ακριβώς θα συμβεί; Ο μεν Απόστολος, με την αξιοπρέπειά του να προσκρούει πάνω στο συμπαγές και αδιαπέραστο τείχος της γραφειοκρατίας (το συναποτελούν οι υπάλληλοι με τον διευθυντή τους), και πεπεισμένος για την έλλειψη κατανόησης θα παραιτηθεί και θ’ αποχωρήσει πριν δοθεί απάντηση στο πρόβλημά του∙ ο δε Φερδινάνδος θα ανακαλύψει ξαφνικά, με πανικό, πως η Υπηρεσία του δεν είναι αλάνθαστη· θα μπορούσε να επικαλεστεί την αντίστοιχη νομική θωράκιση για ν’ «αποστομώσει» τον Απόστολο, ωστόσο δεν θα το κάνει, γιατί αντιλαμβάνεται πως μέσα στις νομικές διατάξεις κρύβεται ένα συμφέρον «που ήθελαν να το πιστεύουν ‘γενικό’, αλλά που, πραγματικά, ήταν γεμάτο από σκόπιμες εξαιρέσεις, έτρεφε ένα απίθανα μεγάλο κηφηναριό, χιλιάδες άχρηστους, θεράπευε βλακείες, διαχώριζε ανθρώπους σε πρόβατα και κατσίκια εξαιτίας κι εξαιτίας…» Κι ο Φερδινάνδος βλέποντας αυτό το γενικό συμφέρον σαν ένα «σαπιοκάραβο» και τον εαυτό του σαν «πειθαρχικό ναύτη» που το εγκαταλείπει την τελευταία στιγμή, αποφασίζει να φύγει απ’ την Υπηρεσία και να ζήσει έκτοτε «εντελώς άγνωστος κι απαρατήρητος» (σ. 167). Καταφέρνει, έτσι, τουλάχιστον κι αυτός να περισώσει κάποια ψήγματα απ’ την αξιοπρέπειά του.
Ανοίγοντας μια παρένθεση θέλω ν’ αναφερθώ σ’ αυτό που η κριτική ονόμασε «κωμικοτραγική αφηγηματική φλέβα» του Τ. Κ., αλλά «περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες της παλαιού τύπου ειρωνείας: χιούμορ, σάτιρα, κοροϊδία» (Β. Χατζηβασιλείου). Καθώς η στάση προς τον κόσμο που τον περιβάλλει είναι «κριτική», η πένα του γίνεται συχνά καυστική για «τους εκμεταλλευτές των ευκαιριών, τους βολεψάκηδες, τα αναρριχητικά, τα ασπόνδυλα, τα παράσιτα που δεν λείπουν φυσικά από καμιά εποχή, αλλά που σε καιρούς ανώμαλους θρασομανούν ασύστολα» (Σπ. Τσακνιάς). Ωστόσο, ο ανελέητος οίστρος που χαρακτηρίζει το προσωπικό του ύφος συνδυάζει τη δηκτικότητα με την τρυφερότητα, την καταγγελτική οργή και χλεύη με τη συμπόνια, την κατανόηση με μια ασυνήθιστη τόλμη, όλ’ αυτά δηλαδή που ήταν, πιστεύω, και αξεδιάλυτα γνωρίσματα του ψυχικού ιδιογράμματος του συγγραφέα. «Το ύφος είναι ο άνθρωπος!» θυμάμαι ότι μου είχε τονίσει τη γνωστή ρήση τού Buffon στην πρώτη κιόλας από τις λίγες συναντήσεις που προλάβαμε να έχουμε… Όσο για το γοητευτικό κράμα δραματικού και κωμικού στο λόγο του, που θυμίζει ενίοτε το σκαριμπικό ύφος, λειτούργησε, νομίζω, ως γόνιμη παρακαταθήκη και για εκλεκτούς επιγόνους. Ένα πρόχειρο παράδειγμα: Στο Β΄ αφήγημα γίνεται κάπου λόγος για ένα «πλησίασμα» μεταξύ των ανθρώπων αυτής της πόλης «έστω και μέσω του δικτύου υπονόμων» (σ. 164). Αν διαβάσει κανείς τις τελευταίες σελίδες του διηγήματος «Ομόκεντροι κύκλοι» (από τη συλλογή Τα ζύγια του προσώπου) του Σ. Δημητρίου (ενός συγγραφέα που κάποτε μου ομολόγησε την αγάπη του για τον Καζαντζή) θα καταλάβει αμέσως τι εννοώ.
