του Ζαχαρία Σώκου. Ποιήματα αφιερωμένα σε αγαπημένους φίλους
Το χιόνι της Αιγύπτου
Στον Κωστή Παπαγιώργη
Κωστή τί κρένεις
στη σαρκοβόρα ακινησία σου
στον ύπνο τον τεχνητό ;
Πώς είναι στην Αίγυπτο το χιόνι
αόρατο που ραίνει τη σιωπή,
το ‘’μαύρο γάλα’’
που άσπρισε και σε λιγώνει ;
Πώς είναι ο χρόνος στο κενό,
κενό στο χρόνο αν υπάρχει,
ο ορός στην κουρασμένη φλέβα
τα τσόκαρα και τα νυστέρια πώς ηχούν ;
Ίπτασαι σε νύχτα απόκοσμη
σε νοτισμένα σύννεφα
αίμα,ουίσκι και μελάνι
ενώ σκοπεύουν προβολείς
από ξενυχτάδικα και χειρουργεία,
ασθμαίνον σκάφος σε προσγείωση
στην έρημο της ουτοπίας,
κι εκεί η μάνα σου
πιο πέρα ο Ασημάκης
μειδιώντας να σου γνέφουν
μα εσύ μην πας.
Τρία μηδέν ο ΠΑΟ στου Καραισκάκη
χαρά ανεπίδοτη Κωστάκη,
απόψε θα ‘μαστε στου ‘’Άμα – Λάχει’’ το σφαγείο
τον ήλιο που Ανατέλλει να ντραπούμε
έτσι ανώφελα στο θάνατο προπέτες
στο χρόνο βγάζοντας τη γλώσσα
κι έπειτα να μας μαστιγώνει
-ίδια χιονιάς καμέλια σε μπαλκόνι –
ο Μάγος που καπνίζει αρειμανίως
και στων κεριών τη θαλπωρή
το νόθο αλκοόλ να μας κορώνει
κι ο χρόνος να ξεφεύγει σα μπαλόνι
απρόσεκτα παιδί που το κρατά.
Αχ Κώστα
αλήθεια κι αίμα πάνε ταίρι
κι όλοι oι σωτήρες κρύβουν μαχαίρι
το ‘πες και το ‘γραψες
μα τώρα που θα βγεις
ποιά νέα αλήθεια που είδες
θα μας πεις ; _
Φεβρουάριος- Μάρτιος 2014
Ζαχαρίας Σώκος
Κυδώνι με αμύγδαλο
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Γεια σου Γιώργη, άσπρο το άτι σου,
απλόχερα που προσφέρεις ,ματαίως,
σάμαλι τις Κυριακές τα πρωινά
και μεγαλοβδομαδιάτικες σταφίδες και στραγάλια της μνήμης.
Γεια σου Γιώργη φαεινέ και ευφρόσυνε,
Αι Γιώργη του εορτολογίου –
‘’εκ Μεσσήνης της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου Γεώργιος ο Ποιητής’’-
στο αδειανό του κρεβατιού σου
κλείνουν τα μάτια κοπέλες έτοιμες να φιληθούν
μα εσύ φορώντας γαμπριάτικο κουστούμι
βγαίνεις απ’τη φυσούνα των δακρύων
στο γήπεδο ολομόναχος-φωνές , αλαλαγμοί-
κι’εκεί σου σκάει ντρίπλα ο χρόνος ο άχρονος,
άπραγες βουρκώνουν παρθένες της ψυχής.
Ω! Γιώργη, πεσκέσι αντίδωρο σου στέλνω
κυδώνι με αμύγδαλο,
άδεια ελπίδα να ντριπλάρω κάποια μέρα
εκείνον τον αφύλακτο ΄΄κρυφό κυνηγό σου΄΄,
δεν δύναμαι όμως,
με τρών’ τα ζάρια-δόντια των νεκροκεφαλών
όλων αυτών της τάξεως των αγροφυλάκων.
Το τηλεφώνημα
”… κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε·
τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν…”
ΙΛΙΑΔΑ Ω 45
Στον Τάσο Ρειζόπουλο
Εμπρός , εμπρός
Εσύ είσαι Τάσο…
Στάσου λίγο
νυχτόλαλε φίλε , αθώρητε
αδέσποτη μνήμη η ζωή μας
θύελες μαγνητικές οι σκέψεις
σαστίζουν την ακίδα της ψυχής μου.
Όχι ,όχι
στα μαύρα νερά μόνο το μέλλον αρμενίζει
και ποιος ξέρει
τα άλλα είναι δικά μας
καταδικά μας
και δεν λένε να σωπάσουν
όπως οι φωτογραφίες των σχολικών εκδρομών
ο Καζαντζίδης στην ανηφόρα της Μακεδονίας
ο καγχασμός σου που σε πρόδωσε.
Τώρα άναυδος μάρτυρας
ψαχουλεύω στον βιωμένο χρόνο
μια ανάσα χωρίς σπλάχνα να ανιχνεύσω
σε έναν ατέρμονα διάλογο με τη σκιά σου
ντυμένος το μαύρο γέλιο του λυγμού
με τούτες τις λαβωμένες λέξεις
τη δαψίλεια του κοινού βιώματος να εγκλωβίσω
ακούγοντας το ανήκουστο ρέκβιεμ
από τη μπάντα της τετελεσμένης εξόδου.
Τασούλη , Τασούλη,
εμπρός,εμπρός…