Συγκεφαλαιώνοντας, αν αναλογιστούμε όλα τα παραπάνω προβλήματα και τις συμπεριφορές που θίγει (και, ρητά ή υπόρρητα στιγματίζει) ο συγγραφέας στο βιβλίο του, μπορούμε ίσως και να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση του «ασθενούς» στην οποία έχει περιέλθει τον τελευταίο καιρό ο εξαρθρωμένος κοινωνικός ιστός αυτής της χώρας. Έχει ήδη τεθεί το ζήτημα αν η Κρίση –της οποίας ακόμη ένα οδυνηρό στάδιο διανύουμε – οφείλεται μόνο σε πολιτικο-οικονομικά αίτια και όχι, κυρίως, σε καταλυτικά φαινόμενα σήψης, που για παραπάνω από δεκαετίες δουλεύοντας υπόγεια, υπονόμευσαν την ηθική υπόσταση των ανθρώπων. Θα πείτε ίσως πως η Κρίση, που άρχισε το 2008, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Μήπως δεν έχει γίνει ολόκληρη η Ευρώπη, εδώ και 25 περίπου χρόνια, όπως υποστηρίζει o Ιταλός φιλόσοφος Carlo Galli, μια κυνική «τεχνο-ολιγαρχική δομή», που δεν ακολουθεί «παρά μόνο το δόγμα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», έχοντας πετύχει τη «διάσπαση της κοινωνίας σε ξέχωρες ατομικές οντότητες» και αλλάζοντας ριζικά το όραμα του σύγχρονου κόσμου μας; Το αν, λοιπόν, ο τόπος μας (ή αν θέλετε, γενικότερα, ο κόσμος μας) είχε κατακλυστεί από πολύ πιο νωρίς από συρφετούς δημοσίων (ή μη) λειτουργών, γραφειοκρατών, τεχνοκρατών ή κάθε λογής άλλων παρασιτικών παραγόντων, που ξεφεύγοντας από οποιοδήποτε έλεγχο, (προπάντων των συνειδήσεών τους), μετατόπισαν το ενδιαφέρον από το καλώς εννοούμενο δημόσιο «γενικό συμφέρον» στο ιδιοτελές και ματαιόδοξο κυνήγι του ατομικού οφέλους (το «ίδιον συμφέρον», για να χρησιμοποιήσω και μια έκφραση του φίλου συγγραφέα Πρόδρομου Μάρκογλου), βάζοντας στην άκρη όλους τους αξιακούς κώδικες της ηθικής, μπορεί ο καθένας μας, νομίζω, να το συμπεράνει μόνος του.
Απλώς επισημαίνω ότι ο συγγραφέας Τ. Κ., κατά μία έννοια, τα είχε αυτά προβλέψει, καθώς με τους «Πρωταγωνιστές» του πραγματοποίησε με ευστοχία «προεκτάσεις στα μελλούμενα» μέσω «αναδρομών στα προηγούμενα» (Ξ. Α. Κοκόλης). Κι απ’ αυτήν την άποψη θα συμφωνήσω με τη γνώμη του Κ. Μουρσελά (στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) ότι πρόκειται για ένα προφητικό βιβλίο. Γιατί «οδηγεί τους ήρωές του εκεί που ήδη έχουμε φτάσει όλοι εμείς σήμερα. Δηλαδή στην περιχαράκωση, στην απομόνωση, στην οργάνωση ενός προσωπικού “αποκλεισμένου” χώρου, στην παραίτηση αν θέλουμε να διατηρήσουμε ένα μικρό κομμάτι αξιοπρέπειας, μίζερο και τρισάθλιο βέβαια, αλλά που είναι ο μόνος άξιος λόγος επιβίωσης μια και για να είσαι αξιοπρεπής ξέρεις πως είσαι καταδικασμένος να φυτοζωείς αλλιώς οδηγείσαι στην άλλη λύση, στο να γίνεις δηλ. όσο σου χρειάζεται κυνικός, αδίστακτος, πατώντας εν ανάγκη επί πτωμάτων».
Τα παραθέματα προέρχονται από τα παρακάτω κείμενα:
- Ξ. Α. Κοκόλης, «Επίμετρο», στο Τόλης Καζαντζής, Οιδίπους τύραννος, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2002.
- Σπύρος Τσακνιάς, «Τόλης Καζαντζής», στο Η μεταπολεμική πεζογραφία, τόμος Γ΄, Σοκόλης, Αθήνα 1988, σ. 228-267.
- Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Οι μαλακοί και οι εύγλωττοι ήχοι του μαστιγίου», περ. Ανανέωση , τχ. 6 (Σεπτ.-Οκτ. 1984).
- Carlo Galli, «Η Ευρώπη του μέλλοντος χρειάζεται μια νέα “Μεγάλη Ιδέα”, περ. Φρέαρ τχ.16/17 (Οκτ. 2016).